Κεντρική φωτό / Χρήστος Σβεντζούρης. Δεκαετία ’80. Πανηγύρι στην Κρανιά Πετρίλου.
Όπως αναφέρεται και στο άρθρο με τίτλο «Το φίλεμα», στο 5ο τεύχος της εφημερίδας «Εραστές των Αγράφων» φίλεμα στον τόπο μας ορίζεται η προσφορά φαγητού ή κάποιου ροφήματος. Από ένα ποτήρι νερό μέχρι καφέ και τσίπουρο. Από ένα λουκούμι τρια- ντάφυλλο μέχρι ένα σοκολατάκι ή ακόμα ένα πιάτο φαγητό. Ανάλογα την περίσταση και την ώρα που θα συναντήσεις τους οικοδεσπότες. Το φίλεμα κρύβει έντονα το αίσθημα της φιλοξενίας και σκοπό έχει να μοιράσει ζεστασιά και να κάνει τον επισκέπτη να νιώσει μέρος της οικογενείας και του συνόλου που τον φιλεύει. Όλα αυτά τα παραπάνω είναι κατά γενικό κανόνα το καθημερινό φίλεμα που αν κοντοσταθείς στον αυλόγυρο του Πετριλιώτη θα το λάβεις.
Μια άλλη κατηγορία είναι το επίσημο φίλεμα. Και αυτό έχει να κάνει συνήθως με διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις όπως με γάμους, αρραβώνες και κηδείες αλλά και με θρησκευτικές γιορτές που παίζουν σημαντικό ρόλο στην ζωή του μέσου Πετριλίωτη. Όχι μόνο όσον αφορά την πίστη του στα Θεία αλλά και σαν μέσο κοινωνικοποίησης με τους ίδιους τους χωριανούς του αλλά και με κόσμο εκτός του χωριού όπως θρησκευτικούς τουρίστες και άτομα που τυγχάνει να φιλοξενούνται στον τόπο του.
Ένα τέτοιο θρησκευτικό γεγονός είναι το πανηγύρι που πραγματοποιείται στις δεκαπέντε αυγούστου στον μαχαλά Κρανιά (Χάρις). Ο δεκαπενταύγουστος θεωρείται η πιο τρανή γιορτή της Ορθοδοξίας. Γιορτάζεται η Κοίμησις της Θεοτόκου που οι πιστοί σε κλίμα κατάνυξης αποδίδουν φόρο τιμής στην Μητέρα όλων.
Η προετοιμασία για την συγκεκριμένη μέρα αρχίζει μέρες νωρίτερα για να μπορέσει το κάθε σπιτικό να φιλέψει στην αυλή του τον κόσμο μετά το πέρας της λειτουργίας. Τα ήθη και τα έθιμα για αυτήν την μέρα δεν έχουν αλλάξει πολύ. Η διαδικασία είναι σχεδόν ίδια απλά μερικά πράγματα έχουν τροποποιηθεί λίγο λόγω της εποχής που ζούμε.
Πρώτο μέλημα των σπιτικών, το πρωί στις δεκατέσσερις αυγούστου, είναι το σφάξιμο των ζώων που θα αποτελούσε το κύριο γεύμα στις δεκαπέντε αυγούστου. Την συγκεκριμένη διαδικασία την αναλάμβαναν οι πιο έμπειροι που ήταν και οι πρεσβύτεροι της κάθε οικογενείας. Αφού γινόταν η σφαγή του ζώου η πρεσβύτερη γυναίκα της οικογενείας ερχόταν με καρβουνάκι αναμμένο που πάνω του είχε τοποθετήσει θυμίαμα και θυμιάτιζε τον σφάχτη, το ζώο και όσους είχαν λάβει μέρος στην συγκεκριμένη διαδικασία. Ήταν ένας τρόπος για να μην σε «πιάσει» το αίμα. Ήταν ένα είδος εξόρκισης του κακού. Μετά γινόταν το γδάρσιμο του σφαχτού ( σφαχτό = πρόβατο κατά κύριο λόγο που το έσφαζαν) το οποίο το κρέμαγαν σε καλά φυλασσόμενο χώρο και το άφηναν να στεγνώσει από τα υγρά του ώστε να είναι έτοιμο να μπει στην σούβλα.
Αμέσως μετά σειρά έχει το άναμμα μιας καλής φωτιάς που θα φιλοξενήσει πάνω της τα σφαχτά. Ο αριθμός των σφαχτών δεν είναι ο ίδιος από σπίτι σε σπίτι. Ποικίλει ανάλογα με τον αριθμό των προσκεκλημένων που θα φιλοξενούσαν. Η αμέσως επόμενη διαδικασία της ίδιας μέρας ήταν το καθάρισμα κρεμμυδιών για την παρασκευή στιφάδου και το άνοιγμα φύλλων για την δημιουργία πίτας. Το τσουκάλι που φιλοξενούσε το στιφάδο έμπαινε το βράδυ της δεκάτης τετάρτης σχεδόν ξημερώματα προς δεκάτης πέμπτης και έπαιρνε αρκετές ώρες να γίνει. Όλο το μυστικό ήταν στο σιγανό μαγείρεμα όπου τα κρεμμύδια με το κρέας μέλωναν.
Εδώ θέλω να αναφέρω ότι το τραπέζι που πραγματοποιούταν το μεσημέρι του δεκαπενταύγουστου μέχρι τα μέσα του 1980 ήταν απλό και απέριττο. Χωρίς φανφάρες και υπερβολές. Τα κύρια συστατικά του τραπεζιού ήταν το σφαχτό, η πίτα, το γιαούρτι, το τυρί, το στιφάδο, το κρασί, το τσίπουρο και η μπύρα. Αυτή και η όχι τόσο μεγάλη ποικιλία υποδηλώνει και τον τρόπο ζωής των Πετριλιωτών και γενικά των Αργιθεατών. Η ζωή στον ορεινό όγκο δεν ήταν ποτέ εύκολη. Το αίσθημα της επιβίωσης ήταν τυπωμένο σε κάθε έκφανση της ζωής τους.
Το βράδυ στις δεκατέσσερις Αυγούστου στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας πραγματοποιείται το πρώτο γλέντι με τοπικές κομπανίες που έχουν περάσει όλα αυτά τα χρόνια από τον τόπο μας. «Το γλέντι της παραμονής» κρατούσε μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Μεγάλες χορευτικές κύκλες, άφθονο αλκοόλ και γενικά η χαρά ζωγραφισμένη στα πρόσωπα των ανθρώπων. Άνθρωποι που μπορεί να είχαν να ιδωθούν μήνες μπορεί και χρόνια. Που κάθε φορά ανανεώνουν το ραντεβού τους και το περιμένουν πως και πως.
Και φτάνει η μέρα του δεκαπενταύγουστου. Τη μέρα αυτή την χαρακτηρίζει θρησκευτική κατάνυξη. Το πρωί οι πιστοί πρωτοστατούν στην τέλεση της θείας λειτουργίας. Με την λήξη αυτής, το ποίμνιο μεταφέρεται στον εξωτερικό χώρο για την τέλεση της αρτοκλασίας. Στο τέλος της αρτοκλασίας και αφού όλος ο κόσμος χαιρετήσει την εικόνα της Παναγίας και μοιραστεί ο άρτος, ξεκινάνε οι ευχές και τα χρόνια πολλά μεταξύ των ατόμων που συμμετέχουν στο θρησκευτικό δρώμενο. Μετά το πέρας των ευχών ο πρεσβύτερος της κάθε οικογενείας προσκαλεί όσο κόσμο θέλει να παρευρεθεί για το φίλεμα στο σπίτι του. Η κοινή φράση της ημέρας αυτής είναι το «σας περιμένουμε σπίτι να σας φιλέψουμε».
Το πανηγύρι στον προαύλιο χώρο βέβαια συνεχίζεται κανονικά. Μαρτυρίες χωριανών μου λένε ότι κάποτε το πανηγύρι ήταν τόσο μεγάλο, όσον αφορά την προέλευση του κόσμου, που στον ίδιο χώρο έπαιζαν ταυτόχρονα 2 και 3 ζυγιές (ζυγιά = μουσική κομπανία που αποτελούταν από δυο άτομα με τα όργανα τους. Συνήθως λαούτο και βιολί).
Οι σπιτικοί έφευγαν γρήγορα-γρήγορα για το σπίτι ώστε να προετοιμαστούν για το φίλεμα του κόσμου. Όταν ο κόσμος έφτανε και καθόταν στις τάβλες που είχαν ετοιμάσει οι οικοδεσπότες το πρωτο φίλεμα ήταν ένα λουκούμι και ένα ποτήρι τσίπουρο ή καφέ. Όταν όλοι είχαν πάρει το πρώτο φίλεμα και έφτανε η ώρα για το κυρίως γεύμα τότε από τους οικοδεσπότες δημιουργούταν μια αλυσίδα τροφοδοσίας που ξεκινούσε από το δωμάτιο που υπήρχαν τα φαγητά και χέρι-χέρι μετέφεραν τα πιάτα στα τραπέζια τοων φιλοξενούμενων. Εκείνη την στιγμή της ημέρας το μόνο μέλημα ήταν ο φιλοξενούμενος να απολαύσει το γεύμα του. Δεν είχε σημασία η ποσότητα αλλά η ποιότητα. Και δεν αναφέρομαι στα υλικά αγαθά. Αναφέρομαι στα αγαθά της ωραίας προσφοράς, που ευφραίνει την καρδιά και την ψυχή του κόσμου. Του κόσμου που τιμά με την παρουσία του τον οικοδεσπότη. Αφού ο κόσμος έτρωγε δεν αργούσε η στιγμή να ανάψει το γλέντι. Και εδώ υπάρχει μια άτυπη ιεραρχία. Ο γηραιότερος σέρνει πρώτος τον χορό σαν μια ηθική επιβράβευση που άνοιξε το σπίτι του, ξόδεψε από το υστέρημα του, κατέβαλε κόπο όλες αυτές τις μέρες για να ευχαριστηθούν οι φιλοξενούμενοι του.
Το έθιμο του δεκαπενταύγουστου κρατάει ακόμα και στις μέρες μας. Άλλοι λένε ότι έχει φθίνει. Κάθε πέρσι και καλύτερα. Ίσως έχει κάνει τον κύκλο του; Ερωτήματα που χρήζουν μεγάλης κουβέντας. Όλα τα έθιμα έχουν περάσει δια πυρός και σιδήρου όλα αυτά τα χρόνια. Έχουν μεταβληθεί και προσαρμοστεί στην χρονική περίοδο που ζούμε. Αν δεν γινόταν αυτή η μεταβολή και τα έθιμα κρατούσαν την μονολιθική τους ταυτότητα σίγουρα θα είχαν απλά καταγραφεί και χαθεί στον χρόνο. Η φωτιά σιγοκαίει και σίγουρα δεν θα αργήσει η φλόγα να αναζωπυρωθεί.