«Σαν πάτησαν πρώτη φορά στα Άγραφα οι πρόγονοί μας, σφίχτηκε η καρδιά στον κόρφο τους. Σταυροκοπήθηκαν καθώς τα μάτια περιπλανήθηκαν στις δασωμένες με έλατα πλαγιές και τις γυμνές απότομες βουνοκορφές, στους βράχους που κρέμονταν καταμεσής του λόγγου. Συνηθισμένοι καθώς ήτανε στα ομαλά υψώματα που είχαν προ πολλού υποταχθεί στο χέρι του ανθρώπου, εδώ σάστισαν αντικρίζοντας έναν τόπο άγριου μεγαλείου. Άκουγαν τους αγέρηδες που φύσαγαν μανιασμένοι καθώς αναμετρούνταν με τα φουσκωμένα ανοιξιάτικα ρυάκια· πέρναγαν από ξέφωτα γεμάτα ρίγανη, στεφανωμένα με πουρνάρια, κι έβλεπαν τις βελανιδιές να μπλέκονται με τις οξιές και τις αγριοκερασιές σε αλλόκοτα συμπλέγματα. Κρύβονταν από τις ομίχλες που κατέβαιναν πυκνές, σύννεφα ολόκληρα που σκέπαζαν τον τόπο. Κι αυτό που πάνω από όλα τους έκοβε την ανάσα ήταν οι καταιγίδες που σάρωναν τον τόπο με αστροπελέκια, που στον απόηχο απ’ το φως τους θαρρείς πως έβλεπες τις βουνοκορφές να κουνιούνται, να τεντώνονται.
Πέρασαν όμως τα χρόνια και οι άνθρωποι ξεδίψασαν με παγωμένο ανοιξιάτικο νερό από σκιερές πετρόβρυσες, σήκωσαν γερά σπίτια και καλύβια με λιθάρια που έλυναν τα χέρια των μαστόρων και βάφτισαν τα παιδιά τους στην πνοή του αγέρα. Κι έτσι, καθώς τα κόκαλά τους ανακατεύτηκαν σιγά σιγά με αυτά του βουνού σε ένα άλυτο κουβάρι, καθιερώθηκε τούτη η παράδοση: πριν το μεσοκαλόκαιρο να ανεβαίνουμε αποβραδίς ως πάνω στην Καράβα, ψηλότερα κι από τις θερινές στάνες των τσελιγκάδων με τα περήφανα τσοπανόσκυλα, στο σπανό. Με μπάτσες από πουρναρόξυλο ζωσμένες στην πλάτη, να ανάβουμε τούτες τις φωτιές που φαίνονται ως πέρα στην Ευρυτανία – καμιά φορά μας απαντάνε αυτοί με δικές τους λαμπάδες.»
Αυτά μου διηγήθηκαν εκείνη τη νύχτα δυο ντόπιοι νεαροί Σπιρελιώτες, καθώς καθόμασταν στο φως από τις θεόρατες πυρές. Σαν πέρασαν τα μεσάνυχτα μαζεύτηκαν τρεις ηλικιωμένες λεβέντισσες κι έριξαν με κιούπια νερό απ’ τη ράχη -κρούσταλλο σκέτο, όπως είχε μάθει το στόμα μου πρωτύτερα- απάνω στις φλόγες, έτσι που θόλωσε ο τόπος.
«Τούτο είναι για τις ομίχλες που μας κρατάνε γερούς από αρρώστιες» είπε η μια. «Να ξέρεις, αν τύχει και πάρει ν’ ανεβαίνει το χτικιό προς τα χωριά του τόπου, το βουνό σηκώνει πυκνή καταχνιά ολόγυρα από τους οικισμούς, τέτοια που δεν βλέπεις ούτε στα δύο μέτρα. Μπερδεύεται η ανάσα της αρρώστιας μέσα στην ομίχλη και χάνεται μες στις χαράδρες, εκεί που δεν μπορεί να βλάψει κανέναν.»
Μια-δυο ώρες αργότερα, είδα έναν γέρο μαδημένο απ’ τα χρόνια που έβγαλε δυο στριφτά τσιγάρα, άφιλτρα, και τα έθαψε σε έναν φρεσκοσκαμμένο λάκκο· τον ακολούθησαν κι άλλοι, μέχρι που γέμισε η τρύπα. Καθώς τη σκέπαζαν με σκούρο χώμα ο γέροντας μου είπε για αυτό το πρόσφατο έθιμο:
«Μια φορά, πριν κάποιες δεκαετίες, στρατιώτες είχαν πάρει στο κυνήγι ένα δάσκαλο – άλλοι καιροί τότε, άγριοι. Αυτός είχε ριχτεί στα ρουμάνια γύρω από το Βλάσσι, πέρασε τον Άγιο Νικόλαο και βγήκε στα Στουρνέα – που ακόμη σε πιάνει ζαλάδα αν κοιτάς από την άκρη του χαλιά. Κάπου εκεί στην στράτα, τον έζωσαν οι διώκτες του κι από τις δυο μεριές. Αυτός απελπισμένος, έταξε στο βουνό το μόνο πράγμα που είχε πάνω του, την ασημένια ταμπακιέρα, και πήδηξε στο γκρεμό, να μην τον πιάσουν. Τον άρπαξε τότε ένας αγέρας πανίσχυρος και τον κατέβασε ως κάτω, πετώντας τον με σύνεση σε κάτι φουντωμένα βάτα, ανέγγιχτα για χρόνια από γίδια· έτσι σώθηκε ο δάσκαλος με κάτι γρατζουνιές μονάχα. Κι όταν είδε πως η ταμπακιέρα ήταν άφαντη, πότισε με δάκρυα δέους το βουνό.»
Είχε ξημερώσει πια για τα καλά και πήραμε να κατεβούμε στο χωριό. Έπιασαν να τραγουδάνε οι Σπιρελιώτες, έτσι που γέμισαν οι αετοφωλιές με φωνές. Στην πλαγιά απέναντι μου έδειξαν έναν θεόρατο ξερό κορμό, κατάμαυρο, και μου είπαν τα εξής:
«Πάει πάνω από αιώνας τώρα, από όταν λούφαξε στα μέρη μας ένας χειμώνας λυσσασμένος, που τέτοιον δεν ξαναείδε ο τόπος. Ένα βράδυ τρεις Πετριλιώτες βρέθηκαν στον πηγαιμό για το Τριζόλο, με δυο μέτρα χιόνι στρωμένο. Σαν πέρασαν από εδώ ξαστέρωσε και έπιασε τέτοια παγωνιά που πάγωνε η ανάσα τους. Δίχως τρόπο να ανάψουν φωτιά -δεν είχαν μαζί τσακμάκι και ίσκα- θα είχαν κρυσταλλώσει σίγουρα, θα τους έβρισκαν κοκαλωμένους την άνοιξη. Όμως σαν βγήκε το φεγγάρι από το βουνό, έπεσε από τον ξάστερο ουρανό αστροπελέκι πάνω σε μια ξερή βελανιδιά. Λαμπάδιασε αυτή και πήρε να αργοκαίγεται. Έτσι ήταν που οι οδοιπόροι πέρασαν εκεί τη νύχτα και σώθηκαν.»
*Ο Χρυσόστομος Τσαπραΐλης γεννήθηκε στη Λάρισα το 1984 και μεγάλωσε στην Καρδίτσα. Έχει εκδώσει τα βιβλία “Παγανιστικές δοξασίες της θεσσαλικής επαρχίας” (Αντίποδες, 2017), “Γυναίκες που επιστρέφουν” (Αντίποδες, 2020), “A Plot of Earth and Other Tales” (Mount Abraxas, 2022), “Το κατέβασμα του φεγγαριού” (Ίκαρος, υπό έκδοση) και έχει μεταφράσει το “Teatro Grottesco” του Thomas Ligotti (Αντίποδες, 2023) και διηγήματα της Shirley Jackson (Μεταίχμιο, υπό έκδοση).