«Η βουνόχτιστη γη, Άγραφα, σύμφωνα με έναν λαϊκό μύθο, όταν ο Θεός έχτισε τον κόσμο, πέρασε όλο το χώμα της γης από ένα μεγάλο κόσκινο. Όλο το ψαχνό χώμα που βγήκε από τις τρύπες του σχημάτισε τους κάμπους και τις εύφορες πολιτείες. Οι πέτρες και τα στουρνάρια που απόμειναν, ήταν τα άχρηστα αποκοσκινίδια και αναποδογυρίζοντας το κόσκινο τα έριξε καταγής και σχηματίστηκαν τ’ Άγραφα» (Ντάσιου Τάκη, 1999:243). Η συνέχεια της ανθρώπινης περιπέτειας. «Καράβα, ύψους 2.184μ. το ψηλότερο βουνό στα βόρεια Άγραφα. Σ’ αυτό προσάραξε σύμφωνα με την τοπική λαϊκή παράδοση το καράβι (η κιβωτός) του Νώε την εποχή του βιβλικού κατακλυσμού, που προκάλεσε την διάνοιξη των στενών στο τέρμα της Θεσσαλικής πεδιάδας, τα Τέμπη. Στην κορυφή του βουνού, οι βοσκοί μέχρι πρόσφατα έβλεπαν τον σιδερένιο κρίκο, που είχε «δέσει» η Κιβωτός»» (Τσιτσά Κ. Σεραφείμ, 1981:55).
Στις απαρχές της φυλής, Aργιθέα: «Εάν βρεθεί κάποιος εις την οροσειρά της Πίνδου, πριν φέξει η μέρα και παρακολουθήσει την ανατολή του ηλίου, καθώς ο ήλιος ανατέλλει απ’ τα όρη του Πηλίου ή της Όσσας, βλέπει να χρυσίζουν οι κορυφές της Πίνδου και το φως να απλώνεται σιγά-σιγά εις την Θεσσαλική πεδιάδα. Εάν την ίδια στιγμή ο παρατηρητής στρέψει το βλέμμα του προς δυσμάς, προς την Αργιθέα, θα δει να την σκεπάζει σε όλη την έκτασή της ένα σκότος αδιαπέραστο. Πρέπει ο ήλιος να υψωθεί αρκετά εις τον ορίζοντα, να φωτιστούν απ’ τις ακτίνες του τα Ηπειρώτικα βουνά και απ’ εκεί με την αντανάκλασή τους, να αρχίσει να διαλύει και εις την Αργιθέα το σκότος και μάλιστα εις τα υψηλά μέρη της, ενώ στα χαμηλά και τις βαθιές χαράδρες, πρέπει να περάσει μία ακόμη ώρα να διαλυθεί εντελώς. «Αργεί η θέα προς τα εδώ» θα σκεφτόταν ο παρατηρητής. Αυτή η σκέψη μας δίνει τη λέξη «Αργιθέα»! (Στάθη Δ. Γεωργίου, 1971:19).
Φωτό / Από το βιβλίο του Σπύρου Μελετζή, 1984: Mε τους αντάρτες στα βουνά. Λεζάντα: «μεταφορές πολεμικού υλικού», σ.164.
Στη Νεότερη Ιστορία μας «..οι Θεσσαλοί και μάλιστα οι Τρικαλινοί το βάφτισαν Καράβα, γιατί λέει η κορυφή αυτού του βουνού μοιάζει με μεγάλο καράβι, όπως το βλέπουν από τα Τρίκαλα. Πάνω λοιπόν σ’ αυτό το βουνό την Καράβα, αλλά χαμηλότερα από τη κορφή της και από τη μεριά που αγναντεύει προς τα Πετρίλια, γίνονταν οι ρίψεις από τα αεροπλάνα σε τρόφιμα για την συμμαχική αποστολή, αλλά και γενικά ότι αφορούσε την αντίσταση. Δυο φορές έτυχε να παρακολουθήσουμε με τον Βάλια ρίψεις. Όταν ήταν να γίνουν το Στρατηγείο Μέσης Ανατολής ειδοποιούσε τη Συμμαχική Αποστολή και κανονίζονταν η μέρα και η ώρα. Οι ρίψεις γίνονταν πάντα νύχτα και με φεγγάρι. Έτσι στην ορισμένη ημερομηνία οι Άγγλοι έπαιρναν μερικούς χωρικούς και λίγους αντάρτες και όλοι μαζί ανέβαιναν πάνω στο καθορισμένο μέρος. Εκεί άναβαν φωτιές και περίμεναν. Όταν έφθαναν τα αεροπλάνα έκαναν δυο-τρεις βόλτες πάνω από τις φωτιές και μετά άρχιζαν να ρίχνουν τα διάφορα δέματα κάτω με αλεξίπτωτα. Το θέαμα ήταν σπάνιο και μοναδικό, να βλέπει κανείς να πέφτουν απ’ τον ουρανό τα ανοιγμένα αλεξίπτωτα με τα δέματα. Μα εγώ δεν μπορούσα να πάρω ούτε μια φωτογραφία. Βλέπετε τότε ακόμα δεν είχανε εφευρεθεί τα φλας, που θα μου έδιναν την δυνατότητα να φωτογραφίσω νύχτα. Έτσι έχασα αυτό το τόσο εντυπωσιακό και σπάνιο θέαμα. Το μόνο που μπόρεσα και αποθανάτισα ήταν το πρωϊνό φόρτωμα όλων αυτών με τον κόσμο και πιο πολύ με τις γυναίκες ζαλίγκα. Μα κι’ αυτές οι φωτογραφίες γίνονταν τόσο πρωί, μόλις έσκαγε ο ήλιος και πάντα βιαστικά. Αλλά ας μην έχω και παράπονο, γιατί η Καράβα μου έδωσε πολλές φωτογραφίες. Στον ίδιο χώρο φωτογράφισα και το «Τσομπανόπουλο με την φλογέρα» καθώς και τη σύνθεσή μου «Φλογέρα στο βουνό» (Μελετζή Σπύρου, 1984:27).
Στην Καράβα, λοιπόν η πολιτεία προγραμμάτισε και προχωρεί στην υλοποίηση του προγράμματος «πράσινη ανάπτυξη» με την εγκατάσταση βιομηχανικού πάρκου αιολικής ενέργειας. «Θα κατεβάσουμε την κορυφή της καμιά 40ριά μέτρα και να στήσουμε ένα γήπεδο!!!» μας απολογήθηκαν. (Έτσι, για να πάει μπροστά η χώρα, τα Άγραφα πρέπει να πληρώσουν και το… μάρμαρο).
* Ο Τάκης Ντάσιος, διδάκτωρ πολιτισμού. Γράφει το μπλογκ «Ορεινογραφίες: άνθρωποι και βουνά, βουνά και άνθρωποι» (oreinografies.wordpress.com), και μοιράζεται μαζί μας βουνίσιες ιστορίες στις οποίες πέρα από την κατάκτηση κάποιας κορυφής τον απασχολεί ο τρόπος προσέγγισης κάθε ορεινού συγκροτήματος. Μελετά τη φύση και τους ανθρώπους της. Είναι συγγραφέας του βιβλίου-λευκώματος «Στ’ Άγραφα», εκδόσεις Μίλητος.