Οι παραμυθούδες κοιτάχτηκαν στα μάτια μα λέξη δεν έβγαλαν απ’ το στόμα τους. Σιωπή. Ακινησία. Μονάχα μία η πιο βασανισμένη από όλες έκανε μια κι έβγαλε απ’ τη δεξιά τσέπη της μαύρης της της φορεσιάς ένα υφαντό που έμοιαζε να είναι ασημοκεντημένο με την πιο λεπτεπίλεπτη μεταξωτή κλωστή του κόσμου όλου. Οι χωριανοί κι οι χωριανές που ήταν μαζεμένοι εκείνο το απόγιομα στην κεντρική πλατεία του χωριού σιμώσανε στα χέρια της παραμυθούς για να το δουν.Εκείνη το δωκε σε ένα παιδί με μαλλιά σταχτί. Το παιδί μόλις που άγγιξε το υφαντό κι αυτό άρχισε να ξετυλίγεται και να πααίνει από χέρι σε χέρι όπως πάνε τα παραμύθια από στόμα σε στόμα.
Κι η παραμυθού ασήμωσε τη φωνή της και συνέχισε να λέει: Κι η πεταλούδα πέταξε και είδε από ψηλά τα σκαμμένα βουνά και τα στερεμένα ποτάμια και τις μεταλλικές κατασκευές και τα μηχανήματα που είχε ορθώσει το Αφεντικό στις κορφές μας. Είδε τα κάποτε πυκνόδεντρα δάση και τις κάποτε ολάνθιστες πλαγιές να έχουν μεταμορφωθεί σε μαύρη γη και εκτάσεις ερημικές. Θα την καταπιεί το σκοτάδι, σκέφτηκε. Κι ύστερα σταμάτησε να σκέφτεται καθώς μαγνητίστηκε απ’το αχνό φως του ήλιου που άρχισε να χαϊδεύει την απέναντι πλαγιά και να απλώνεται πάνω απ’ την κοιλάδα. Κι ήταν τόσο δυνατό αυτό το φως που άρχισε να καταπίνει το σκοτάδι, να το φιλοξενεί και να το τιθασεύει, όπως κάνει ο Ήλιος με τη Σελήνη όταν καμιά φορά τυχαίνει και βρίσκονται απέναντι.
Τα Άγραφα φωτίστηκαν και άνθισαν ξανά. Ο Αέρας κόπασε και ξανατραγούδησε τις γλυκές κι ελαφριές του μελωδίες. Το Αφεντικό έφυγε για πάντα απ’τα βουνά μας. Η πέτρα που κρατούσε στο χέρι του θρυμματίστηκε και σκόνη έγινε που έδωσε ζωή σε κάθε πλάσμα που είχε για πάντα κοιμηθεί. Μα η πεταλούδα δε μπορούσε πια να πετάξει. Ένα βάρος ασήκωτο ένοιωσε κάτω απ’ τα φτερά της. Με μια απαλή περιστροφική κίνηση του κορμού της κατάφερε να δει το υφάδι της σφιχτά δεμένο στην ουρά της.
Είχε μπλεχτεί εκεί – χωρίς να το γνωρίζει – λίγο πριν το μεγάλο της πέταγμα· Μπλεγμένο με τη μοίρα της:
Να φέρει την ομορφιά στον κόσμο. Το υφαντό αυτό μεγάλωνε και μεγάλωνε ώσπου με μια κομψεπίκομψη κίνηση έκοψε το νήμα της ζωής της πεταλούδας.
Εκεί όπου το φως θα συναντήσει το σκοτάδι
η πεταλούδα άφησε την τελευταία της πνοή μαζί με το υφάδι.
Σιγοτραγούδησαν οι παραμυθούδες με μια φωνή κι έπειτα μία, η νεότερη απ’ όλες είπε:
«Το υφάδι αυτό, το υφαντό κρατάτε στα χέρια σας χωριανοί και χωριανές. Κρατήστε το σα να κρατάτε στα χέρια την καρδιά σας ή την καρδιά των παιδιών σας. Το υφάδι αυτό που το φως του ήλιου ξανάφερε στα βουνά μας και τ’Αφεντικό έδιωξε για πάντα απ’τις κορφές μας κρατάτε στα χέρια σας. Το υφάδι αυτό, η θυμησιά για το πώς πήρε το όνομα της η θέση Αέρας-Αφεντικό, φυλαχτό για το βουνό, ιερό για το λαό, ζωντανό κυλάει ανάμεσα στα χέρια σας όπως κυλάει ανάμεσα στις πέτρες το νερό.»
Τότε το παιδί με τα μαλλιά σταχτί – αυτό ήταν τ’όνομα που του χε δώσει το χωριό, γιατί ήταν ορφανό από μάνα κι από πατέρα από μικρό – κοίταξε με τα μεγάλα του μάτια το υφαντό και αναφώνησε:
«Η Ονειροπαγίδα Του Βουνού» . Αυτές ήταν οι πρώτες λέξεις που ποτέ ξεστόμισε.
Έτσι, το παιδί με τα μαλλιά σταχτί «Ονειροπαγίδα Του Βουνού» το υφάδι αυτό ονόμασε.
Την Ονειροπαγίδα Του Βουνού κρατάτε στα χέρια σας χωριανοί και χωριανές. Στο κέντρο της μαζεύονται τα όνειρα. Όνειρα σαν κι αυτά που κάνατε παιδιά, όνειρα στα οποία οι λέξεις ειρήνη, αγάπη, αρμονία, ομορφιά, ελευθερία δε μοιάζουν νοήματα μακρινά αλλά συμβάντα καθημερινά. Πείτε τα, ψιθυρίστε τα, τραγουδήστε τα κι έπειτα φυσήξτε τα μέσα της. Η ονειροπαγίδα του βουνού θα τα θρέψει, θα τα πλέξει, με το φώς θα τα ποτίσει κι απ’τις άκρες της σ’ολάκερη τη γη θα τα σκορπίσει.