«..το βουνό που ματώνει και στο τέλος πεθαίνει».

Αρθογραφία Τάκης Ντάσιος

Στις μέρες μας, όλα έχουν καταλήξει να είναι θέμα “σύλληψης”. Να πιάσει κάποιος μια “ιδέα”. Επειδή είμαστε πολλοί και ιδέες είναι πολλές, περισσότερες από τους ανθρώπους, είναι λογικό να κατεβάσει κάποιος από τους πολλούς μια, που για στον άλλον να μην είναι αποδεχτή.

Παράδειγμα στην γειτονιά μας έχουμε την ευλογία να συνορεύουμε μ’ ένα “βουνό”. Εάν έχουμε επιβιώσει οι άνθρωποι, ένα μεγάλο μέρος οφείλεται σ’ αυτό. Απ’ την άλλη το βουνό αυτό είναι ορατό – έχει και ύψος, βουνό είναι – είναι και στενόμακρο οπότε πολλοί το κοιτάζουν, το “διαβάζουν” και απλά είναι θέμα χρόνου να καθίσει στο κεφάλι τους η λέξη “αξιοποίηση”.

Η συνέχεια είναι πολύ απλή, άμα κατεβάσεις την ιδέα. Ακολουθούν τα προγράμματα “εξωραϊσμού-καλλωπισμού-μοντερνισμού-εκσυγχρονισμού”, όλα σε -μου και πάει λέγοντας. Έτσι το γειτονικό βουνό παίρνει σειρά για αξιοποίηση, λες και το βουνό είναι η αιτία του αδιέξοδου της ζωής μας, που με τις φαεινές ιδέες των φαεινότερων, βρίσκοντας τη λύση, το βουνό να παίρνει τον δρόμο δίχως επιστροφή. Από βουνό αρχικά σε αυτοκινητόδρομο ευρωπαϊκών προδιαγραφών και μετά…

Όλα ξεκινούν με τη διάνοιξη αυτοκινητόδρομου ευρωπαϊκών προδιαγραφών πλησίον του βουνού. Στην γειτονιά μας αιωρείται μια ανησυχία για την χρησιμότητα του μεγάλου αυτού δρόμου. Συγχρόνως κυκλοφορούν άρθρα σε έντυπα, σε τοπικές εφημερίδες για το πού θα περάσει αυτός ο δρόμος και τι θα γίνει με την γειτονιά. Ένα χαρακτηριστικό του σχεδίου και των γραφομένων είναι ότι όλα καλύπτονται μ’ ένα κωδικό, π.χ. Κ30, Κ31, Κ32 και όχι η αρχική ιδέα, το “project”. “Πετάνε την μπάλα στην εξέδρα”, χαίρονται οι φίλαθλοι και κανείς δεν λογίζεται για τον ίδιο τον αγώνα. Η γενική “αίσθηση” στη γειτονιά σχετικά με τον δρόμο, είναι ότι ο δρόμος πρέπει να περάσει ψηλά στο βουνό, όσο πιο μακριά από τα σπίτια μας. Σ’ αυτό φαίνεται ότι συμφωνούν οι περισσότεροι. Ξέρεις τί είναι να περάσει μέσα από τα σπίτια μας; Ενώ το βουνό είναι “μακριά” και δεν μας πειράζει! Έτσι, αυτή ή άποψη των “ιθαγενών” (ως κάτοχοι οικιών) χαροποίησε και τους κρατούντες, χώρια που οι “ντόπιοι” (σχήμα λόγου, όλοι εσωτερικοί μετανάστες είμαστε) ανήκαν στην ίδια φυλή – χρώματος γαλάζια – με τους Αρχή-γειτόνους. Για τον λόγο αυτό ένα πρόβλημα λιγότερο για αυτούς.

Επειδή εγώ είμαι από χωριό και το θυμάμαι και είμαι “φιλοξενούμενος” σε οικία στους πρόποδες του βουνού, κάνω την σκέψη ότι ούτως ή άλλως θα ήταν προτιμότερο, ο δρόμος αυτός να περάσει μέσα από τις οικίες και να αφήσει το βουνό άθικτο, μιας και οι οικίες μπάχαλο είναι. Έτσι αφού ούτως ή άλλως την γειτονιά την καταστρέψαμε, δεν θα χάσουμε και τίποτα να σκεφθούμε προς αυτή την κατεύθυνση. Θα ήταν πιο υγιεινό να αφήναμε το φυσικό περιβάλλον απείραχτο για ”δραπετεύσεις”. Αυτές είναι «”επικίνδυνες απόψεις” και δεν μπορούν να εμφανίζονται στην γειτονιά μας.

Ακολουθεί μία “περίοδος” σύγχυσης με απόψεις που ο καθένας φαντάζεται ό,τι θέλει κι φυσικά να μην έχει κι σημασία, αφού το αποτέλεσμα είναι γνωστό κάτι σαν “μηδέν”. Το project όμως προχωρά, σιωπηλά, αθόρυβα.

Αρχές καλοκαιριού στήνουν την πινακίδα, η οποία προαναγγέλλει το έργο: “Αυτοκινητόδρομος ευρωπαϊκών προδιαγραφών «Άλφα – Βήτα» και στο κάτω μέρος κάτι αστεράκια της Ευρώπης, σήμα που έχει κατακλύσει τα πάντα στις μέρες μας και υποδηλώνει την σοβαρότητα, το κύρος μιας κορυφαίας αρχής, που μας φροντίζει και συμβάλλει στην πρόοδο της χώρας μας.

Το καλοκαίρι είναι ό,τι καλλίτερο για την έναρξη του έργου. Οι κάτοικοι της γειτονιάς εγκαταλείπουν τις οικίες τους και βγαίνουν στην θάλασσα, έτσι δεν ασχολούνται με την πρόοδο του έργου. Οι καινούργιες εγκαταστάσεις στήθηκαν στο πάνω μέρος του παλαιού πεδίου βολής.

Μέχρι τότε ο τόπος, το βουνό γνώριζε μια “όμορφη” κίνηση. Μετά από χρόνια ο τόπος “ξανάνθιζε”. Έβλεπες όλο κι περισσότερους γείτονες να παίρνουν τον δρόμο του βουνού. Χειμώνα – Άνοιξη, όλο και περισσότεροι άνθρωποι, κάθε ηλικίας πεζοπορούσαν στα ψηλά, αναζητώντας ένα “διέξοδο” της ίδιας της ζωής τους. Κανένας από τους Αρχή-γειτόνους δεν τους το είχε υποδείξει. Αυτοί ήταν απασχολημένοι με τα μεγάλα έργα που “έτρεχαν”. Οι γείτονες λοιπόν εύρισκαν και κάτι να κάνουν στο βουνό ή να αναζητήσουν εκεί το δικό τους. Ήταν μια εποχή όπου νέοι έσμιγαν με ηλικιωμένους, γυναίκες διασταυρώνονταν με άνδρες. Είχε επιτέλους αρχίσει μια νέα εποχή, ένα αεράκι ελπίδας με τους γείτονες, όχι στις οικίες τους αλλά στο γειτονικό βουνό.
Το βουνό, προέκταση της αυλής της οικίας μας, ένας χώρος, που λειτουργούσε με τους κανόνες του, εκεί που οι άνθρωποι είχαν καταφύγει, και ξαναβρεθεί. Ήταν συγκινητικό να βλέπεις ανθρώπους κάθε ηλικίας να βηματίζουν, να χαιρετιούνται αλλιώτικα, να παροτρύνουν με τον τρόπο τους ο καθένας, να χτίζουν βήμα-βήμα τον νέο άνθρωπο. Μετά από χρόνια ξαναέβρισκε ο άνθρωπος τον συνάνθρωπό του. Τώρα στην μεγάλη “αυλή” της γειτονιάς τους, στο διπλανό βουνό, χώρος για όλους, ο καθένας εύρισκε τον τρόπο να λειτουργήσει. Το ίδιο το βουνό το “αισθάνθηκε” και δέχτηκε να συμβάλλει για άλλη μια φορά κυλώντας τα πράγματα ως “βουβός διδάσκαλος”.

Το καλοκαίρι για τους ανθρώπους και όχι μόνο είναι περίοδος συγκομιδής, όταν έχεις σπείρει. Όμως χωρίς σπορά, ήρθαν και ξήλωσαν τον τόπο. Ρίχνοντας φουρνέλα και μηχανήματα τέρατα, ισοπέδωσαν τις πλαγιές του βουνού, για να ανοίξουν “τον δρόμο”. Κάθε μέρα δημιουργούσαν και ένα “γήπεδο”. Τόσο ήταν το έργο παραγωγής τους. Εκεί που ήταν πεύκα και κυπαρίσσια – το οποία με κόπο είχαμε φυτέψει, πριν εξήντα χρόνια, μετά την απομάκρυνση του πεδίου βολής – τα εξαφάνισαν. Κάθε μέρα, οι δέκα-πέντε μηχανές (τέρατα), μετά το τέλος των εργασιών τους, τις παρκάριζαν σε τέτοια σημεία ώστε να μην μπορούν να περάσουν οι γείτονες. Έκλειναν τους δρόμους προσέγγισης, και γενικώς για να ξεκουράζονται, έβαλαν μετανάστες να φυλάνε τον τόπο, αφού δεν βρήκαν γείτονες. Κάθε νέα μέρα το βουνό από-ξηλώνεται, κάθε μέρα τα τερατόμορφα μηχανήματα, πεισματικά δουλεύουν για να βγουν στο διάσελο. Ο τόπος γυμνώθηκε, έμεινε το εκκλησάκι της Αγίας Ελεούσας, μετέωρο να κοιτάζει τον ουρανό, μοναχό.

Φ.1
Για μέρες ανεβαίνω στον λόφο Κοτρόνι ή όπως το λέγαμε μικροί “Η” – γιατί είχε το γράμμα σχεδιασμένο με άσπρες πέτρες πάνω του, σημάδι για το κοντινό πεδίο βολής-, και παρατηρώ από ψηλότερα το έργο των συνεργείων. Κάθομαι ώρες, με βρίσκει το απόγευμα, όταν όλα δείχνουν να έχουν καταλαγιάσει και οι εργάτες να ’χουν φύγει. Δεν μπορεί να το χωρέσει στο κεφάλι μου, πώς πραγματώνεται μια τέτοια καταστροφή στο όνομα της προόδου και της ευημερίας. Τί ειρωνεία, τούτες τις μέρες, τα πεύκα με το απογευματινό φως παίρνουν ένα καταπληκτικό χώμα, λες και αυτά, έχοντας αντιληφθεί το τέλος τους, προσπαθούν να συγκινήσουν τον εισβολέα.

Φ.2
Ένα απόγευμα αποφασίζω να οδηγήσω τα βήματά μου προς το Κέντρο Επιχειρήσεων Εισβολέων (Κ.Ε.Ε.). Ο τόπος είναι άδειος από κόσμο, μόνον μηχανήματα είναι σκόρπια εδώ και εκεί. Φτάνω στις κτιριακές εγκαταστάσεις μέσα από το αποφλοιωμένο πεδίο, έχοντας μια παράξενη αίσθηση. Δεν υπήρχε ψυχή. Στο κτίριο τα ίδια. Κοίταξα μέσα στην μεγάλη αίθουσα, την “αίθουσα συσκέψεων” και είδα ένα μεγάλο τραπέζι με καρέκλες. Πίσω στον τοίχο, ο χάρτης της περιοχής με έντονα χρώματα, ο αυτοκινητόδρομος.

Έφυγα, την επόμενη το απόγευμα, που ξαναπήγα είχαν κιόλας ισοπεδώσει έκταση ίσα με ένα ακόμη γήπεδο. Αυτή την φορά βρήκα άνθρωπο. Χαιρέτησα και ρώτησα για το έργο. Μου απάντησε με χαμόγελο διακριτικό: “Θα βγει στο διάσελο και… είμαι «ξένος» και δεν τα ξέρω καλά”. “Μπορείτε για πληροφορίες να έρθετε πρωινές ώρες να βρείτε τον υπεύθυνο (όνομα και το Κος μπροστά) να σας δώσει τις απαντήσεις που θέλετε”. Ευχαρίστησα τον άνθρωπο και έφυγα “ευγενής και λιτός” μουρμούρισα.

Κατεβαίνοντας απ’ το βουνό, χαμηλά βρήκα τον “κολλητό” μου και αποφασίσαμε την επομένη να ανέβουμε μαζί. Έτσι κι’ έγινε, οδηγηθήκαμε στον τόπο και πέσαμε πάνω σε δυο ανθρώπους, που μετρούσαν τον τόπο, βάζοντας σημάδια. “Πώς πάει αφεντικά”; ρώτησα και πήρα την απάντηση: “ο δρόμος προχωράει, δεν βαριέσαι”, έκανε ο μεγαλύτερος. “Εδώ καίγεται όλος ο τόπος, τούτα τα πεύκα που φάγαμε μας πείραξαν” έκανε ο νεαρότερος, που βάλθηκε γρήγορα να αλλάξει κουβέντα και συνέχισαν απομακρυνόμενοι πασσαλώνοντας τον τόπο.

Είχαμε σκοπό να ψηλώσουμε στο βουνό, αλλά μας κόπηκε η όρεξη. Για άλλη μια φορά πήραμε το δρόμο της επιστροφής, αμίλητοι. Πολύ σύντομα θα είναι πραγματικότητα ο νέος αυτοκινητόδρομος, που θα ολοκληρώσει την καταστροφή του τελευταίου φυσικού περί-αστικού πνεύμονα της γειτονιάς. Οι άνθρωποι θα εγκλωβιστούν μέσα στα τείχη, θα έχει αποκοπεί η φυσική δίοδος προς τα ψηλά, τον καθαρό αέρα, την θέα πάνω απ’ το βουνό. Τα ζώα θα εγκλωβιστούν, θα αυξηθεί η μόλυνση, η ηχορύπανση, το αδιέξοδο των γειτόνων. Τα μονοπάτια του βουνού, ανθρώπων χρόνων πατημασιάς, αποκόπτονται, που μέσω αυτών οι γείτονες είχαν καταφέρει να επιβιώσουν…

Ένα βοριαδάκι μας επισκέφθηκε δροσερό φρέσκο τούτη την ώρα. Αρχίσαμε να τρέχουμε προς τα κάτω. Τρέχαμε, σαν να θέλαμε ν’ απελευθερωθούμε, ενώ βουτούσαμε πιότερα στον αγέρα, σαν να θέλαμε να καθαριστούμε.

Το μονοπάτι τέλειωσε και βγήκαμε στης δημοσιάς την άπλα. Όπως συνεχίσαμε το τρέξιμο και εδώ, νάσου ξαφνικά μαύρα αυτοκίνητα ομοιόμορφα πρόβαλλαν απ’ την άλλη μεριά. Γρήγορα διασταυρωθήκαμε. Ένα από τα πρώτα αμάξια μού έκανε σινιάλο να κόψω το τρέξιμο! Μέχρι να συνειδητοποιήσω τι συμβαίνει και να κόψω το τρέξιμο σταμάτησα στο δεύτερο της ακολουθίας. Έσκυψα στα γόνατα με τα χέρια να πάρω ανάσα, ερχόμενος πρόσωπο με πρόσωπο με τον άντρα εντός του οχήματος. Αναγνώρισα τον Αρχή-αρχή-γειτονάρχη μας, ο οποίος είναι υπουργός!! Η πομπή φρενάρισε. Οι άνδρες του πρώτου αμαξιού ήταν έτοιμοι να βγουν απ’ τα οχήματα. Όλα διαδραματίστηκαν σε κλάσματα δευτερολέπτου. Σύμπτωση; Ήταν αρκετά για να αναγνωρίσω τον παλιό συμμαθητή μου, απ’ στο σχολείο της γειτονιάς. Ακούστηκε από την πλευρά του μαύρου οχήματος: “Μπράβο, λαμπρέ νέε”!!.. Κάγκελο, ούτε μπόρεσα να μειδιάσω, αφού απ’ το τρέξιμο και την έκπληξη μού ‘χε φύγει η ψυχή!!! Μετά η πομπή ξεκίνησε αφήνοντας μια μυρουδιά “σκατίλας” (αυτοκίνητα νέας τεχνολογίας). Ανέβηκαν στο βουνό παρακάμπτοντας το “μπάχαλο” της γειτονιάς, ώστε να φτάσουν έγκαιρα στο Ευρωπαϊκό συμβούλιο, εκεί, που θα παρθούν “σοβαρές” αποφάσεις. Το βουνό που ανέβηκαν, το γεγονός ότι δεν αναγνώρισαν τον συμμαθητή τους, τη γειτονιά που παίζαμε παιδιά, τα ξύλινα σπαθιά στους αγώνες μας, τα μικρά-μεγάλα πράγματα. Όταν έχεις περάσει στην αντίπερα όχθη, η επιστροφή είναι δύσκολη.

* Ο Τάκης Ντάσιος, διδάκτωρ πολιτισμού. Γράφει το μπλογκ «Ορεινογραφίες: άνθρωποι και βουνά, βουνά και άνθρωποι» (oreinografies.wordpress.com), και μοιράζεται μαζί μας βουνίσιες ιστορίες στις οποίες πέρα από την κατάκτηση κάποιας κορυφής τον απασχολεί ο τρόπος προσέγγισης κάθε ορεινού συγκροτήματος. Μελετά τη φύση και τους ανθρώπους της. Είναι συγγραφέας του βιβλίου-λευκώματος «Στ’ Άγραφα», εκδόσεις Μίλητος.