Στο άρθρο του προηγούμενου τεύχους για την ανησυχητική κατάσταση και τις μαζικές ξηράνσεις σε πολλά δάση στον ευρωπαϊκό χώρο, είχαμε υποσχεθεί ότι η συνέχεια θα περιλάμβανε μια σειρά άρθρων πάνω στην ελληνική περίπτωση. Σχεδιάζαμε να προσεγγίσουμε το θέμα ελληνικά δάση συνδυάζοντας διαφορετικές οπτικές, ώστε να σχηματίσουμε μια σχετικά γενική εικόνα. Με τη σκέψη ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για τα δάση και την αυταξία τους χωρίς να συμπεριλαμβάνουμε την ανθρώπινη δραστηριότητα σε αυτά. Αυτή η πολυποίκιλη δραστηριότητα των ανθρώπων στα δάση τους τελευταίους αιώνες διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην μορφή και την κατάσταση των διαφορετικών οικοσυστημάτων, τη βιοποικιλότητα που φιλοξενούν, την παρούσα κατάστασή τους και τις δυναμικές ανάπτυξής τους. Ανάλογα, δεν μπορούμε να μιλάμε για τη δασική εκμετάλλευση, ξεχνώντας τόσο το κοινωνικό πλαίσιο που αυτή συμβαίνει όσο και τις αντιλήψεις για τα δάση σε κοινωνικό, επιστημονικό και κυβερνητικό επίπεδο. Αυτά σκεφτόμασταν και θεωρούσαμε ότι υπάρχει αρκετός χρόνος να ξεδιπλωθούν σε μια σειρά κειμένων, έχοντας κατά νου ότι εδώ και αρκετές δεκαετίες τα ελληνικά δάση (με τη μεγάλη εξαίρεση των παραθαλάσσιων περιοχών) έχουν αφεθεί λίγο πολύ στην ησυχία τους. Οι πιέσεις που δέχονταν, είτε από τη οργανωμένη δασική εκμετάλλευση και τις συχνά παράνομες δραστηριότητες των τοπικών κοινωνιών, είτε από τις πυρκαγιές και άλλες φυσικές καταστροφές, υπερκεράζονταν από την εκπληκτική δυνατότητα αναγέννησης της ελληνικής φύσης. Και είναι αλήθεια ότι τα δάση στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες επεκτείνονται και πυκνώνουν ως βασική συνέπεια της εγκατάλειψης της υπαίθρου, της μικρής αγοράς ξύλου και της απαξίωσης της δασικής υπηρεσίας και των οργανωμένων διαχειριστικών πρακτικών. Ένας πραγματικός παράδεισος για τους εραστές της άγριας φύσης. Τέτοιοι λοιπόν και εμείς, εθελοτυφλώντας θεωρούσαμε ότι οι μηχανές της (πράσινης) ανάπτυξης δεν θα άγγιζαν τα δάση όπως είχαν κάνει ήδη με τις κορυφογραμμές και τα ορεινά ποταμιά. Αποδεχθήκαμε υπερβολικά αφελείς καθότι γνωρίζαμε με ποιους έχουμε να κάνουμε. Με μια κυρίαρχη τάξη που λυσσάει για νέα πεδία κερδοφορίας και δεν δίνει δεκάρα για τις συνέπειες των κερδών της στις κοινωνίες και τα οικοσυστήματα.
Οι διαδοχικές διακηρύξεις της νέας κυβέρνησης για τη διαχείριση των δασών και η επερχόμενη νομοθετική πρωτοβουλία έκαναν ξεκάθαρο ότι τα δάση έχουν στοχοποιηθεί ως ένας νέος επενδυτικός χώρος. Έτσι, με μια αίσθηση του επείγοντος, στα επόμενα άρθρα θα ασχοληθούμε με τα κυβερνητικά σχέδια, το λεγόμενο πρότζεκτ δάσος, προσπαθώντας όμως παράλληλα να μην ξεχάσουμε τους αρχικούς μας σκοπούς.
Το δάσος δεν είναι ένα σύνολο από μεγάλα δέντρα
Πριν προχωρήσουμε παρακάτω, θα επαναλάβουμε μια βασική θέση: Το δάσος δεν είναι απλά ένα σύνολο από μεγάλα δέντρα, το δάσος συνιστά ένα ολόκληρο σύμπαν, μια δυναμική κατάσταση που (ανα)παράγεται μέσα από το πλήθος των σχέσεων όλων των οργανισμών που συμβιώνουν και συνεξελίσσονται στο χώρο και σε βάθος χρόνου. Από το επίπεδο των μεγάλων δέντρων και θηλαστικών, μέχρι τους μύκητες και τους μικροοργανισμούς υφαίνεται ένα δίκτυο συμβιωτικών σχέσεων που επιτρέπει στο κάθε είδος να ευδοκιμεί, ενώ ταυτόχρονα συμβάλλει στη γενική λειτουργία του δάσους. Από τα παραπάνω προκύπτει και μια δεύτερη, εξίσου σημαντική, θέση: άλλο πράγμα τα αυτοφυή δάση όπως τα περιγράψαμε παραπάνω και άλλο οι καλλιέργειες δασικών ειδών. Οι μονοκαλλιέργειες δασικής πεύκης ή ερυθρελάτης που γεμίζουν την κεντρική ευρώπη, σε περιοχές εκτός της οικολογικής ζώνης εξάπλωσής τους, ονομάζονται καταχρηστικά δάση. Καθώς, εκτός από τα μεγάλα δέντρα, απουσιάζει αυτό το πλέγμα σχέσεων που δίνει στο δάσος πλούτο και την δυνατότητα να αυτόαναπαράγεται.
Τα υγιή δάση, χρειάζονται υγιείς αγορές
Αν προσέξουμε τους όρους με τους οποίους ξεδιπλώνεται το κυβερνητικό αφήγημα για τα δάση, βλέπουμε ότι παρά τις γαρνιτούρες για την προστασία των οικοσυστημάτων και τη βιο- ποικιλότητα, αντιμετωπίζει τελικά τα δάση ακριβώς ως ένα σύνολο από μεγάλα δέντρα που μπορούν να αποθηκεύουν CO2, προσφέρουν διάφορες κοινωνικές λειτουργίες και πάνω απ’ όλα μπορούν να παράγουν κέρδη. Καθόλου τυχαία, το ίδιο άλλωστε συμβαίνει και σε άλλους τομείς, ο κυβερνητικός λόγος αντανακλά τις θέσεις των μεγάλων πολυεθνικών που δραστηριοποιούνται στον τομέα της δασικής διαχείρισης και της βιομάζας (βλ. DRAX). Σύμφωνα λοιπόν με την DRAX, τα υγιή δάση, χρειάζονται υγιείς αγορές και ενεργή διαχείριση με αραιώσεις, καθαρισμό και αποψιλωτική υλοτομία. Τα ίδια λέει και η κυβέρνηση προσθέτοντας τα απαραίτητα για την προστασία από τον αρμαγεδένωνα της κλιματικής κρίσης. Μιλάνε για τα δάση λες και είναι φυτεμένα περιαστικά πάρκα τα οποία χρειάζονται καλλιεργητικές φροντίδες για να επιβιώσουν και ανά πάσα στιγμή είναι έτοιμα να αναφλεγούν λες και είναι πυριτιδαποθήκες. Τα ίδια αντηχούν ένα σωρό άσχετοι/ες και πονηροί/ες στα media και την τοπική αυτοδιοίκηση που βρήκαν στον καθαρισμό και την αραίωση των δασών την πανάκεια για τις πυρκαγιές. Σε κάθε περίπτωση, αυτή η ρητορική λειτουργεί προς όφελος της διείσδυσης του επιχειρηματικού κεφαλαίου στα δάση, από το επίπεδο των μεγάλων εταιριών που θα αναλάβουν τις μεγάλες δουλειές μέχρι και τους τοπικούς εργολάβους που αναλαμβάνουν υλοτομίες, καθαρισμούς, αντιπυρικές ζώνες κτλ.
Ιδιωτικοποίηση και εντατικοποίηση της δασικής εκμετάλλευσης
Η στόχευση του πρότζεκτ δάσος είναι ξεκάθαρη: ιδιωτικοποίηση όλων των δραστηριοτήτων που σχετίζονται με τη δασική διαχείριση, αναδιοργάνωση και εντατικοποίηση της δασικής εκμετάλλευσής, δημιουργία και πριμοδότηση μια νέας αγοράς που θα σχετίζεται με τη χρήση δασικής βιομάζας και τα δικαιώματα άνθρακα που μπορεί να παράγει η δασική διαχείριση, απαξίωση οποιαδήποτε ουσιαστικού δημόσιου επιστημονικού ελέγχου που έθετε αειφορικά πρότυπα στη δασική εκμετάλλευση. Όλη αυτή η πρωτοβουλία διαφημίζεται με δυο λέξεις κλειδιά: ανάπτυξη και κλιματική κρίση. Ανάπτυξη, η οποία θα έρθει με την ιδιωτικοποιημένη δασική εκμετάλλευση και κλιματική κρίση, η οποία απειλεί τα δάση μας και επιτάσσει άμεσα και δραστικά μέτρα. Τίποτα πρωτότυπο και σε αυτή την περίπτωση, η ίδια ρητορική που συναντήσαμε στην επέλαση των ΑΠΕ σε κορυφογραμμές και ποτάμια, μια επιστημονικοφανής αφήγηση προορισμένη να χαϊδεύει τα αυτιά των υπηκόων και να καταπραΰνει τους φόβους που η ίδια γεννάει — και το πιο σημαντικό, να διανοίγει πεδία κερδών για τις μεγάλες εταιρίες.
Ας δούμε όμως πιο συγκεκριμένα κάποιες πτυχές του εν λόγω σχεδίου: Αν και ο κυβερνητικός σχεδιασμός προβλέπει καταρχάς την αναδιοργάνωση των απαξιωμένων δασικών υπηρεσιών μέσα από ένα πρόγραμμα πρόωρων συνταξιοδοτήσεων και προσλήψεων, στην πραγματικότητα βαθαίνει την απαξίωσή της καθώς επιπλέον λειτουργίες της περνάνε σε ιδιώτες. Στην ουσία, για τις δασικές υπηρεσίες προβλέπεται ένας δευτερεύων ρόλος, ως ελεγκτικού μηχανισμού και εγκρίσεως των ιδιωτικών πρακτικών στα δάση. Κεντρικό ρόλο στη νέα κατάσταση θα διαδραματίζουν εταιρικά σχήματα ΣΔΙΤ (συμπράξεις δημόσιου ιδιωτικού τομέα) που θα συμμετέχουν ιδιώτες σε ποσοστό 50% μαζί με τους δασικούς συνεταιρισμούς, σχήματα που θα αναλαμβάνουν εξ ολοκλήρου τη διαχείριση δασικών τεμαχίων, η οποία θα περιλαμβάνει αναγκαστικά την συλλογή νεκρής βιομάζας και έργα πυρασφάλειας. Οι ιδιώτες μπορεί να είναι από εμπόρους και βιομηχανίες ξυλείας μέχρι βιομηχανίες που καίνε βιομάζα για ενέργεια και εταιρίες που εμπορεύονται δικαιώματα άνθρακα. Σημαντικό ρόλο στην ιδιωτικοποίηση της δασικής διαχείρισης διαδραματίζει και το μνημονιακό ΤΑΙΠΕΔ (Ταμείο Αξιο- ποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου) το οποίο μέσα τα προγράμματα Antinero 1, 2, 3 προκηρύσσει και αναθέτει έργα (π.χ. καθαρισμό δασών, αντιπυρικές ζώνες, δενδροφυτεύσεις) συχνά δίχως περιβαλλοντικές μελέτες.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η πυρασφάλεια και η αποτροπή πλημμύρας αποτελούν ήδη την κερκόπορτα για να καταστρατηγούνται με fast track όρους όλοι οι περιβαλλοντικοί κανονισμοί στο όνομα μιας υποτιθέμενης ή πραγματικής έκτακτης ανάγκης. Εδώ μπαίνει στο παιχνίδι και η πολιτική προστασία, η οποία θεσμικά έχει λόγο για τα πάντα και τη δυνατότητα στο όνομα της έκτακτης ανάγκης να παρακάμπτει ότι θέλει. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ότι τα δάση ανοίγουν ως ένα πεδίο για να κερδοφορούν οι εργολάβοι φίλοι της κυβέρνησης, αλλά και ότι τα έργα στα δάση χρησιμοποιούνται για τους εφήμερους επικοινωνιακούς χειρισμούς των κρατούντων. Το πρόσφατο παράδειγμα του καθαρισμού των ρεμάτων σε όλη την επαρχία μετά τις πλημμύρες του ντανιελ όπου εργολάβοι χωρίς καμία μελέτη μπήκαν να διανοίξουν τις κοίτες των ρεμάτων κόβοντας τα μεγάλα δέντρα και διαλύοντας όλη την παραποτάμια βλάστηση δείχνει τον τρόπο που γίνονται εδώ οι δουλειές. Τα ίδια γίνανε και στην πάρνηθα όπου συνεργεία δουλεύανε με μεγάλα μηχανήματα 1,5 χρόνο μετά τη φωτιά φτιάχνοντας κορμοδέματα σε μηδαμινές κλίσεις (!) καταστρέφοντας τα νεαρά φυντάνια που ξεπετάχθηκαν την επόμενη άνοιξη, όπως τις περισσότερες των περιπτώσεων συμβαίνει στα καμένα μεσογειακά οικοσυστήματα. Αυτό φυσικά δεν εμπόδισε τους κυβερνώντες να προβάλλουν και στις δυο περιπτώσεις το «αντιπλημμυρικό έργο».
Δασική εκμετάλλευση και βιομάζα
Σε ότι αφορά τις μεθόδους και τα ζητούμενα της ίδιας της δασικής εκμετάλλευσης, στο κέντρο του νέου σχεδιασμού βρίσκεται η εξαγωγή και η εμπορική χρήση της νεκρής βιομάζας των δασών. Ως νεκρή δασική βιομάζα εννοούνται αφενός όλα τα υπολείμματα της υλοτομίας που μέχρι σήμερα αφήνονταν στους χώρους υλοτόμησης και αφετέρου η βιομάζα που μπορεί να προκύπτει από εργασίες αραίωσης, κλάδευσης ή καθαρισμού των δασών. Αυτή η πρακτική της συστηματικής εξαγωγής βιομάζας συνιστά για την ελλάδα μια καινοτομία σε σχέση με το μοντέλο δασικής διαχείρισης που εφαρμόζεται τις τελευταίες δεκαετίες.
Στα πλαίσια του παλιού μοντέλου, στα λεγόμενα παραγωγικά δάση κάθε συστάδα υλοτομείται ανά 25-40 χρόνια. Στα δάση κωνοφόρων και οξιάς, η υλοτόμηση γίνεται επιλεκτικά με την αφαίρεση ενός ποσοστού γύρω στο 30% της δασικής βιομάζας. Αντίθετα στα δάση της δρυός, που στην Ελλάδα χρησιμοποιούνται σχεδόν αποκλειστικά για καυσόξυλα, η αποψιλωτική υλοτομία αποτελεί τη συνήθης πρακτική. Μια βάναυση πρακτική η οποία περιλαμβάνει την κοπή όλων των δέντρων και στηρίζεται στην ιδιότητα των πλατύφυλλων να πρεμνοβλασταίνουν. Χάρη σε αυτή, το δάσος μπορεί να αναγεννάτε μεν, ωστόσο οι οικολογικές συνέπειες όμως της αφαίρεσης όλων των μεγάλων δέντρων στην βιοποικιλότητα, την ανθεκτικότητα αλλά και από οικονομική σκοπιά στην παραγωγικότητα του οικοσυστήματος είναι πολύ μεγαλύτερες από την επιλεκτική υλοτομία. Σε κάθε περίπτωση, είτε μιλάμε για επιλεκτική είτε για αποψιλωτική υλοτομία, η υλοτομία αφήνει πίσω της πολλά υπολείμματα. Στα κωνοφόρας χρησιμοποιείται μόνο ο κεντρικός κορμός, ενώ για τα καυσόξυλα οι κορμοί διαμέτρου τουλάχιστον 10 εκατομ., όλα τα υπόλοιπα τμήματα του δέντρου αφήνονται στο πεδίο. Θα μπορούσε να πει κάποιος αφού κόβουμε που κόβουμε τα δέντρα ας τα χρησιμοποιούμε τουλάχιστον ολόκληρα, Και όντως αυτό το επιχείρημα ακούγεται εύλογο και περιβαλλοντικά ορθό. Όμως τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι.
Η νεκρή βιομάζα διαδραματίζει πολλαπλούς ρόλους στο δάσος. Αποτελεί τη βασική του τροφή σε ένα κυκλικό/ αυτότροφο σύστημα, όπου οι οργανικές ουσίες που βρίσκονται στην νεκρή βιομάζα αφού αποσυντεθούν από μύκητες και άλλους μικροοργανισμούς ξαναγίνονται διαθέσιμες για τα φυτά στο έδαφος. Παράλληλα, προφυλάσσει από τη διάβρωση σε περιπτώσεις ισχυρών καταιγίδων, δημιουργεί το κατάλληλο μικροκλίμα για την ανάπτυξη των νεαρών φυντανιών και ταυτόχρονα αποτελεί ενδιαίτημα για μια σειρά μικρά ζώα, έντομα και μύκητες που διαδραματίζουν το καθένα το ρόλο τους στο πλέγμα των συμβιωτικών σχέσεων στο δάσος.
Οικολογική υποβάθμιση, μαφιοζοποίση και στο βάθος ιδιωτικές μονοκαλλιέργειες δασικών ειδών
Στο βαθμό που θα προχωρήσουν τα κυβερνητικά/εταιρικά σχέδια, το σίγουρο είναι ότι μεσοπρόθεσμα θα επηρεαστεί δραματικά η κατάσταση και η δυναμική των ελληνικών δασών. Κοιτώντας τι γίνεται στο εξωτερικό μπορούμε να προεικονίσουμε τις συνέπειες. Η εκμετάλλευση των δασών πέρα από τις δυνατότητές τους, θα φέρει οικολογική υποβάθμιση, απώλεια βιοποικιλότητας και σταδιακή αντικατάσταση των αυτοφυών δασών με μονοκαλλιέργειες δασικών ειδών (γιατί όχι και γενετικά μεταλλαγμένων;) υπό τον έλεγχο των εταιριών. Η κυβέρνηση φυσικά υποστηρίζει ότι όλα θα συμβούν μέσα από τα πιο αυστηρά αειφορικά πρότυπα διαχείρισης και εμείς φυσικά έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι τα πράγματα δεν θα γίνουν καθόλου έτσι. Η ελληνική ιδιαιτερότητα είναι ο ένας αλλά όχι ο μοναδικός, καθώς υπάρχει άφθονη διεθνής εμπειρία ανεξέλεγκτης δασικής εκμετάλλευσης.
Ο κανόνας και η λογική λένε ότι όπου ανοίγει η αγορά ξυλείας και δασικής βιομάζας, αυξάνουν προοδευτικά οι ανάγκες για πρώτη ύλη. Στην συνέχεια, καθώς η ποσότητα της δασικής εκμετάλλευσης θα πρέπει να εναρμονίζεται με τις αυξανόμενες ανάγκες τις βιομηχανίας, οι αειφορικοί κανονισμοί δασικής εκμετάλλευσης τηρούνται όλο και λιγότερο. Τελικά, επειδή σχεδόν πάντα τα συμφέροντα της αγοράς προηγούνται, πόσο μάλλον όταν ένα συγκεκριμένο δάσος θα βρίσκεται υπό τη διαχείριση μιας συγκεκριμένης βιομηχανίας όπως προβλέπει ο νέος σχεδιασμός, τα οικοσυστήματα υποφέρουν. Στο πεδίο, είτε θα βρεθούν πρόθυμοι δασικοί υπάλληλοι (με το καλό ή το κακό) να εξυπηρετήσουν ότι αυτά τα συμφέροντα δεν θα περιορίζεται από κανονισμούς αειφορίας, είτε οι δασικοί συνεταιρισμοί μαζί με κάποιους από αυτούς θα μετατραπούν σε ένα είδος μαφίας του ξύλου, είτε η κανονική μαφία θα διεισδύσει στον τομέα. Αν κρίνουμε από το πως γίνονται γενικά οι δουλειές σε αυτή τη χώρα, το σενάριο μαφιοζοποίηση της δασικής διαχείρισης μοιάζει πολύ πιθανό. Τέτοια είναι η κατάσταση ήδη στην ρουμανία, την μεγαλύτερη ξυλοπαραγωγική χώρα της εε, όπου περίπου το 50% της παραγωγής ξυλείας αποτελεί προϊόν λαθροϋλοτομίας, σε μια αλυσίδα παραγωγής που φτάνει από τις τοπικές μαφίες των δασικών συνεταιρισμών που αναλαμβάνουν εκτός από τις υλοτομίες και τη «συμμόρφωση» απείθαρχων ντόπιων και δασικών υπαλλήλων, μέχρι τα γιγαντιαία εργοστάσιο επεξεργασίας ξυλείας και την IKEA που αγοράζει από αυτά.
Η συστηματική της εξαγωγή δεν αποτελεί αειφορική πρακτική
Η συστηματική εξαγωγή της νεκρής βιομάζας μέσω κλαδεύσεων, αραιώσεων και συλλογής των νεκρών δέντρων και των υπολλειμάτων της υλοτομίας καθώς αφαιρεί διαρκώς οργανική ουσία από ένα αυτόνομο κυκλικό σύστημα, έχει ως μεσοπρόθεσμο αποτέλεσμα να φτωχαίνουν τα εδάφη και να μειώνεται σταδιακά η ανθεκτικότητα και η παραγωγικότητα του δάσους. Ήδη στη λιθουανία μετά από μια εικοσαετία εντατικής εξαγωγής βιομάζας έχει παρατηρηθεί η μείωση του διαθέσιμου αζώτου Ν (βασικό στοιχείο για την ανάπτυξη των φυτών) αλλά και η οξίνιση στο έδαφος. Εκεί ήδη έχουν ξεκινήσει πρακτικές λίπανσης των δασών με αζωτούχα λιπάσματα και στάχτη. Καταλαβαίνουμε πολύ καλά ότι στο τέλος αυτής της διαδικασίας βρίσκεται η αντικατάσταση των άγριων και αυτοφυών δασών, τα οποία είτε θα μαραθούν από την υπερεκμετάλλευση, είτε θα κριθούν οικονομικά ασύμφορα σε σχέση με ταχυαυξείς και πολύ πιθανόν γενικά μεταλλαγμένες μονοκαλλιέργειες (συμβαίνει ήδη μαζικά στην κίνα και πειραματικά στις ηπα). Καλλιέργειες δασικών ειδών που δεν μπορούν να επιβιώσουν χωρίς την ανθρώπινη παρέμβαση, αλλά καθώς θα είναι υπό τον έλεγχο των καλών μας εταιριών θα συμβάλλουν στην λογιστική κλιματική ουδετερότητα και στην ανάπτυξη.
Η καύση βιομάζας δεν αποτελεί ΑΠΕ
Έχει αποδειχθεί ότι αρκετές τεχνολογίες που χαρακτηρίζονται ΑΠΕ (πχ τα βιομηχανικού τύπου αιολικά πάρκα) κάθε άλλο παρά ανανεώσιμες μορφές ενέργειας είναι. Είναι τέτοιος ο κύκλος εργασίας και τα υλικά που απαιτούν η παραγωγή, η εγκατάσταση, η λειτουργία και τελικά η ανακύκλωσή τους (όταν και αν αυτή συμβαίνει) που ανταγωνίζονται σε περιβαλλοντική βλαπτικότητα τις παραδοσιακές μορφές παραγωγής ενέργειας με καύση υδρογονανθράκων. Η υπαγωγή στις ΑΠΕ της καύσης βιομάζας για παραγωγή ενέργειας είναι ίσως η πιο προκλητική αντιστροφή της πραγματικότητας σε αυτό το θέατρο. Και εδώ η εμπειρία του εξωτερικού είναι διδακτική. Ένα εργοστάσιο παραγωγής ενέργειας που καίει βιομάζα, αν και στην αρχή διαφημίζεται ότι θα καίει τα υπολείμματα της βιομηχανίας ξύλου μαζί με ενεργειακά φυτά και υπολείμματα αγροτικής εκμετάλλευσης, στην πορεία καταλήγει να καταναλώνει ολόκληρα δέντρα. Η εμπειρία της βόρειας ευρώπης και της Αμερικής αυτό δείχνουν ξεκάθαρα. Οι ανάγκες για βιομάζα αυξάνουν και τελικά το ξύλο γίνεται συστατικό κομμάτι της πρώτης ύλης και όλα αυτά τα ξύλα από κάπου πρέπει να κοπούν. Αν υπάρχουν παρακείμενα δάση, είναι αυτά που θα δεχθούν την επιπλέον πίεση, αν όχι η ξυλεία θα πρέπει να εισαχθεί σε μορφή πέλλετ. Αυτό κάνει το ηνωμένο βασίλειο εδώ και κάποια χρόνια, εισάγει τεράσειες ποσότητες ξυλείας από τον καναδό, τις Ηπα, την εσθονία, τη ρουμανία και αλλού. Συμπυκνωμένη, όλη η υποκρισία της ρητορικής για περιορισμό των εκπομπών του CO2. Η περιβαλλοντική πολιτική της βρετανίας για ισοσκελισμό των εκπομπών της σε CO2 προϋποθέτει τον κόψιμο γιγαντιαίων εκτάσεων δέντρων, τα οποία ως γνωστών όντας ζωντανά απορροφούν CO2.
Μικρή παρέκβαση για τις φωτιές
Το θέμα πυρκαγιές στην ελλάδα, εκτός από ένα σύνθετο οικολογικό και κοινωνικό φαινόμενο, ενδημικό στα μεσογειακά οικοσυστήματα, έχει αναδειχθεί ως ένα προνομιακό πεδίο για την κρατική διαχείριση. Αφενός, επειδή πρόκειται για ένα θέμα αρκετά ευαίσθητο και συναισθηματικά φορτισμένο για την πλειοψηφία του πληθυσμού, άρα και ιδανικό για την προπαγάνδα η οποία τα τελευταία χρόνια ειδικεύεται στο να διασπείρει φόβο και να υπόσχεται προστασία. Αφετέρου, γιατί η καμένη δημόσια γη εύκολα μετατρέπεται σε χώρο για ιδιωτικές επενδυτικές πρωτοβουλίες, ενώ κάτι ανάλογο συμβαίνει με την πυρασφάλεια και τα αντιπλυμμηρικά έργα. Για τις αιτίες των πυρκαγιών, η προπαγάνδα συντονίζεται σε δυο βασικές ιδέες: η μια περιστρέφεται γύρω από την κλιματική κρίση, η οποία υποτίθεται ότι έχει αλλάξει δραματικά τους όρους εξέλιξης μιας πυρκαγιάς και η άλλη δείχνει προς τη μορφή των δασών με την ανεξέλεγκτη τους βλάστηση, τα οποιά παρομοιάζονται με πυριτιδαποθήκες. Με τέτοιες αιτίες και διαρκείς μηντιακές ενέσεις τρομοκρατίας, οι απαντήσεις μοιάζουν προφανείς: ακόμη περισσότερες ΑΠΕ και ενεργή δασική διαχείριση. Όταν όμως το 90% των πυρκαγιών οφείλονται σε ανθρώπινη πρόθεση ή αμέλεια, όταν η όποια αποτελεσματικότητα της δασοπυρόσβεσης έχει υποβαθμιστεί δραματικά μπροστά στην επικοινωνιακή διαχείριση της καταστροφής, μάλλον γι’ αυτά θα έπρεπε να συζητάμε και όχι για τα κλαδιά στους υποόροφους των δασών.
Επίλογος
Η διαφαινόμενη επίθεση στα ελληνικά δάση αποτελεί μέρος μια παγκόσμιας τάσης που θέλει οτιδήποτε ζωντανό να περνάει μέσα από τον έλεγχο των εταιριών και του κράτους (που στην ουσία είναι το κράτος των εταιριών) και να αξιοποιείται ως φυσικός πόρος προς εκμετάλλευση. Από το επίπεδο των γονιδίων, μέχρι και αυτό των μεγάλων οργανισμών, οι διαδικασίες της ζωής περιφράσσονται, ελέγχονται και ιδιωτικοποιούνται με επιταχυνόμενους ρυθμούς. Οι μεγάλες εταιρίες γενετικής, οι οποίες μέσω του λόμπινγκ ελέγχουν τις κυβερνητικές αποφάσεις, ενορχηστρώνουν αυτή τη διαδικασία και παράγουν υπερκέρδη υποσχόμενες μια υπερ-φύση και έναν υπερ-άνθρωπο. Στην πραγματικότητα οργανώνουν μια τεχνολογική νεοφεουδαρχία ή νεοφασισμό, όπου η ζωή δεν θα μπορεί να υπάρξει χωρίς την μεσολάβησή τους. Για το νέο παράδειγμα, η ίδια η ύπαρξη της άγριας ζωής εκτός από πεδίο κερδοφορίας συνιστά ένα ανεπίτρεπτο σκάνδαλο, γι’ αυτό και συκοφαντείτε ως επικίνδυνη, νοσογόνα και ατελής. Ακριβώς γιατί δείχνει ότι η ζωή για να υπάρχει σε όλο της τον πλούτο δεν χρειάζεται ούτε τον κρατικό έλεγχο, ούτε τον βιομηχανικό πολιτισμό και τις τελευταίες του εφαρμογές.