Aυτή η ιστορία είναι μια ιστορία απ΄το μέλλον, όπου η παράδοση των παραμυθιών επιβιώνει ακόμα όπως και τα βουνά. Οι παραμυθούδες των χωριών της Αργιθέας ανταμώνουν στις κεντρικές πλατείες και τη λεν’ στα μεγάλα και στα μικρά παιδιά που μαζεύονται γύρω τους..Είναι η ιστορία για το πώς πήρε τ’ όνομα της η θέση Αέρας- Αφεντικό στα Αγραφιώτικα βουνά. Κι είναι τόσο μεγάλη, που δεν τελειώνει εδώ.
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας πλούσιος, ένα Αφεντικό. Ο πλούσιος, που από δω και πέρα θα τον λέμε μόνο Αφεντικό, είχε μάθει από παιδί πολύ μικρό, πως κάθε φορά που θα λέει ένα ψέμα, κάτι θα γίνεται δικό του.. κάτι από το βουνό..
Επτά χρονών παιδί ήταν όταν πρωτόρθε στον τόπο μας και ο πατέρας του, του έδωσε να βαστάει μια πέτρα.
– Τι χρώμα έχει αυτή η πέτρα; τον ρώτησε.
– Γκρι, απάντησε το παιδί.
– Κάθε φορά που θα λες ένα ψέμα, κάτι θα γίνεται δικό σου, τον δασκάλεψε ο πατέρας και ξαναρώτησε :
– Τι χρώμα έχει αυτή εδώ η πέτρα ;
– Κόκκινο, απάντησε το παιδί, κι έτσι κράτησε στο χέρι του την πρώτη του πέτρα.
Από τότε, πολλές πέτρες, πολλά ζώα και πολλά φυτά έχει αρπάξει τ’ Αφεντικό απ’ τα βουνά. Τ’ αληθινά τους χρώματα έκλεψε και τα κανε θαμπά, τα όνειρα της μέρας μας, τα έκανε θολά και τα όνειρα της νύχτας μας εφιαλτικά.
Τα πυκνόδεντρα δάση και τις ολάνθιστες πλαγιές, τα έκανε να μοιάζουν με λίμνες ξερές σε πλανήτη ακατοίκητο. Σαν μια τεχνητή έρημο που κατοικείται από ρομποτ.Από τη Δύση μέχρι την Ανατολή, φάνηκαν σκαμμένα βουνά, στερεμένα ποτάμια, μεταλλικές κατασκευές και μηχανήματα.Σαν ψηφιακός πίνακας. Τα έχει κάνει όλα αυτά το Αφεντικό και ήθελε- κι ακόμα θέλει- στο Βορρά να απλώσει το χρήμα και το ψέμα του.
Ήταν εκείνη η μέρα, που χάραξε νωρίτερα και σκοτείνιασε παντοτινά. Το Αφεντικό βρίσκονταν στη νότια μεριά των βουνών μας, όπου οι ήχοι από τα μηχανήματα δεν άφηναν ούτε το δειλινό να κάνει τη δουλειά του. Έσφιξε την πέτρα στη χούφτα του και με μια ευχή, ξεκίνησε για το Βορρά : Όλα Δικά του να ναι. Δικές του οι πέτρες, Δικά του τα σπίτια μας, Δικά του τα χώματα, Δικά του τα σώματα – των ζώων, τα Δικά μας- Δικά του. Τα χρώματα; Δικά του κι αυτά! Δικά του και ψεύτικα, όπως τα δέντρα στις οθόνες των ανθρώπων της πόλης.
Που να ξερε τι τον περιμένει..Κι όχι μονάχα αυτόν αλλά και όλους τους πλούσιους που ξεκίνησαν εκείνη τη μέρα για το Βορρά. Μέρα ανηφορική, όμως δεν ήταν μόνος.. Τα σχέδια ήταν πολλά και τα χρήματα ακόμα περισσότερα..Κι έτσι, άρχισαν να ανεβαίνουν.
Τα χιόνια είχαν λιώσει και νόμιζαν ότι θα κινηθούν με ευκολία στους δρόμους που οι ίδιοι είχαν ανοίξει, ξεκοιλιάζοντας το βουνό. Είχαν και κάτι ηλεκτρονικούς χάρτες μαζί, χωρίς τους οποίους δε θα ήξεραν μήτε κατά που πέφτει ο τόπος μας, μήτε και πώς λέγεται, μόνο θα μπορούσαν να κάνουν ο ένας στον άλλο τον καμπόσο για τη γνώση του εδάφους μας. Ούτε μπορούσαν βέβαια, να μυρίσουν την άνοιξη στα πρώτα της φεγγάρια και να καταλάβουν έτσι ότι τα χιόνια θα λιώσουν. Οι πλούσιοι ξέρουν μόνο να μυρίζουν το χρήμα και να συμβουλεύονται τους μετερεωλόγους.
Ο ουρανός αγριεμένος ξεχνούσε την άνοιξη που είχε ανατείλλει. Όσο η ώρα περνούσε, σκοτείνιαζε και σκοτείνιαζε, σαν ένα σμήνος από μαύρα κοράκια να θέλει να τον πνίξει. Το κρώξιμο έδιωξε απ’ το μυαλό μονάχα ο κεραυνός, μοναδική πηγή φωτός, που έσπασε τον κόσμο στα δύο. Αιώνια νύχτα- Αιώνια μέρα- κανείς τους δε μπορούσε πια να ξεχωρίσει τη διαφορά.
Κι έτσι, άρχισαν να φεύγουν ένας -ένας, όπως κάνουν τ’ αφεντικά, αρκεί να πιστέψουν ότι αυτά που έχουν να χάσουν είναι περισσότερα απ΄αυτά που θα κερδίσουν. Το βουνό τους ξεπροβόδισε με μια καταιγίδα που μόλις είχε ξεσπάσει.
Έχει κι αυτό, βλέπετε, τον τρόπο του να μιλάει…
Όλοι έφυγαν, εκτός από έναν – τον πλούσιο- Αφεντικό που θέλει να κάνει
Δικό του όλο το βουνό.
Κατέβηκαν με δρασκελιές
κι οι τρόμοι ζωντανεύουν
πουλιά χτίζουν ξανά φωλιές
στους πλούσιους αγριεύουν.
Το Αφεντικό όμως έμεινε
και είδε στο όνειρό του
ότι κρατούσε σαν παιδί
στο χέρι το βουνό Του.