Η περιοχή των Αγράφων εισέβαλε πολύ νωρίς στη ζωή μου αν και πρωτευουσιάνος. Από παιδάκι του Δημοτικού άκουγα διηγήσεις για την περιοχή από άλλες εποχές, δύσκολες, άγριες, ηρωικές, από εποχές που το να πας και να έρθεις στην Αθήνα από τα Άγραφα με τα πόδια μέσα από το “δρόμο των βουνών” δεν λεγόταν Trekking αλλά ήταν ένα ταξίδι επιβίωσης. Φωτογραφίες του Μελετζή με δικούς μου ανθρώπους, φωτογραφίες κρυμμένες καλά, γιατί σε κάποιες εποχές η κατοχή τους μπορούσε να σημαίνει εξορία ή φυλακή. Τα χρόνια κύλησαν, η χώρα έγινε κανονική δημοκρατία, κι αυτά τα βουνά ήταν πάντα παρόντα μέσα σ’ ένα πέπλο μύθου .
Φωτό / Zeuscycling. Οι πεζούλες που έθρεψαν ατέλειωτες γενιές Αγραφιωτών, “σκαμμένες με τα νύχια στα άγρια βουνά”, όπως περιγράφει ο απεσταλμένος του Ελ. Βενιζέλου στην περιοχή, στις αρχές της δεκαετίας του ’30.
Ξεκινώντας πριν 36 χρόνια την ορειβασία είχα την τύχη να ακολουθήσω τον ΣΕΟ Αθήνας και το 1988 να βρεθούμε τέλος Μαρτίου στην Σάικα. Για πρώτη φορά θα έβλεπα αυτόν τον τόπο από κοντά. Ο δρόμος μέχρι την Καστανιά άσφαλτος (ο παλιός στενός) κι από κει και πέρα χώμα μέχρι το φράγμα της λίμνης. Για το χωριό ένας στενός χωματόδρομος, όπου τα ΙΧ και 2CV που είχαμε τότε (τα τζιπ τότε ήταν κάτι άπιαστο) δεν ήταν ό,τι καλύτερο. Στο χωριό μας άνοιξαν το σχολείο όπου κοιμήθηκε όλη η ομάδα με υπνόσακκους και το βράδυ φαΐ στο καφενείο με το ξύλινο σανιδένιο πάτωμα. Έξω συνεχώς χιονόνερο και χιονάκι εναλλάξ. Δεν μου έκανε τη χάρη να αποκαλυφθεί με την πρώτη ο τόπος καθώς επί δύο μέρες ο καιρός ήταν βαρύς. Η χειμερινή ανάβαση στη Σβόνη δύσκολη αλλά για πρώτη φορά ήμουνα στο τόπο των διηγήσεων και δεν με σταμάταγε τίποτα. Βρισκόμουν σ’ έναν κόσμο που υπήρχε σε εξιστορήσεις, αλλά τώρα ήταν εδώ, πραγματικός.
Πέρασαν έξι χρόνια μέχρι να μπορέσω να επιστρέψω. Ιούνιο του 1994, φορτωμένος ένα τεράστιο 80λιτρο σακκίδιο κατέβηκα στον Κρέντη από το ΚΤΕΛ. Από εκεί ένας στενός χωματόδρομος, πιο πολύ φαρδύ μονοπάτι, ξεκινούσε για την κοιλάδα του Αγραφιώτη. Από τον δρόμο κι από το μονοπάτι έφτασα το βραδάκι στο Μοναστηράκι. Ζούσα κάτι που ονειρευόμουν χρόνια. Το καφενείο του Μπακογιάννη στο Μοναστηράκι ανοιχτό, στην Βαρβαριάδα ο μπαρμπα-Λάμπρος και παντού κόσμος και κοπάδια. Πολύς κόσμος και πολλά κοπάδια. Και καταπληκτικό τυρί. Και ολόπαχο πρόβειο ή γίδινο γάλα. “Μα πώς τα καταφέρνουν εδώ;”. Θα μάθαινα στη συνέχεια ότι οι ντόπιοι δεν είναι τυχαίοι άνθρωποι, είναι πραγματικοί βουνίσιοι, όχι ορειβάτες σπόρτσμεν σαν εμένα, απόγονοι μιας σειράς γενεών σκληρών, ατίθασων, ορεσίβιων. Τις επόμενες ημέρες έγινε η διάσχιση μέχρι τη Λίμνη Πλαστήρα. Για επτά μέρες έβλεπα έναν κόσμο που πίστευα ότι μόνο σε βιβλία και διηγήσεις υπάρχει. Κάθετες πλαγιές, δάση, μονοπάτια στα πιο απάτητα μέρη και άνθρωποι φιλόξενοι. Αποκορύφωμα το Ασπρόρεμα, όπου τότε είχε ακόμα πάρα πολλές οικογένειες τσελιγκάδων το καλοκαίρι και μία που έμενε όλο το χρόνο. “Η κοιλάδα που ξέχασε ο χρόνος”, έτσι ήταν. Στο μονοπάτι για Επινιανά πηγαινοέρχονταν για να πάρουν τηλέφωνο, στη μέση του άγριου τόπου υπήρχαν κονάκια, με οικογένειες να ψήνουν ψωμί στη γάστρα κι αν δεν έπαιρνες ένα κομμάτι θα θύμωναν, στον οικισμό του Ασπρορέματος η οικογένεια του κ. Βαγγέλη Ζιώγα σχεδόν θύμωσε όταν είδε τη σκηνή και είπε απλώς “Καλέ, εμείς δεν έχουμε σπίτι να κοιμηθείτε;”. Έστρωσαν καθαρά σεντόνια για εμάς στο καλύτερο δωμάτιο (όλα κουβαλημένα με μουλάρι) και μας έφτιαξαν για βραδυνό πέστροφα ψαρεμένη από το ποτάμι με αβγά από τις κότες τους. Την άλλη μέρα, στην ανάβαση για Σαλαγιάννη, συναντήσαμε στην Αρκουδιά άλλη οικογένεια με τα ζώα τους κι αν δεν πίναμε καφέ (κι αυτός με μουλάρι έφτανε) δεν μας άφηναν να φύγουμε. Ο τόπος αντηχούσε από τα κοπάδια κι αν μάλιστα τύχαινε να συναντήσεις κανένα σε στενό πέρασμα στο μονοπάτι έπρεπε να κάνεις πίσω μέχρι το προηγούμενο φαρδύ σημείο γιατί φυσικά ένα κοπάδι με 300 ζώα δεν μπορεί να κάνει όπισθεν. Κι όταν τα τρομάξαμε κατά λάθος και σκόρπισαν, ουου…, ποιός είδε την κυρα-Παναγιώτα να “αστράφτει και να βροντάει” και δεν σκιάχτηκε.
Στην επιστροφή από το μονοπάτι Ασπρόρεμα-Μπαλτενήσι-Μερσα, που σήμερα έχει σχεδόν χαθεί, κόσμος και κοσμάκης, δίποδος και τετράποδος. Και κέρασμα πεντανόστιμο χλωρό τυρί. Οι άνθρωποι ήταν περήφανοι γι’ αυτό που ήταν και φαίνοταν. Την Κυριακή τα καφενεία στο χωριό, όπως και σ’ όλα τα χωριά της περιοχής, γέμιζαν κόσμο που άφηνε για μια μέρα τα ορεινά βοσκοτόπια και κατέβαινε για να ξεδώσει.
Τα επόμενα χρόνια περάσαμε ατελείωτες ώρες και μέρες περπατώντας, βουτώντας στα ποτάμια και ποδηλατώντας στην περιοχή από τον Αχελώο μέχρι την Μέγδοβα κι από την Λίμνη Πλαστήρα ως τα Κρεμαστά. Και πάντα προσπαθούσαμε να επισκεπτόμαστε τα πανηγύρια του καλοκαιριού, όπου γινόταν πραγματικά το αδιαχώρητο. Μπορεί να γυρνάγαμε σ’ όλα τα βουνά αλλά τα Άγραφα είχαν τη μοναδική ξεχωριστή θέση που τους αξίζει. Σιγά-σιγά ο τόπος και κυρίως η ζωή των ανθρώπων άρχισε ν’ αλλάζει. Από τα τέλη του ’90 κι ενώ οι δρόμοι άρχισαν να γίνονται καλύτεροι οι υποδομές βελτιώνονταν, τα ΕΣΠΑ έφερναν χρήμα άφθονο για υποδομές, η περιοχή απέκτησε μόνιμους γιατρούς και κέντρο υγείας, νέοι κτηνοτροφικοί δρόμοι ανοίγονταν (συχνά εντελώς “πελατειακά” και ψηφοθηρικά), τα σπίτια στα χωριά επισκευάζονταν, ξενώνες εξαιρετικοί άνοιγαν, οι ορειβάτες και οι απλοί φυσιολάτρες ανακάλυπταν τα Άγραφα και ενώ γίνονταν όλα αυτά ο τόπος ερήμωνε από μόνιμους κατοίκους με ραγδαίους ρυθμούς. Τα χωριά άρχισαν να μεταλλάσονται σε παραθεριστικούς οικισμούς ενός μήνα. Η εκτατική κτηνοτροφία, η κύρια οικονομική βάση της περιοχής, παράδοση αιώνων, με εξαιρετικά προϊόντα, άρχισε να φθίνει με ταχύτατους ρυθμούς. Η ζωή στην πόλη καταναλωτική, λαμπερή και γυαλιστερή (“ψεύτικη ζωή” όπως την έλεγε ο καφετζής στα Ραγάζια, κάτω από τη Μονή Σπηλιάς), οι αθρόοι πελατειακοί διορισμοί σε μια θέση στο δημόσιο μακρυά από εδώ, τα ατέλειωτα εύκολα χρήματα μέσω δανείων αλλά κυρίως η, πολύ χειρότερη, ποιότητα σχολικής εκπαίδευσης στην περιοχή καθώς και οι δυσκολίες της κτηνοτροφικής δουλειάς, που δεν ανταμοίβονταν από αντίστοιχες τιμές, έπληξαν ίσως ανεπανόρθωτα την περιοχή. Σε προηγούμενες δεκαετίες θα ήταν λίγο αυτοκτονικό να δοκιμάσεις να διασχίσεις με ποδήλατο τη Νιάλα το καλοκαίρι. Ήταν τόσα τα κοπάδια και τα τσοπανόσκυλα που δεν έβγαζες άκρη μαζί τους. Σήμερα ίσως συναντήσεις ένα. Και παντού πλέον, όπου υπάρχουν κοπάδια αυτά είναι μοσχάρια. Δουλειά εύκολη, χρήμα σίγουρο, αλλά… Υπάρχει όμως ίσως και κάτι ακόμα, μια υποψία που μπορεί να είναι και λανθασμένη. Το αθηνοκεντρικό κράτος ξέρει πολύ καλή ιστορία, σ’ αντίθεση με τους περισσότερους Έλληνες. Ξέρει πολύ καλά το ρόλο που διαδραμάτισε η περιοχή στη δεκαετία του ’40, όπου εδώ υπήρξε ο πυρήνας της “Ελεύθερης Ελλάδας”, εδώ ήταν τα λημέρια του Άρη. Πάντα έβλεπε με καχυποψία την περιοχή και τους κατοίκους της και εκμεταλλευόμενο με μαεστρία διάφορες συγκυρίες κατάφερε να διώξει τον κόσμο από εδώ “οικειοθελώς”.
Ο κόσμος αλλάζει και μαζί του άλλαξαν πολλά στ’ Άγραφα. Ένα όμως παραμένει απαράλλαχτο, η μεγαλοπρέπεια της ορεινής φύσης στα κακοτράχαλα αυτά τα βουνά. Κι αυτό είναι το μεγαλύτερο κεφάλαιό τους για το μέλλον. Η μόνη περίπτωση να ξαναϋπάρξει σοβαρή οικονομική βάση στην περιοχή των Αγράφων και μόνιμη εγκατάσταση έστω και λίγων νέων κατοίκων είναι ο τουρισμός ήπιων ορεινών δραστηριοτήτων (ορειβασία, αλπινισμός, πεζοπορία, ορεινή ποδηλασία, διάσχιση φαραγγιών), η παραγωγή ποιοτικών γαλακτοκομικών προϊόντων ΠΟΠ, τα αρωματικά φυτά και βότανα, όπως το υπό εξαφάνιση τσάι του βουνού (σιδερίτης), που εύκολα μπορούν να καλλιεργηθούν στις παρατημένες ορεινές πεζούλες και η βιολογική μελισσοκομία. Αλλιώς ο τόπος θα ερημώσει τελείως και θα παραδοθεί στα νύχια των κερδοσκόπων της ενέργειας που ονειρεύονται να τα αφανίσουν μετατρέποντάς τα σε γεννήτρια.