Εσάς ψηλά βουνά, αγνάντευα από το παραθύρι του σπιτιού μου απ’ όταν ήμουν παιδάκι, βλέποντάς σας από όλες τις τάξεις του σχολείου που πήγαινα κι απ’ όλες τις πλατείες που έπαιζα μικρός. Κάθε κλεπτή ματιά προς τις κορφές πάντα με έκανε να χαμογελάω και στα ηλιοβασιλέματα γαλήνευε η ψυχή μου. Μερικές φορές σας έβλεπα στον ύπνο μου και μιλούσα μαζί σας, έβλεπα τον εαυτό μου να προσπαθεί να σας αγγίξει, μάταια όμως… Παρότι μεγαλωμένος στη γενιά της τεχνολογίας θαρρούσα πως μεγαλοπρεπέστερο πράγμα από εσάς δεν υπήρχε επάνω στη Γη, άλλος κόσμος πέρα από αυτά τα βουνά δεν υπήρχε. Άγραφα διάβαζα στα βιβλία και σκιαζόμουν, νόμιζα πως δεν θα σας γνώριζα ποτέ γιατί δεν ήθελαν καινούργιες γνωριμίες ούτε φίλους, άκουγα για κατακτητές που έφυγαν κυνηγημένοι και για άγρια μέρη που όχι μόνο δεν έδιωξαν τους λιγοστούς ανθρώπους από κοντά τους αλλά τους έκρυψαν τόσο καλά στην αγκαλιά τους που έγιναν ένα και δεν ξεχωρίζουν!
Φτάνοντας η μεγάλη μου ώρα, ξεκίνησα το μακρύ μοναχικό ταξίδι με προορισμό το άγνωστο, ήθελα να πάω στα Άγραφα για να βρω την ελευθερία μου΄ που μέχρι τότε νόμιζα πως είχα χάσει ή μάλλον δεν την είχα ανακαλύψει ποτέ για να τη νιώσω, μα πάνω απ’ όλα ήθελα να βρω τον χαμένο μου εαυτό. Περπάτησα σε σκαλιστά μονοπάτια ώρες ατέλειωτες, διάβηκα πέτρινα γεφύρια πάνω από αφρισμένα ποτάμια, γεύτηκα όλους τους καρπούς της φύσης με τα αρώματα της και πέρασα από παγωμένες πηγές πίνοντας το αθάνατο νερό κατευθείαν από τη Γη κι όχι κλεισμένο σε πλαστικά μπουκάλια, πλένοντας το πρόσωπο μου αμέσως έλαμψε. Εκεί ξαναγεννήθηκα, άφησα πίσω τη πίκρα μου να λιώσει σαν το χιόνι… και συνέχισα σε έρημα χωριά με σπίτια που είχαν ξυλόσομπες και όχι λεβητοστάσια, έκατσα κάτω από τη παχιά σκιά του γέρικου πλάτανου της πλατείας και λογιζόμασταν μαζί χιλιάδες ιστορίες από το παρελθόν, κλείνοντας τα μάτια τις έβλεπα να ξετυλίγονται μπροστά μου. Γνώρισα ανθρώπους με κούτελο καθάριο που με φίλεψαν με κάθε λογής καλούδια, εκεί έφαγα τη πιο ωραία πίτα, δοκίμασα τη πιο νόστιμη ντομάτα και ήπια το πιο γλυκό κρασί!
Συνέχισα σε μονοπάτια δύσβατα που μου είχαν υποδείξει οι βοσκοί, εκεί στις μεγάλες ανηφοριές που έκαναν κάθε μέρα παρέα με τα ζωντανά τους, χωρίς εξοπλισμό όπως έχω εγώ σήμερα, ούτε ακριβές ορειβατικές μάρκες και gps, παραμόνο ένα ξύλινο μπαστουνάκι από κρανιά κι με παπούτσια τρυπημένα είχαν γυρίσει βουνά ως εκεί που το μάτι δεν φτάνει… Εκεί ψηλά στις τραχιές κορφές είχα βάλει το στόχο μου να πάω, αυτό το όνειρο που είχα πλάσει ως παιδί ήθελα να το κάνω πραγματικότητα, να το ζήσω, να δω πως φαίνεται ο κόσμος από ψηλά, να δω πως βλέπουν τα πουλιά τον κάμπο.
Περνώντας μια ψηλή ράχη άρχισε επιτέλους να φαίνεται η κορυφή και η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει πιο δυνατά, μα δεν ήταν μόνη…τι κρίμα, κάποιος με είχε προλάβει φαίνεται κι ας πίστευα μέσα μου οτι θα είμαι ολομόναχος…
Πλησίασα δειλά, φαινόταν κουρασμένος λες και ταξίδευε από μέρες, κάτι φαίνεται να φτιάχνει…
“Γεια σου ξένε ! τι φτιάχνεις εκεί πέρα;”. “Πέτρινους πύργους φτιάχνω, μέσα εκεί χτίζω τα όνειρα μου. Δεν είμαι ξένος, ο εαυτός σου είμαι… σε περίμενα καιρό!”.