Κουρελού.

Αρθογραφία Κωνσταντίνος Ηλιούδης

Θυμάμαι όταν ήμουνα παιδάκι, ένα μεσημέρι Κυριακής με πήγαν οι γονείς στο χωριό που βρίσκεται χωμένο σε μια άκρη του Θεσσαλικού κάμπου. Εκεί η αγαπημένη μου γιαγιά καθισμένη κάτω από τη γεμάτη σταφύλια κληματαριά της με ρώτησε αν θα μπορούσα να την βοηθήσω να αλλάξει σεντόνι στο κρεβάτι… μα πως να αρνηθώ…

Σηκώνοντας έτσι το στρώμα του κρεβατιού είδα με την άκρη του ματιού μου κάτι μαγικό, σαν από παραμύθι, ένα ουράνιο τόξο ζούσε κάτω από το στρώμα που μέχρι τότε αγνοούσα πως μοιραζόμαστε μαζί το μικρό ξύλινο κρεβατάκι της γιαγιάς ! Ίσως για αυτό ο ύπνος στο χωριό ήταν πάντοτε πιο γλυκός από αυτόν στο πατρικό μου αναρωτήθηκα..

Ήταν μια κουρελού….

“Γιαγιά τι είναι αυτό;”, ρώτησα αμέσως γεμάτος ενθουσιασμό. “Κάτσε να σου πω παιδί μου”, απάντησε η γιαγιά με τη γλυκιά φωνή της, τραβώντας έτσι τη κουρτίνα της λήθης άρχισε να μου μιλάει σφίγγοντας δυνατά τη κουρελού με τα ροζιασμένα της χέρια ξετυλίγοντας έτσι μπροστά μου σιγά σιγά μια ιστορία που πρώτη φορά άκουγα και κράτησα βαθιά μέσα μου μέχρι σήμερα…

“Θυμάμαι και εγώ όταν ήμουνα παιδάκι, σε μια τέτοια κουρελού πολύχρωμη έκτιζα εκεί πάνω τα όνειρά μου κι ας ήταν με κουρέλια. 

Πέρασα αμέτρητα μεσημέρια, βράδια αξημέρωτα, χαρές, πόνους, χτυποκάρδια, παρέα μαζί με αυτήν την κουρελού. Πόσες αναμνήσεις κοιτώντας την… ψάχνοντας βλέπω πάνω της το παιδικό μου μπλουζάκι, το λουλουδένιο φουστάνι της μητέρας και το καρό πουκάμισο του μπαμπά που φορούσε στο χωράφι, το τραπεζομάντηλο που στρώναμε κι τρώγαμε χάμου και τη μεγάλη υφασμάτινη κουρτίνα γεμάτη σχέδια που κρέμονταν μπροστά από το παραθύρι κρύβοντας το φτωχικό μας σπιτάκι. 

Περάσανε χρόνια πολλά από τότε που ακουγόταν εκείνο το γλυκό τακ τακ υφαίνοντας με του αργαλειού τις νότες που σταμάτησε πια να ηχεί, μένοντας πεταμένος στη σκονισμένη αποθήκη. Την κουρελού όμως δεν μπόρεσα ποτέ να την πετάξω γιατί κι αν έγινε παλιά και είναι φτιαγμένη από κουρέλια την έχω πάντα για στρώμα. Τους πόνους και τα βάσανα μου σε αυτή τα λέω ακόμα ! Κι αν σκίστηκε απ’ της ζωής την μπόρα εγώ έπρεπε να βρω υπομονή να την μπαλώσω, γιατί είναι από δάκρυα και από χαρά βαμμένα τα χρώματα της, γιατί έχω ολόκληρη τη ζωή μου επάνω της πλεγμένη…”

Είναι απίστευτο πώς όλα εκείνα τα λόγια της γιαγιάς έδρασαν μέσα μου αθόρυβα φέρνοντας στην επιφάνεια την αγνή αγάπη και την υπερηφάνεια που νιώθω για την καταγωγή μου, το χωριό μού, για την αγαπημένη μου γιαγιά που ενώ σήμερα δεν βρίσκεται μαζί μας, κρατώντας σφιχτά αγκαλιά την αγαπημένη της κουρελού είναι σαν να την έχω δίπλα μου.

Καλό ταξίδι Γιαγιά.