Πρωινό μιας όχι και τόσο συνηθισμένης Παρασκευής του Σεπτεμβρίου, στο κατώφλι του κέντρου επιχειρήσεων στην Λάρισα, το οποίο στήθηκε ετεροχρονισμένα για να συντονιστούν οι επιχειρήσεις διάσωσης στις πλημμυρισμένες περιοχές της Θεσσαλίας, ο πρωθυπουργός αναφέρεται σε μία «πρωτοφανή θεομηνία η οποία έχει πλημμυρίσει έκταση τριπλάσια αυτής του Ιανού». Τρία χρόνια πίσω, από την Καρδίτσα που επισκεπτόταν τότε, στον απόηχο των καταστροφών του Ιανού, έκανε αναφορά επίσης για ένα «πρωτοφανές καιρικό φαινόμενο». Δεδομένου ότι η γλώσσα της εξουσίας φημίζεται περισσότερο για την κυνικότητά της παρά για τη φαντασία της, η επανάληψη της λέξης «πρωτοφανούς» θα μπορούσε να είναι δείγμα μίας γλωσσικής φτώχειας η οποία εκτέθηκε μπροστά στην συχνή επανάληψη παρόμοιων πλημμυρικών γεγονότων στην ίδια γεωγραφική περιοχή. Η συχνή χρήση της όμως από ανώτερους κρατικούς παράγοντες για να περιγράψει την ένταση καταστροφών που χαρακτηρίζονται ως «φυσικές» αποτελεί θέση πολιτική για το πώς ερμηνεύει το κράτος τα όσα συμβαίνουν και των τρόπων που σχεδιάζει να τα διαχειριστεί.
Κεντρική φωτό / Αλεξία Βελιούλη, @alexia_veliouli. Σωτήριο Λάρισας.
Θεία τιμωρία και ορθολογισμός
Το μακρινό 1755 στην Λισαβόνα συνέβη ένας σεισμός, μεγάλος σε ένταση και διάρκεια, από τον οποίο σκοτώθηκαν κάποιες δεκάδες χιλιάδες ανθρώπων και ισοπεδώθηκε σχεδόν όλη η πόλη (από τα 20.000 κτίριά της μόλις τα 3.000 ήταν κατοικήσιμα μετά από αυτόν). Η Λισαβόνα τότε ήταν η τέταρτη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή πόλη και βρισκόταν σε μία διαδικασία αποικιοκρατικής επέκτασης από την Ασία μέχρι την Αμερική, οπότε ο σεισμός είχε αναπόφευκτα και πολιτικές προεκτάσεις. Το γεγονός ότι συνέβη την Ημέρα των Αγίων Πάντων προκάλεσε πολλές συζητήσεις γύρω από τη θεία τιμωρία, τις θεϊκές ή φυσικές αιτίες των καταστροφών. Από τη μία ο Ιησουίτης Gabriel Malagrinda — αντιμετωπιζόταν σχεδόν ως άγιος στην Βραζιλία και την Πορτογαλία — ο οποίος στα κηρύγματά του αναφερόταν σε θεία τιμωρία και παρότρυνε σε μετάνοιες όσους τολμούσαν να εργάζονται για την ανοικοδόμηση της πόλης. Και από την άλλη ο Μαρκήσιος του Πομπάλ ο οποίος στο ερώτημα «και τώρα τί κάνουμε;» γράφεται ότι είχε δώσει την ορθολογική απάντηση «θάψε τους νεκρούς και τάισε τους ζωντανούς». Η αντιπαράθεση που είχε ανοίξει προκάλεσε και την παρέμβαση κορυφαίων φιλοσόφων της εποχής όπως ο Βολτέρος, ο Καντ και ο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ οι οποίοι έθεταν στα κείμενά τους τα κοινωνικά αίτια των καταστροφών εκείνου του σεισμού. Ο τελευταίος για παράδειγμα, έλεγε ότι αυτό που έκανε αυτόν τον σεισμό τόσο καταστροφικό ήταν η κοινωνική οργάνωση των ανθρώπων, ότι ζούσαν τόσοι πολλοί σε μία πόλη, ασφυκτικά ο ένας επάνω στην άλλη.
Η κριτική μελέτη των καταστροφών
Ο Ρουσσώ στην ουσία υποστήριξε αυτό που πολλά χρόνια αργότερα, την δεκαετία του ‘70, θα αποτελέσει ένα διεπιστημονικό πεδίο ερευνών το οποίο θα συγκεντρώσει γεωγράφους, κοινωνιολόγους, ανθρωπολόγους, ιστορικούς, γεωλόγους, μετεωρολόγους και θα σχηματοποιηθεί υπό τον τίτλο Critical Disaster Studies (Κριτική Μελέτη των Καταστροφών) με βασική του θέση ότι δεν υπάρχουν φυσικές καταστροφές. Υπάρχουν φυσικά φαινόμενα τα οποία προκαλούν καταστροφές ως αποτέλεσμα κοινωνικών διαδικασιών. Ο Κωστής Χατζημιχάλης, επίτιμος καθηγητής Γεωγραφίας στο Χαροκόπειο περιγράφει μέσα από ένα παράδειγμα. «Ένας σεισμός που συμβαίνει σε μια περιοχή είναι ένα φυσικό φαινόμενο. Κάποια κτίρια κατέρρευσαν και κάποια όχι. Αυτά που έπεσαν δεν ήταν καλά κατασκευασμένα, ενώ αυτά που δεν κατέρρευσαν ήταν καλά κατασκευασμένα. Άρα η καταστροφή των πρώτων δεν οφείλεται στον σεισμό αλλά στον τρόπο κατασκευής. Αυτό που συμβαίνει σε μια καταστροφή δεν οφείλεται στο φυσικό φαινόμενο αλλά σε αυτό που είχε προηγηθεί πριν το φυσικό φαινόμενο. Δηλαδή σε αυτό που λέμε βαθμός ευαλωτότητας, στον βαθμό τρωτότητας της συγκεκριμένης περιοχής. Αυτό διαφοροποιεί τις επιπτώσεις από το φυσικό φαινόμενο. Η καταστροφή εξαρτάται από την ανθρώπινη δραστηριότητα, κάτι που είχε προηγηθεί υπό την μορφή της ενέργειας, είτε ότι κάτι το έφτιαξα καλά, είτε υπό τη μορφή της παράλειψης».
Εάν ένας σεισμός ή ένα πλημμυρικό φαινόμενο χτυπήσουν μία έρημη ή μία αραιοκατοικημένη περιοχή δεν θα μιλάμε για κάποια φυσική καταστροφή ή θεομηνία καθώς οι συνέπειες θα είναι αναλογικά μικρότερες από το εάν χτυπήσουν μία (πυκνο)κατοικημένη. Το πιο πιθανόν είναι να μελετούνταν και να καταχωρούνταν στα αρχεία της τοπικής μετεωρολογικής υπηρεσίας (για παράδειγμα, αλλιώς καταγράφεται όλα αυτά τα χρόνια όταν στα βόρεια του Παλαμά σπάνε αναχώματα των ποταμών και πλημμυρίζουν καλλιεργήσιμες εκτάσεις, αλλιώς όταν το νερό καλύπτει και χωριά). Ο τρόπος ερμηνείας και θέασης των φαινομένων της φύσης γίνεται μέσα από ένα ανθρωποκεντρικό σχήμα που περιβάλλεται από έναν ατέρμονο κύκλο καπιταλιστικής συγκέντρωσης και ανάπτυξης που βρίσκεται σε συνεχή ανταγωνισμό με το περιβάλλον (στην πολεμοχαρή εποχή όπου ζούμε ενίοτε αυτή η σχέση περιγράφεται και ως «πόλεμος με τη φύση»).
Σύμφωνα με την θεωρία της κριτικής μελέτης των καταστροφών το μέγεθος της καταστροφής που θα προκαλέσει ένα φυσικό φαινόμενο εξαρτάται από τις υποδομές που θα επιτρέψουν στους ανθρώπους να αντεπεξέλθουν σε αυτό, από την πρόσβαση των ασθενέστερων στους μηχανισμούς διάσωσης και από τη δυνατότητά τους να ανοικοδομήσουν ξανά την πληγείσα περιοχή. Προβολές και των τριών αυτών στοιχείων μπορούμε να κάνουμε στην εμπειρία των πλημμυρών στο νομό Καρδίτσας. Όπως αναλύουμε σε άλλο σημείο του περιοδικού οι αντιπλημμυρικές υποδομές ήταν διάτρητες, σε ένα μεγάλο βαθμό εξαιτίας της αδιαφορίας ή της κωλυσιεργίας των κρατικών μηχανισμών να προβούν στις παρεμβάσεις που γνώριζαν ότι ήταν απαραίτητες για τη διαχείριση ενός πλημμυρικού γεγονότος. Η πρόσβαση των κατοίκων των πλημμυρισμένων χωριών σε μηχανισμούς διάσωσης ήταν ανύπαρκτη καθώς τις πρώτες κρίσιμες ώρες, οι διασώσεις από τα πλημμυρισμένα σπίτια γίνονταν από συγχωριανούς τους ή αλληλέγγυους που είχαν σπεύσει με κάθε αυτοσχέδιο μέσο. Οι κρατικές διασωστικές ομάδες θα απεγκλωβίσουν με βάρκες και ελικόπτερα τους ανθρώπους από στέγες, ταράτσες, λόφους και δίπατα σπίτια αρκετές ώρες αργότερα. Τέλος, η δυνατότητα επαναφοράς των σπιτιών, και εν τέλει ολόκληρων χωριών, σε κατάσταση βιώσιμη και επανακατοικήσιμη είναι μία μακρά διαδικασία η οποία λαμβάνει χώρα με πολύ δυσκολία, με ελάχιστη οικονομική και πρακτική βοήθεια από το κράτος.
Καταστροφές με ταξικό πρόσημο
Η περίπτωση του «Κατρίνα» στην Νέα Ορλεάνη το 2005 είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του πως τα φυσικά φαινόμενα προκαλούν καταστροφές με ταξικό πρόσημο. Ο τυφώνας χτύπησε μία πυκνοκατοικημένη πόλη με ένα πολύ μεγάλο μέρος των κατοίκων της να είναι φτωχοί — φτώχεια που καθρεπτιζόταν στον τόπο και το είδος της κατοικίας, στη δυνατότητα πρόσβασης στην πληροφόρηση, στις επιλογές μετακίνησης και εγκατάλειψης προς ασφαλέστερα σημεία. Όπως περιγράφει ο καθηγητής Ανθρωπολογίας και Γεωγραφίας Neil Smith στο άρθρο του There’s No Such Thing as a Natural Disaster, η συντριπτική πλειοψηφία των θανάτων αφορούσε τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα της πόλης τα οποία είχαν αφεθεί να χτίσουν τα σπίτια τους σε ζώνες υψηλής επικινδυνότητας, όπου τα φράγματα του Μισισιπή που υποχώρησαν δεν είχαν συντηρηθεί συνειδητά, ακριβώς επειδή αφορούσαν αυτές τις φτωχές περιοχές. Τα μεσαία και ανώτερα κοινωνικά στρώματα είχαν την ευκαιρία να εγκαταλείψουν την πόλη, ενώ ο κρατικός μηχανισμός επικεντρώθηκε στη διάσωση όσων από αυτούς δεν τα κατάφεραν. Η εθνοφρουρά δυσκόλευε ή απαγόρευε οποιαδήποτε προσπάθεια των φτωχών μαύρων που είχαν επιζήσει να οργανωθούν συλλογικά προκειμένου να αντεπεξέλθουν στην χαοτική κατάσταση που είχε δημιουργηθεί ενώ μέλη της έστησαν μία μαύρη αγορά γύρω από τις επισιτιστικές ανάγκες των ανθρώπων αποκομίζοντας μεγάλα κέρδη.
Ας αναρωτηθούμε το καινούργιο μοτίβο που θα δημιουργούσε η γλώσσα εάν τις καταστροφές αυτές δεν τις χαρακτηρίζαμε ως «φυσικές», αλλά ως «ταξικές». Στην πραγματικότητα εάν επικεντρωθούμε στην επιμέρους σταχυολόγηση των αιτιών που προκαλούν την έκταση των καταστροφών ενός καιρικού φαινομένου, συναντάμε από πίσω την άνιση κατανομή πόρων, δυνατοτήτων, επιλογών. Τα ολοκληρωμένα (και όχι επιμέρους τοπικά) αντιπλημμυρικά έργα έχουν από πίσω ένα κόστος που το κράτος επιλέγει να μην καλύψει και προκρίνει την (αναλογικά μικρή) οικονομική αποζημίωση που θα καταβάλει σε περίπτωση πλημμύρας. Αυτή είναι μία ταξική επιλογή. Πόσω μάλλον όταν θα αποστασιοποιηθεί ακόμα και από αυτήν την υποχρέωση καταβολής ενός μεγάλου μέρους των αποζημιώσεων, μεταθέτοντας το ζήτημα στο πεδίο της ατομικής ευθύνης μέσω της υποχρεωτικής ιδιωτικής ασφάλισης των κατοικιών. «Η διακινδύνευση συμβαδίζει με την διακυβέρνηση. Την σταδιακή αποχώρηση του κράτους από μία σειρά υποχρεώσεις απέναντι στους πολίτες, π.χ. η έγνοια για την ασφάλεια του πολίτη και η μεταφορά της έγνοιας αυτής στον ιδιωτικό-κρατικό χώρο», λέει ο Κ. Χατζημιχάλης. «Δεν είναι τυχαίο ότι μία από τις πρώτες ενέργειες για την Θεσσαλία είναι ότι όλοι πρέπει να ασφαλίσουν τις περιουσίες τους. Άρα η υποχρέωση του κράτους για να κατοχυρώσει την ασφάλεια των πολιτών μεταφέρεται σε ατομικό επίπεδο».
Ο τρόπος και ο τόπος κατασκευής των σπιτιών ορίζει το εύρος της καταστροφής. Τα εκατοντάδες πλίθινα σπίτια στον ευρύτερο δήμο του Παλαμά που κατέρρευσαν ή έχουν κριθεί μή κατοικήσιμα, είναι απότοκο μίας παλιάς οικοδομικής τεχνικής που αντικατόπτριζε το κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο των ανθρώπων εκείνης της εποχής. Το ότι σχεδόν 100 χρόνια μετά τα σπίτια αυτά κατοικούνταν (με τις απαραίτητες προσθήκες στο ενδιάμεσο για να καλύπτουν τις ανάγκες των οικογενειών) αποτελεί σημάδι της ταξικής σύνθεσης αυτών των χωριών, με ανθρώπους μεροκαματιάρηδες και ηλικιωμένους οι οποίοι δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να χτίσουν καινούργια σπίτια.
Τα χωριά που χτίστηκαν σε πιο χαμηλά υψομετρικά από τα ποτάμια ή που επεκτάθηκαν πάνω σε μπαζωμένα ρέματα ή σε σημεία που υπήρχαν έλη, συμβολίζουν την (χαμένη) μάχη της κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στη φύση.
Τα χωριά όπου το νερό έφτασε μέχρι τα κεραμίδια και παρέμενε σε αυτό το ύψος για κάμποσες ημέρες ναι μεν ήταν μία εικόνα καταστροφής, όχι όμως φυσικής αλλά ταξικής. Της επιλογής να παραμείνουν αυτά πλημμυρισμένα και να μην ανοίξουν τα αναχώματα για να φύγει το νερό στον Πηνειό με κίνδυνο να πλημμυρίσει η Λάρισα. Η ζωή των φτωχών χωρικών του Κεραμιδίου ή της Μαραθέας δεν μπορεί ούτε καν σαν υποψία να μπει στο ζύγι με ένα διοικητικό κέντρο της Θεσσαλίας.