Μια φορά κι έναν καιρό στα ξακουστά βουνά των Αγράφων ζούσαν δύο πουλιά, δύο αηδόνια, το μαύρο και το κόκκινο αηδόνι.
Τα δύο πουλιά ήταν πολύ αγαπημένα παρότι είχαν χτίσει τις φωλιές τους σε αντικριστές κορυφές του βουνού, καθώς το ένα αηδόνι, το κόκκινο, ήταν του βορρά και το άλλο αηδόνι,το μαύρο, ήταν του νότου.
Το κόκκινο αηδόνι έστελνε κάθε μέρα τα ζώα του βουνού για να προσέχουν το μαύρο αηδόνι.
Όταν έρχονταν το κόκκινο αηδόνι απ΄ το βορρά στο νότο, το μαύρο αηδόνι έστρωνε με τριαντάφυλλα τα σύννεφα του ουρανού για να το υποδεχτεί.
Το μαύρο αηδόνι μάζευε τα πιο όμορφα ολάνθιστα κλωνάρια του βουνού και τα δώριζε στο κόκκινο.
Όταν συναντιόσαντο τα δυο πουλιά πετούσαν χορεύοντας στο μωβοροζ ουρανό με τους ήχους των βουνών… H αγάπημένη τους μουσική ήταν το θρόισμα των φύλλων, τα ορμητικά νερά των καταρρακτών και ο υπόκωφος ήχος του ανέμου.
Σε κάθε τους ξημέρωμα , τα δυο πουλιά πετούσαν ως τον ήλιο και κελαηδούσαν το πιο μελαγχολικό τραγούδι τους που συνόδευε το πέρας μιας ημέρας και σήμανε το καλωσόρισμα μιας άλλης νέας μέρας.
Τέτοια ομορφιά κόσμος δεν είχε ξανασυναντήσει. Το κόκκινο και το μαύρο αηδόνι κατοικούσαν στην καρδιά το ένα του άλλου. Όλα έμοιαζαν σα μια γιορτή που δε θα ‘χε τελειωμό.
Ώσπου, μια μέρα με ομίχλη, εκεί που κάθονταν το μαύρο αηδόνι, ένοιωσε ένα σκίρτημα στη δεξιά του φτερούγα σαν αυτό που το προειδοποιούσε ότι σίμωνε το κοκκινοπούλι.
Με ένα του πέταγμα βρέθηκε σε μια ερημωμένη γωνιά της βουνοπλαγιάς και μια σταγόνα αίμα έσταξε στο φτερό του.
Κάνει να δει μες την ομίχλη και τι να αντικρίσει το δόλιο, το άμοιρο πουλί ; Το κόκκινο αηδόνι καρφιτσωμένο πάνω σε ένα ψεύτικο μεταλλικό αιχμηρό φτερό μιας πελώριας έλικας.
Σκίστηκε η καρδιά του. Καθώς η μεταλλική τροχαλία γυρνούσε, το μαύρο πουλί έπιασε με το ράμφος του το πτώμα του κόκκινου αηδονιού και το σήκωσε από τη ματωμένη άκρη του μεταλλικού ψεύτικου φτερού.
Το ακούμπησε στο χώμα , άνοιξε ένα λάκκο με το ράμφος και τα νύχια του και το έθαψε.
Ήταν σαστιμένο και έκλαιγε με λυγμούς αλλά κατάφερε με ότι δύναμη του είχε απομείνει να μαζέψει τα τελευταία ανθισμένα κλωνάρια του δάσους, να τα ρίξει στο λάκκο και να αποχαιρετίσει για πάντα το κόκκινο αηδόνι.
‘Εκτοτε, το μαυροπούλι ήταν πάντα μονάχο. Άλλοτε άλαλο κι άλλοτε τραγουδώντας μόνο θρήνους έστεκε στη νότια κορυφογραμμή. Τραγουδούσε μόνο θρήνους, κελάηδημα γλυκό δεν του είχε απομείνει στην καρδιά. Ύφαινε τα μοιρολόγια του και τα μοίραζε στους ανέμους και χωρίς να το γνωρίζει και στους ανθρώπους.
Γιατί ήρθε μια μέρα, μια ηλιόλουστη μέρα τ’ Απρίλη που είχαν λιώσει τα χιόνια, που ‘χαν ανθίσει τα βουνά, κι ένας βοσκός πήγαινε με τα προβατά του στο ποτάμι, ψηλά στο βουνό.
Ο βοσκός όμως, είχε ξεχάσει τη φλογέρα του. Αβάσταχτη, ατελείωτη μέρα χωρίς τη φλογέρα, σκέφτηκε.
Έκατσε να ξαποστάσει κάτω απ΄ τη φιλόξενη σκιά ενός γεροπλάτανου μέχρι να πιουν νερό τα πρόβατα. Και τότε, έφτασε στ’ αυτιά του το θλιμμένο άσμα του αηδονιού.
Δεν είχε ματακούσει πιο συγκινητικά όμορφο σκοπό σε όλη τη ζωή του. Χρυσά δάκρυα άρχισαν να κυλάνε στα μάγουλά του και η καρδιά του ταξίδεψε σε όσους ανθρώπους είχε χάσει στην άβυσσο του θανάτου και τη λησμονιά.
Ο βοσκός δεν άντεχε να κρατήσει για τον εαυτό του τέτοιο θησαυρό κι έσπευσε γρήγορα στο χωριό του για να μοιραστεί το μυστικό των βουνών με τον αγαπημένο του φίλο.
Τα νέα ταξίδεψαν γρήγορα στο μικρό χωριουδάκι και μέρα τη μέρα όλες οι χωριανές κι οι χωριανοί ανέβηκαν στο βουνό κι άκουσαν το μαύρο αηδόνι να λαλεί τα μοιροτράγουδά του.
Μοιροτράγουδα, θλιμάσματα, συγκινήχοι πολλά ονόματα τους είχαν δώσει οι άνθρωποι για να τα ξεχωρίζουν απ’ τα τραγούδια των άλλων πουλιών.
Τελικά, τα τραγούδια αυτά τα ονόμασαν «ορεσίβιους αγαποθρήνους» και τα ‘καναν κομμάτι της παράδοσης και της ζωής τους. Έμαθαν να παίζουν τους ήχους αυτούς με τα δικά τους μουσικά όργανα, να τα τραγουδάν , να τα χορεύουν, να τους βάζουν και λόγια δικά τους άμα το νοιώθουν.
Στους αποχωρισμούς, αλλά και σε κάποιες γιορτές ακόμα οι «ορεσίβιοι αγαποθρήνοι» ηχούσαν σε κάποια ξεχασμένα χωριουδάκια των Αγράφων.
Όμως, ανάμεσα στους κατοίκους ενός χωριού, υπήρχε κι ένας μουσικός , ο οποίος πολλά βιβλία δεν είχε διαβάσει αλλά είχε αυτό που λέμε «διαίσθηση». Ο διαισθητικός αυτός άνθρωπος κατάλαβε για τι πράγμα μιλούσε ο πρώτος και πιο γνωστός αγαποθρήνος του μαύρου αηδονιού.
Απ’ ότι φαίνεται, ο μουσικός μας μιλούσε μια άλλη γλώσσα , κατάλαβε την ιστορία των δύο πουλιών και κατάφερε να τη μεταδώσει και στους συγχωριανούς και τις συγχωριανές του. Αμέσως αμέσως, οι χωρικοί, τα παιδιά, οι γυναίκες, οι χτίστες, οι δασκάλοι, όλοι οι άνθρωποι του χωριού έμαθαν την ιστορία του κόκκινου και του μαύρου αηδονιού, το θάνατο που κρύβονταν πίσω απ’ τα τραγούδια που μιλούσαν στις καρδιές τους.
Απ’ ότι καταλαβαίνετε, οι άνθρωποι αυτοί να ησυχάσουν δεν μπορούσαν, να τραγουδήσουν δεν μπορούσαν, μήτε να φάνε με όρεξη, μήτε να κοιμηθούν. Μαζεύονταν κι όλο γι’ αυτό μιλάγανε, όλο αυτό ψελίζανε, φωνάζαν, συζητάγανε κι αναρωτιόνταν τι να κάνουνε. Είχαν συγκινηθεί τόσο με αυτή την ιστορία οι χωριανοί κι οι χωριανές που αποφάσισαν να εκδικηθούνε για το χαμό του κόκκινου αηδονιού του βορρά.
Αποφάσισαν να μην αφήσουν ούτε ένα κομμάτι σίδερο ή μέταλλο ή ατσάλι να βανδαλίσει τα βουνά τους, να μην αφήσουν να αγγίξει ούτε άλλη μια ανεμογεννήτρια τις κορφές τους.
Κι όσο για αυτές που υπήρχαν ήδη, αποφάσισαν να μην αφήσουν όρθια όυτε μια μεταλλική έλικα, ούτε μια ανεμογεννήτρια κι αν χρειαστεί να βρούνε τρόπο για να τη γκρεμίσουν για να προστατέψουν τον τόπο, τα βουνά τους , τα πουλιά, τα αηδόνια, τους αετούς και τα κοτσύφια από το αίμα, από την καταστροφή του χρήματος και της λεηλασίας.
Οι άνθρωποι αυτοί ανέβηκαν στο βουνό για να υπερασπιστούν το ιερό χώμα, το αγνό αεράκι και το δοξασμένο νερό.
Και κάπου κάπου, αν το παρατηρήσετε κι εσείς, όταν ανεβαίνετε στα βουνά ακούγεται η φωνή του μαύρου αηδονιού να αντηχεί ξανά πολύχρωμες μελωδίες σαν ιαχές πολέμου, δικαιοσύνης, δύναμης, ευγνωμοσύνης και λύτρωσης.
Σαν να έχει πάλι δίπλα του το κόκκινο αηδόνι και να χορεύουν ανέμελα πάνω απ’ τα σύννεφα.
Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα…