Διαμαρτυρία είναι όταν λέω αυτό ή εκείνο δεν μου ταιριάζει. Αντίσταση είναι όταν διασφαλίζω ότι αυτό που δεν μου ταιριάζει δεν συμβαίνει πλέον.
Ουλρίκε Μάινχοφ
Είμαστε άποικοι σε αυτήν τη γη, μεγαλωμένοι σε πόλεις, με ρίζες που τις έχουμε ξεχάσει, αποξενωμένοι από τα οικοσυστήματα των οποίων είμαστε και ‘μεις ένα μέρος. Η σύγχρονη αστική ζωή μας έχει αποξενώσει από τα φυσικά τοπία, ενώ όση γνώση αποκτήσαμε γι’ αυτά από το σχολείο είναι δομημένη πάνω σε ένα ανθρωποκεντρικό σύστημα που θέλει τον άνθρωπο κυρίαρχο όλων όσων τον περιβάλλουν. Είναι όμως έτσι;
Θέλουμε να ξεχάσουμε όσα έχουμε διδαχθεί από την κυρίαρχη κουλτούρα και στη διαδικασία αυτή θέλουμε να ξαναμάθουμε τη χαρά, τη σύνδεση και την κατάπληξη, αυτήν που γνωρίσαμε στην πρώτη επαφή μας με τη φύση, τα δάση και τα βουνά. Θέλουμε να επαναμαγευτούμε από τις αμέτρητες μικρές εκπλήξεις που βρίσκονται εκεί έξω και μας περιβάλλουν. Θέλουμε να «αποαποικιοποιηθούμε» και για να το κάνουμε αυτό, πρέπει να οικοδομήσουμε ένα νέο είδος σχέσης με τη γη. Να κάνουμε βήματα προς μια γνώση της γης, αντιαποικιακή και αντιεξουσιαστική.
Τα μέρη που απειλούνται με καταστροφή, τα μέρη που έχουμε βρεθεί, που έχουμε περπατήσει, που έχουμε παίξει στα μικράτα μας απειλούνται. Γι’ αυτό πρέπει να τα γνωρίσουμε εξαρχής και ουσιαστικά, αφού μόνο με αυτόν τον τρόπο θα καταλαβαίνουμε ποιο είναι το διακύβευμα της υπεράσπισης τους. Βρισκόμαστε πολλές φορές σε ένα μέρος, σε ένα βουνό, μέσα σε ένα δάσος, χωρίς να γνωρίζουμε τί βλέπουμε γύρω μας, μην μπορώντας να αναγνωρίσουμε τα διάφορα δέντρα, τα φυτά, τα ζώα, μη γνωρίζοντας τις ιδιότητες τους, τη θέση τους στο όλον. Κι όμως, κρύβουν ένα σωρό μυστικά, αν προσπαθήσουμε να τα ανακαλύψουμε… Μέσα από αυτές τις σελίδες θα γνωρίσουμε μερικά από τα μυστικά του δάσους και θα προσπαθήσουμε να γίνουμε ένα μικρό κομμάτι τους, αφού γνωρίζοντας τη γη μπορούμε να αντισταθούμε καλύτερα υπερασπιζόμενοί την.
Μπορεί να φαίνεται αποκαρδιωτικό να αντιμετωπίζουμε τη δική μας αποξένωση από τη γη, αλλά γιορτάζουμε αυτή τη γνωριμία με τη γη ως τρόπο για να αρχίσουμε να γεμίζουμε το κενό αυτής της κοινωνίας με ουσιαστικές συνδέσεις και άμεση εμπειρία.
Λύκοι στην αυλή σου
Από μικρή ηλικία έχουμε έρθει σε επαφή με το λύκο. Μέσα από τα παραμύθια που μας κοίμιζαν μάθαμε για το «μεγάλο κακό» της φαντασίας μας. Ο κακός ο λύκος. Κι ας είναι αυτή ακριβώς η φιγούρα του λύκου, η προσωποποίηση της αρχέγονης αίσθησης της ελευθερίας, του αδάμαστου πνεύματος, της δύναμης και της συνεργασίας μέσω της αγέλης για την εύρεση και απόκτηση της τροφής. Σε αντίθεση με τις κοινότητες των αυτοχθόνων στην Αμερική, όπου ο λύκος, όπως και πολλά άλλα ζώα αποκτά τοτεμικές διαστάσεις και μετατρέπεται σε σύμβολο της άγριας ύπαρξης και της αλληλοβοήθειας της αγέλης, της ομάδας και της κοινότητας, στον δυτικό κόσμο αποτυπώθηκε κυρίως ως η «σκοτεινή απειλή». Μια απειλή που χαράχτηκε μέσα μας βαθιά, σαν η ενσάρκωση του απόλυτου κακού, στοχοποιώντας έτσι ένα από τα πιο όμορφα πλάσματα που μπορούμε να συναντήσουμε σε κάποιο δάσος. Αν είμαστε τυχεροί… Όσοι και όσες διατηρούμε επαφή με κάποιο χωριό σίγουρα θα έχουμε ακούσει μια τουλάχιστον φορά για την εμφάνιση του μέσα σε αυτό και για τις ζημιές που προκάλεσε σε κάποιον κτηνοτρόφο της περιοχής. Κάπως έτσι, ο λύκος πέρασε στη σφαίρα της μυθοποίησης και της δαιμονοποίησης. Μια δαιμονοποίηση που πάει πίσω πολλά χρόνια, ίσως στις πρώτες οργανωμένες κοινότητες, οι οποίες τον αντιμετώπισαν σαν απειλή για τα ζωικά κοπάδια τους. Σαν εχθρικό στοιχείο της κοινότητας κυνηγήθηκε συστηματικά μέχρι το βαθμό του να κινδυνεύει με εξαφάνιση το είδος του.
Διαβάζουμε όλο και πιο συχνά το τελευταίο διάστημα σε διάφορα δημοσιεύματα για συχνές εμφανίσεις λύκων στην επαρχία, για επιθέσεις σε κοπάδια ζώων, για τραυματισμούς ή θανάτωση κυνηγόσκυλων. Για «λύκους υβρίδια» και για πολυπληθείς αγέλες που περιφέρονται και επιτίθενται. Για τον υπερπληθυσμό του είδους και τα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί από την αύξηση του πληθυσμού του. Για έναν «κίνδυνο» που η πολιτεία πρέπει να αντιμετωπίσει. Και αν δεν είναι καθόλου αστείο για τον κτηνοτρόφο που έχει απώλειες από τους λύκους στο ζωικό του κεφάλαιο, είναι σίγουρα αστείο να διαβάζουμε ότι διάφοροι κυνηγετικοί σύλλογοι θα ζητήσουν συνάντηση με τους εκάστοτε τοπικούς περιφερειάρχες για να συζητήσουν το θέμα και να ζητήσουν να γίνει «διαχείριση» του πληθυσμού των λύκων! Για ακόμη μια φορά το κράτος διαχειριστής.
Τα όποια προβλήματα εμφανίζονται θα αντιμετωπιστούν για ακόμη μία φορά με μια ανθρωποκεντρική προσέγγιση, κατά την οποία ο άνθρωπος θα αποφασίζει με όρους χρηστικότητας για τη ζωή ή την θανάτωση ενός άλλου όντος. Μια πάγια προσέγγιση που οι κάτοικοι ορεινών κοινοτήτων και χωριών έχουν διαχρονικά. Την αντιμετώπιση δηλαδή των ζώων με όρους χρηστικότητας. Το πρόβατο ή το μοσχάρι μού είναι χρήσιμο γιατί ζω και κερδίζω από αυτό, ενώ το ζουλάπι δε μου προσφέρει τίποτα, άρα μπορώ να το θανατώνω. Χρήσιμα, κάπως έτσι, θεωρούνται τα οικόσιτα ζώα που παρέχουν τροφή, ασφάλεια ή συντροφιά, έχουν δηλαδή έναν συγκεκριμένο ρόλο από τον άνθρωπο-αφέντη να αποδώσουν. Από την άλλη, ζώα όπως η αλεπού ή το κουνάβι λογίζονται ως άχρηστα γιατί δεν γίνεται αντιληπτή η σημασία τους ή γιατί δρουν ανταγωνιστικά προς τον άνθρωπο.
Στο αντίποδα αυτής της ανθρωποκεντρικής προσέγγισης βρίσκεται η συνύπαρξη με τους πληθυσμούς που μοιράζονται με τους ανθρώπους το φυσικό τοπίο. Ο λύκος (canis lupus) — ίσως ο μεγαλύτερος θηρευτής της ελληνικής υπαίθρου — βρίσκεται σε ένα εκτεταμένο εύρος στα βουνά της Μακεδονίας, της Θράκης, της Ηπείρου και της Στερεάς Ελλάδας, ενώ έχει εξαφανιστεί από την Πελοπόννησο και την Κρήτη. Υπολογίζονται γύρω στα 1.100 άτομα, δηλαδή πάνω από 180 αγέλες. Αριθμός αρκετά μικρός για την έκταση της περιοχής που καλύπτει το είδος.
Παρά το δέος και τον φόβο που από την παιδική ηλικία μας αποκτήσαμε μέσω ιστοριών και διηγήσεων για τη δύναμη αυτού του πανέμορφου θηλαστικού, επιθυμούμε μια συνάντηση μαζί του. Έστω και από ασφαλή απόσταση. Πόσες φορές στις διάφορες εξορμήσεις μας δεν έχουμε την κρυφή και ένοχη επιθυμία να τον συναντήσουμε, να μπορέσουμε να τον παρατηρήσουμε από κοντά, να τον φωτογραφήσουμε. Και εκείνος είναι εκεί και ας μην τον βλέπουν τα μάτια μας. Η παρουσία του στις βόλτες μας στα δάση και τα βουνά είναι σιωπηλή, μέσα από τα σημάδια που αφήνει κατά το πέρασμα του. Σημάδια που όποιος μπορεί να ερμηνεύσει λένε πολλά για τον τρόπο που ζει και κινείται. Μακριά από το βλέμμα των ανθρώπων που τον απειλούν.
Η ιχνηλασία
Περπατώντας πολλές φορές στο δάσος, σε κάποιες από τις εξορμήσεις μας έχουμε βρει χνάρια στο έδαφος. Λιγότερο ή περισσότερο εντυπωσιασμένοι έχουμε αναρωτηθεί σε ποιο ζώο ανήκουν, τα έχουμε φωτογραφίσει, τα έχουμε παρατηρήσει και έχουμε μαντέψει λανθασμένα ή όχι την προέλευση τους. Αυτή η αρχέγονη τέχνη της αναγνώρισης ιχνών. Η ιχνηλασία. Κάποτε απαραίτητα χρήσιμη για κυνηγούς και κατοίκους των ορεινών περιοχών. Μια δεξιότητα που παρείχε προστασία και αποτελεσματικότητα στο κυνήγι. Ο ντορός ενός ζώου, τα ίχνη του στο έδαφος, τα κόπρανα και λοιπά άλλα βοηθούσαν για εκατοντάδες χρόνια τους ανθρώπους να αναγνωρίζουν και να συνειδητοποιούν ότι είναι μέρος μιας ευρύτερης κοινωνίας.
Ίχνη του λύκου
Στις βόλτες μας στα δάση πέφτουμε συχνά πάνω σε διάφορα αποτυπώματα ζώων. Άλλα ευδιάκριτα και άλλα λιγότερο εμφανή. Υπάρχουν όμως για να μας δείχνουν τη ζωή που υπάρχει γύρω μας. Η παρουσία του λύκου σε μια περιοχή μπορεί εύκολα να γίνει αντιληπτή από μια σειρά στοιχείων. Αποτυπώματα στο έδαφος, κόπρανα, τρίχες στα δέντρα, μαρτυρούν την ύπαρξη κάποιου λύκου στην περιοχή που βρισκόμαστε.
Αποτυπώματα
Τα ίχνη του λύκου είναι μεγάλα και σχετικά συμμετρικά. Οι λύκοι, όπως και οι σκύλοι, έχουν 5 δάχτυλα στα μπροστινά πόδια. Όμως, το πέμπτο είναι μικρό και σχετικά ψηλά στο πόδι, οπότε συνήθως δεν αποτυπώνεται στο ίχνος. Κάθε δάχτυλο έχει ένα νύχι, το οποίο συνήθως αποτυπώνεται στο ίχνος. Οι λύκοι ταξιδεύουν σε μία σχετικά ίσια γραμμή μονοπατιού και τα ίχνη τους θα τα βρείτε σε περιοχές απομονωμένες, όπου σπάνια συχνάζουν σκύλοι. Ακόμα και αν υπάρχουν τσοπανόσκυλα στην περιοχή, τα ίχνη τους θα συνοδεύονται από αυτά των αιγοπροβάτων, ενώ του λύκου θα είναι απομονωμένα και μακριά από το κοπάδι. Οι λύκοι τον χειμώνα δημιουργούν αγέλες από 8 έως 12 άτομα. Έτσι, μπορούμε να αναγνωρίσουμε τα ίχνη τους καθώς αυτά απαντώνται σε μεγάλους αριθμούς.
Κόπρανα
Τα κόπρανα του λύκου είναι σχετικά μεγάλα, με ινώδη υφή και στην μία άκρη κάνουν ένα χαρακτηριστικό τελείωμα. Περιέχουν τρίχες, κόκαλα, δέρμα, γούνα από τα θηράματα τους. Αν περιέχουν κυρίως σάρκα και όργανα, τότε δεν έχουν κάποιο χαρακτηριστικό σχήμα. Το μήκος τους ποικίλει από 5-15 εκατοστά, ίσως και περισσότερο, ενώ η διάμετρος τους είναι περίπου 1-3 εκατοστά. Ο λύκος χρησιμοποιεί τα κόπρανα του ώστε να σημαδέψει μια περιοχή, να επικοινωνήσει με άλλους λύκους ή να ενημερώσει άλλα είδη για την παρουσία του στην περιοχή.
Άλλα σημάδια
Οι λύκοι αφήνουν πληθώρα σημαδιών στο πέρασμα τους. Κατά τη μετακίνηση τους αφήνουν υπολείμματα τριχών στα σημεία τριβής με δέντρα και θάμνους. Μικρές γκρίζες τούφες από το τρίχωμα σε τακτά διαστήματα μαρτυράνε το πέρασμα κάποιου ατόμου. Από τα πιο εμφανή είναι τα υπολείμματα που βρίσκουμε σε περιοχές που έχουν σκοτώσει θηράματα. Έχουν πολύ δυνατά σαγόνια, που τους επιτρέπουν να δαγκώσουν και να σπάσουν ακόμα και γερά κόκαλα, όπως των πίσω ποδιών του θηράματος. Έτσι, σίγουρα θα βρούμε σπασμένα κόκαλα στο σημείο. Οι λύκοι καταναλώνουν μία μικρή ποσότητα κόκαλων. Δεν παίρνουν, ούτε θάβουν το κουφάρι του θηράματος. Κόβουν κομμάτια, αλλά δεν θάβουν το υπόλοιπο κουφάρι.
Προσπάθησα να παρουσιάσω κάποια βασικά χαρακτηριστικά του λύκου. Προφανώς και μια γνωριμία με αυτό το υπέροχο πλάσμα δεν μπορεί να καλυφθεί σε τόσο λίγο χώρο. Η κίνηση, η συμπεριφορά, οι συνήθειες και ο χαρακτήρας του. Η δημιουργία και η συμπεριφορική τακτική της αγέλης, η επικοινωνία μεταξύ των ατόμων και μεταξύ αγελών είναι κάποια από όσα περιγράφουν τη ζωή του στη φύση. Σε επόμενα άρθρα ελπίζω να συμβάλλω λίγο περισσότερο στη διάλυση των μύθων γύρω από αυτόν.