Κλιματική Βαρβαρότητα: Προσαρμογή σε έναν λάθος κόσμο.

Αναδημοσιεύσεις

Το κείμενο Κλιματική βαρβαρότητα: προσαρμογή σε έναν λάθος κόσμο (πρωτότυπος τίτλος Climate Barbarism: Adapting to a wrong world) δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 2022 στο περιοδικό Consellations (εδώ). Η μετάφραση έγινε από το blog coghnorti (wordpress.com) απ’ όπου και εμείς το αναδημοσιεύουμε.

Σημείωμα της Μετάφρασης

Με το κείμενο του Jacob Blumenfeld με τίτλο ‘Κλιματική Βαρβαρότητα Προσαρμογή σε ένα λάθος κόσμο’ εγκαινιάζουμε έναν κύκλο μεταφράσεων που θα εστιάσει στην κλιματική αλλαγή και στη σχέση της αφενός μεν με την δυναμική του πολιτισμού του κεφαλαίου στον 21ο αιώνα αφετέρου δε με την κριτική των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, όπως αυτή ανασυγκροτείται υπό τις νέες προοπτικές. Σκοπός είναι το παρόν και τα επόμενα κείμενα να αποτελέσουν μια ελάχιστη συμβολή στο βάθεμα της συζήτησης, καθώς στο ελληνόφωνο συγκείμενο, και μάλιστα ανεξάρτητα από πολιτικό προσανατολισμό, η όποια αντιπαράθεση περί κλιματικής αλλαγής μοιάζει να αδυνατεί να λάβει στοιχειωδώς υπόψη της τα επιστημονικά πορίσματα που αφορούν τόσο την δυναμική όσο και την κλίμακα του φαινομένου[2], έστω με τη μορφή των μετριοπαθέστατων ανακοινώσεων του IPCC, στις οποίες αποτυπώνεται αυτό που η διεθνής διακρατική κοινότητα αναγκάζεται, υπό την πίεση των πλέον αδιάσειστα τεκμηριωμένων δεδομένων, να παραδεχτεί πως λαμβάνει χώρα.

Ο Blumenfeld, με αφετηρία την ευσύνοπτη τυπολογία των Mann και Wainwright, θέτει το ερώτημα της κοινωνικής δυναμικής που ξεδιπλώνεται στον ορίζοντα της διαφαινόμενης κλιματικής απορρύθμισης, και των πολιτικών προταγμάτων που αναδύονται ή δύνανται να αναδυθούν σε μια τέτοια συγκυρία.

Παρόλο τον αναγκαία θεωρησιακό χαρακτήρα μιας τέτοιας διαπραγμάτευσης, μέσα από την επιχειρηματολογία που αναπτύσσει ο Blumenfeld τίθενται μια σειρά από ερωτήματα που θα μας απασχολήσουν έτσι κι αλλιώς τις δεκαετίες που έρχονται, είτε το θέλουμε είτε όχι.

Όπως γράφει ο Πάνεκουκ, “ο καπιταλισμός είναι μια ακέφαλη οικονομία, η οποία αδυνατεί να ρυθμίσει τη δραστηριότητά της μέσα από τη συνειδητοποίηση των επιπτώσεών της.” Συνεπώς, πώς θα καταφέρουμε να μπλοκάρουμε μόνιμα και οριστικά τη μηχανή της οικονομίας χωρίς να εγκλωβιστούμε κάτω από τα συντρίμμια της; Πώς θα καταφέρουμε να ανοίξουμε δρόμους για μια συλλογική ζωή που να μην έχει ως ορίζοντα την πορεία προς την καταστροφή των προϋποθέσεών της;

Εισαγωγή

Είναι πιθανό πως στις δεκαετίες που έρχονται το πρώτο θέμα συζήτησης θα είναι ο καιρός. Σήμερα, η συζήτηση για την κλιματική αλλαγή τείνει να αφορά τις επιπτώσεις που έχει στο φυσικό τοπίο και τις συνθήκες διαβίωσης, το ποιος ευθύνεται, καθώς και τους τρόπους με τους οποίους το φαινόμενο θα μπορούσε καλύτερα να μετριαστεί. Αυτές οι αντιπαραθέσεις έχουν αρχίσει να τελματώνουν. Όλοι γνωρίζουμε από πού προέρχεται η κλιματική αλλαγή, τι επιπτώσεις έχει και πώς θα μπορούσαμε να τη σταματήσουμε—αλλά είμαστε εγκλωβισμένοι σε μια πολιτική και κοινωνικοοικονομική τάξη πραγμάτων που καθιστά σχεδόν αδύνατο να αλλάξει κάτι πραγματικά χωρίς ριζική αλλαγή προτεραιοτήτων. Ένας τρόπος για να βγούμε από αυτό το αδιέξοδο είναι να επανεξετάσουμε το πρόβλημα τόσο στο ηθικό όσο και στο πολιτικό επίπεδο.

Ο θεωρητικός κλάδος της κλιματικής ηθικής ασχολείται κατά κύριο λόγο με τα δύο ακόλουθα ερωτήματα: (1) ποιες αρχές δικαιοσύνης οφείλουν να διέπουν τις διακρατικές διαπραγματεύσεις αναφορικά με τον βέλτιστο τρόπο μετριασμού της κλιματικής αλλαγής και προσαρμογής στις επιπτώσεις της (Caney, 2005, 2014· Bell, 2010· Gardiner, 2004· Jamieson, 1992, 2005· Moellendorf, 2015· Shue, 2014), και (2) σε ποιο βαθμό τα άτομα έχουν ηθικό καθήκον να αλλάξουν τη δική τους συμπεριφορά με γνώμονα τη ελάττωση της κατανάλωσης ορυκτών καυσίμων (Sinnott-Armstrong, 2005· Jamieson, 2010· Hiller, 2011· Schwenkenbecher, 2014· Cripps, 2013· Fragnière, 2016· Godoy, 2017). Παρόλο που δεν είναι χωρίς ενδιαφέρον, τα ερωτήματα αυτά δεν καταφέρνουν να θίξουν αποτελεσματικά τις νέες ηθικές προκλήσεις που θέτει η κλιματική αλλαγή στον άνθρωπο, εδώ και τώρα. Αποσυνδέοντας χρονικά και χωρικά αιτία και αποτέλεσμα, θύτη και θύμα, καθώς και πρόθεση και δράση, η κλιματική αλλαγή θέτει σε αμφισβήτηση τους συμβατικούς κανονιστικούς ορισμούς του τι σημαίνει να είναι κανείς πρόσωπο, δηλαδή να είναι υπόλογος απέναντι στους άλλους, να είναι υπεύθυνος για πρόκληση βλάβης, να είναι υπαίτιος, ακόμη και του τι σημαίνει να έχει κανείς στη διάθεσή του επιλογές που επηρεάζουν την πορεία των πραγμάτων (Gardiner, 2006, 2011· Jamieson, 2014· Page, 1999). Τα ρολσιανά [Rawlsian], ωφελιμιστικά και καντιανά ηθικά πλαίσια είναι ανεπαρκή· χρειαζόμαστε έναν νέο τρόπο να σκεφτόμαστε το Ανθρώπινο σε συνθήκες κλιματικής καταστροφής (Jonas, 1984), έναν τρόπο που λαμβάνει υπόψη του την εξάρτησή μας από συγκεκριμένες οικολογικές παραμέτρους που αφορούν την ανθρώπινη ευημερία, παραμέτρους που σήμερα, στο λεγόμενο «Ανθρωπόκαινο», καταστρέφονται.

Από τότε που μερικοί ειδικοί της στρωματογραφίας πρότειναν τον όρο κατά τη δεκαετία του 2000, το λεγόμενο «Ανθρωπόκαινο» διαδόθηκε αστραπιαία στην κοινωνική θεωρία. Σκοπός ήταν να προσδιοριστεί μια νέα γεωλογική εποχή, ειδοποιός διαφορά της οποίας είναι η ύπαρξη, στα ίδια τα ιζηματογενή στρώματα της γης, γεωλογικών ευρημάτων που οφείλονται στον άνθρωπο (Steffen et al., 2007). Κάποιοι κριτικοί θεωρητικοί (Malm και Hornborg, 2014) αντιτάχθηκαν στον όρο, υποστηρίζοντας ότι με τη χρήση του διαπράττεται το σφάλμα να καταδεικνύεται η ανθρωπότητα στο σύνολό της, δηλαδή ο Άνθρωπος ως τέτοιος, ως υπαίτιος φορέας για τη μη αναστρέψιμη καταστροφή των οικολογικών παραμέτρων της ολόκαινου εποχής. Είναι όντως, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι, το ανθρώπινο είδος στο σύνολό του ο φορέας αυτής της καταστροφής, ή πρέπει να διακρίνουμε κατηγορικώς διαφορετικούς τύπους της σχέσης του ανθρώπου με τη φύση; Αν ναι, με βάση ποιο κριτήριο πρέπει να γίνονται τέτοιες διακρίσεις; Με άλλα λόγια, ποιος είναι ο πρέπων τρόπος εξέτασης των αντικρουόμενων επιστημολογικών, μεταφυσικών και ανθρωπολογικών προσεγγίσεων ως προς στο περιβάλλον, όταν κρίνουμε την εγκυρότητα της έννοιας του Ανθρωπόκαινου; Ακολουθώντας τους Malm και Hornborg (2014), θεωρώ ότι μια ανταγωνιστική θεωρία της ανάπτυξης των ανθρώπινων κοινωνικών σχέσεων είναι ασύμβατη με οποιαδήποτε γενίκευση καθολικών χαρακτηριστικών του ανθρώπινου είδους σε σχέση με το περιβάλλον. Όμως, σε αντίθεση με τους προαναφερθέντες συγγραφείς, πιστεύω πως υπάρχει ακόμη χώρος για μια φιλοσοφική θεωρία του Ανθρωπόκαινου, όχι ως αιτιώδη-εμπειρική περιγραφή της ανθρώπινης κυριαρχίας στο οικοσύστημα, αλλά ως κανονιστική περιγραφή του τι σημαίνει να ζούμε μαζί σε έναν εύθραυστο πλανήτη.

Πώς όμως μπορούμε να δράσουμε από κοινού στο Ανθρωπόκαινο, δεδομένου του καθεστώτος της μόνιμης κρίσης, της έκτακτης ανάγκης και της καταστροφής; Υπάρχει η κοινή πεποίθηση ότι η πραγματική επίγνωση και αποδοχή του γεγονότος της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής (σε αντίθεση με την άγνοια ή την άρνηση) οδηγεί αυτόματα στην υιοθέτηση πολιτικών και ηθικών θέσεων που προασπίζονται τη συλλογική ανθρώπινη δράση, προς την κατεύθυνση της ελαχιστοποίησης της οδύνης για όλους και της προσαρμογής των ανθρώπινων κοινωνιών σε ένα μέλλον απαλλαγμένο από ορυκτά καύσιμα. Αυτό είναι λάθος. Ενάντια στην ιδέα ότι η επιστημονική επίγνωση των γεγονότων που αφορούν την κλιματική αλλαγή αρκεί για να λειτουργήσει ως έναυσμα κινητοποίησης για ένα κοινό ηθικό σχέδιο της ανθρωπότητας προς ένα ενοποιητικό κοινό καλό, υποστηρίζω ότι η συνειδητοποίηση του γεγονότος της κλιματικής αλλαγής μπορεί εξίσου καλά να αποτελέσει έναυσμα για την όξυνση των διαχωρισμών της ανθρωπότητας σε αντιεξισωτικές, ξενοφοβικές, ταξικά διαφοροποιημένες ζώνες ανταγωνιστικής επιβίωσης (Klein, 2019a· Parenti, 2011· Taylor, 2019). Θα ονομάσω αυτή την τάση ‘κλιματική βαρβαρότητα’ και θα προσπαθήσω να εξηγήσω τις εννοιολογικές της βάσεις.

Το παρόν άρθρο αποτελείται από δύο μέρη: το πρώτο είναι μια κριτική της μικρόνοιας που χαρακτηρίζει την κλιματική ηθική και το δεύτερο είναι μια συμβολή στην κλιματική πολιτική. Στόχος του πρώτου μέρους είναι να καταδείξει τη βαθιά σύνδεση μεταξύ ορυκτής οικονομίας και κλιματικής αλλαγής. Πρόκειται για μια δομική σύνδεση που φανερώνει όχι μόνο την ανεπάρκεια των επιμέρους λύσεων που βασίζονται στην αγορά, αλλά και τον ιδεολογικό τους χαρακτήρα. Εδώ, στηρίζομαι κυρίως σε άλλους οικολόγους μαρξιστές. Παράλληλα, θα ασκήσω κριτική σε ορισμένες τάσεις της κλιματικής ηθικής. Στο δεύτερο μισό του άρθρου ανεβαίνω επίπεδο ανάλυσης και εστιάζω στις διάφορες πολιτικοοικονομικές μορφές μέσω των οποίων διασυνδέονται κρατική δράση και καπιταλιστική δυναμική, όπως αυτές αναδύονται ως απαντήσεις στην κλιματική αλλαγή. Με βάση την ανάγνωση του Climate Leviathan (2018) των Mann και Wainwright, μαζί με ορισμένα πρόσφατα σχόλια της Naomi Klein (2019a), θα υποστηρίξω ότι οφείλουμε να λάβουμε πιο σοβαρά υπόψη μας μια υβριδική πολιτική μορφή προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, η οποία αποδέχεται πλήρως τη βίαιη πραγματικότητά της, ενώ ταυτόχρονα αρνείται κάθε μορφή αλληλεγγύης ως απάντηση στις επιπτώσεις της. Αποσαφηνίζοντας εννοιολογικά αυτή την πιθανότητα ως πραγματική απειλή, ελπίζουμε ότι θα είμαστε πιο έτοιμοι να την αναγνωρίσουμε στο μέλλον, ώστε να την αποφύγουμε.

Τη συνέχεια του κειμένου μπορείτε να την διαβάσετε στο Κλιματική Βαρβαρότητα: Προσαρμογή σε έναν λάθος κόσμο – Jacob Blumenfeld | coghnorti (wordpress.com)

Το κείμενο σε μορφή pdf μπορείτε να το κατεβάσετε από εδώ.