Ήμασταν πολλά. Ήμασταν αποφασισμένα. Ήμασταν οργισμένα.
Είχαμε δώσει ραντεβού στη βάση της. Ακριβώς την ώρα που πέφτει ο ήλιος. Την ώρα που η υγρασία αναδύεται από τη γη.
Είχε έρθει ο καιρός. Εγώ θα ξεκινούσα πρώτος. Ξέραμε ότι δεν υπήρχε γυρισμός μετά. Μαζί με εκείνη, θα πέσουμε κι εμείς και θα γίνουμε ένα με το χώμα. Άξιζε τον κόπο.
Έκανα την πρώτη ανάβαση, δοκιμαστική. Το σάλιο κόλλαγε αρκετά σε αυτό το απαίσιο άσπρο μέταλλο. Έδωσα σήμα με τις κεραίες μου να ξεκινήσουν και τα άλλα. Σιγά, σιγά το έδαφος άρχισε να κινείται, προς μία κατεύθυνση, σα μία συντονισμένη μάζα, σαν ένα σώμα.
Εγώ είχα φτάσει πλέον σχεδόν στην κορυφή. Κάθε λίγο, οι έλικες περνούσαν από κοντά μου δημιουργώντας ένα ωστικό κύμα που σχεδόν θα με έριχνε κάτω. Άκουγα τα τριξίματα της. Πρέπει να ήμασταν ήδη μερικά εκατομμύρια πάνω της. Φτάνοντας στην κορυφή θα έπρεπε να περιμένουμε, μέχρι τουλάχιστον να μας καλύψουν τα υπόλοιπα ώστε να γίνουμε μία συμπαγής μάζα. Αυτό θα ήταν αρκετό σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας. Ωστόσο ήταν ριψοκίνδυνο διότι είναι δύσκολο να παραμείνεις σε αυτή την επιφάνεια με άλλα από πάνω σου.
Η γεννήτρια έμοιαζε να άλλαζε χρώμα από μακριά. Μαζί με το σούρουπο που ερχόταν, έτσι κι αυτή φάνηκε να σκοτεινιάζει. Στην κορυφή αυτού του επιβλητικού βουνού, μάλλον όλα τα όντα θα μπορούσαν να δούνε τι συμβαίνει. Το ζήτημα είναι ηθικό είπαν. «Θέλουμε το σπίτι μας πίσω!»
Ξαφνικά ένα κρακ ακούστηκε που αντιλάλησε σε όλο το φαράγγι από κάτω. Μετά σιωπή. Όμως εαν ήσουν προσεκτικός, μπορούσες να διακρίνεις μία μικρή κίνηση. Μία κίνηση προς τα εμπρός, σαν ένα γέρο που σκύβει την πλάτη από τα χρόνια που κουράστηκε. Σιγά, σιγά η κίνηση επιταχυνόταν μέχρι το εκκωφαντικό ήχο της πτώσης.
Μετά σιωπή…
Ή, μάλλον, ησυχία. Όπως πριν.