Ενώ σήμερα η δημόσια συζήτηση επικεντρώνεται στη διαχείριση των συνεπειών των έντονων καιρικών φαινομένων και στην ανάγκη αντιπλημμυρικών έργων, δεν λείπουν και εκείνες οι παρεμβάσεις οι οποίες θέτουν στο επίκεντρο την ανάγκη ριζικού ανασχηματισμού της γεωμορφίας του θεσσαλικού κάμπου. Οι πλημμυρικές κοίτες και οι μαιανδρισμοί των ποταμών οριοθετούνται αυστηρά τις προηγούμενες δεκαετίες. Και τα εποχικά έλη αποξηραίνονται και μετατρέπονται σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις.
Από τα πρώτα χρόνια της προσάρτησης της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος τα έργα αντιμετώπισης της υπερχείλισης των ποταμών, κυρίως του Πηνείου, απασχολούν την κυβέρνηση. Η πρώτη οργανωμένη προσπάθεια για τα νερά της Θεσσαλίας φαίνεται να γίνεται από την αγγλική εταιρεία Henry Boot & Son το 1935 η οποία καταθέτει μία συγκεκριμένη πρόταση εγκιβωτισμού ρεμάτων, εκτροπών ποταμών και δημιουργίας αναχωμάτων με τη χρήση προωθημένου για την εποχή εξοπλισμού. Η πρόταση εγκρίνεται από επιτροπή του υπουργείου Συγκοινωνιών και την επόμενη χρονιά ξεκινάει η υλοποίησή της. Στο 40ο τεύχος του περιοδικού του ΤΕΕ “Τεχνικά Χρονικά” με ημερομηνία έκδοσης τον Αύγουστο του 1933, μέσα από την παρουσίαση της μελέτης της εταιρείας, καταγράφεται ακριβώς το σύνολο των εκτάσεων που προτείνεται να αποξηραθούν στο νομό της Καρδίτσας: 65 χιλιάδες στρέμματα μόνιμων ελών και 535 χιλιάδες στρέμματα κατακλυζόμενων εδαφών.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και στις αρχές του ’70 η αναδιανομή της γης προκάλεσε έντονες υδρολογικές αλλαγές. “Η ροή των ποταμών ελέγχθηκε και η κοίτη τους άλλαξε για να αποφεύγονται οι εποχικές πλημμύρες. Tα μικρότερα ρέματα επιχώθηκαν. Οι περισσότεροι υγρότοποι αποξηράνθηκαν, με μια εξαίρεση: το «Μάτι» στον Άγιο Θεόδωρο, στα νερά του οποίου αποδίδονται από τους Καραγκούνηδες μαγικές και ιαματικές ιδιότητες. Οι παλιοί δρόμοι και ο τρόπος που κινούνταν οι άνθρωποι και τα ζώα στο χώρο άλλαξε ριζικά με την εγκαθίδρυση ενός νέου οδικού δικτύου. Ο χαρακτήρας, η χρήση, η κατανομή και η χωρική οργάνωση των ιδιωτικών και κοινόχρηστων γαιών μεταβλήθηκε με στόχο να αποδοθούν όσο το δυνατόν μεγαλύτερες εκτάσεις στη μηχανική καλ-λιέργεια, καταργώντας βίαια και οριστικά τους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι αλληλεπιδρούσαν με τη γη και το περιβάλλον και βίωναν τον τόπο. Νέα χωράφια χαράχτηκαν και η γη ισοπεδώθηκε. Τα προϊόντα της ισοπέδωσης μετακινήθηκαν τοπικά για να διευθετηθούν υψομετρικές διαφορές και τοπογραφικές ανωμαλίες” (Αθ. Κραχτοπούλου, H. Orengo, Κ. Παλαιοχωρίτης, Α. Σταμάτη, Αναδασμός της γης και πολιτισμικό τοπίο στον Κάμπο της Καρδίτσας, παρουσίαση στην 5η επιστημονική συνάντηση Αρχαιολογικό έργο Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδας, 2015).
Ο Δ. Μπούσμπουρας, περιβαλλοντολόγος και πρώην πρόεδρος της Ελληνικής Ορνιθολογικής Εταιρείας σε άρθρο του περιγράφει πώς τα ποτάμια έγιναν κανάλια. “Καθώς τα νερά έρχονται ορμητικά από τα ψηλά και επικλινή βουνά που βρίσκονται δυτικά της Καρδίτσας, βουνά που έχουν τέτοιο γεωλογικό υπόστρωμα που δεν επιτρέπουν την κατείσδυση του νερού στο έδαφος και επιπλέον είναι σε μεγάλες εκτάσεις αποψιλωμένα, συναντούν, καθώς φτάνουν στον κάμπο, στενά ποτάμια που έχουν τη μορφή καναλιών. Καθώς η κλίση του εδάφους στον κάμπο είναι σχεδόν μηδενική, τα νερά δεν μπορούν πλέον να διοχετευτούν κάπου. Δεν υπάρχει χώρος ανάμεσα στα τεχνητά αναχώματα, δεν υπάρχουν τα παλιά έλη τα οποία κατακλύζανε και, καθώς αργούν να φτάσουν μέχρι τον Πηνειό που έχει μεγάλη ικανότητα παροχέτευσης, εκτονώνονται σπάζοντας ή υπερπηδώντας τα αναχώματα” (πηγή: koutsomili.wordpress.com, 23/09/2020)
Ο Θ. Γιαννακάκης, επιστημονικός σύμβουλος του WWF, θα βάλει στη συζήτηση και τον παράγοντα των μαιανδρισμών. “Ο ποταμός Παμισός, ο οποίος περνούσε ανάμεσα στα Καλογριανά και το Ριζοβούνι και κατευθυνόταν στον Μέγα ποταμό, μετά τον αναδασμό έγινε ανακατεύθυνση και τα νερά του οδηγήθηκαν απευθείας στον Πηνειό. Αντιστοίχως, οι πλημμυρικές εκτάσεις, ακόμα και σε περιοχές δίπλα σε χωριά, έπαψαν να υπάρχουν. Με το πέρασμα των χρόνων και την απώλεια της συλλογικής μνήμης για την αξία και τη δύναμη των ποταμών και της φύσης, οι ανθρώπινες επεμβάσεις άρχισαν να γίνονται ολοένα και πιο επίμονες: τα ποτάμια άρχισαν να περιορίζονται με αναχώματα, οι παλιοί μαίανδροι καταστράφηκαν και οι κοίτες ευθυγραμμίστηκαν. Τα ποτάμια άρχισαν να αντιμετωπίζονται ως αγωγοί και ως κανάλια μεταφοράς νερού για άρδευση” (Θεσσαλία: τι πραγματικά συνέβη στις πλημμύρες του Σεπτεμβίου, wwf.gr, 19/11/2020).
Κοιτώντας σήμερα από ψηλά τον κάμπο είναι πολύ εύκολο να διακρίνουμε τις ευθυγραμμισμένες κοίτες και τους μαιανδρισμούς που έχουν χαθεί. Αυστηρά τετραγωνισμένές ιδιοκτησίες, αυστηρά ευθεία ποτάμια. Μπορούμε πολύ εύκολα να καταλάβουμε τον φυσικό εκτονωτικό ρόλο των μαιάνδρων για μεγάλες ποσότητες νερού εάν αναλογιστούμε τα σημεία γύρω μας όπου εξακολουθούν να υπάρχουν (συνήθως προτού το ποτάμι φτάσει στις καμπίσιες καλλιεργήσιμες εκτάσεις, για παράδειγμα ο ποταμός Καλέντζης στο ύψος της Δαφνοσπηλιάς), εάν αναλογιστούμε τις φαρδιές (πλημμυρικές) κοίτες των ποταμιών εκεί όπου έχουν παραμείνει – είναι οι “Ξεριάδες” που τους συναντάμε ακόμα σε διάφορες περιοχές της Θεσσαλίας. Στις έντονες βροχοπτώσεις είναι αυτά τα σημεία που θα πλημμυρίσουν και θα συγκρατήσουν το νερό σε μορφή λίμνης. Όταν όμως η πλημμυρική κοίτη δεν λογίζεται σαν κοίτη και είτε χτίζεται, όπως στο παράδειγμα του κέντρου υγείας στο Μουζάκι (βλ. Πώς κοπήκανε στις όχθες οι ποταμοί γι’ ανθρώπων έργα, Άρης Χατζηγεωργίου, Εφημερίδα των Συντακτών, 23/09/2020), είτε μετατρέπεται σε καλλιεργήσιμη έκταση, έχουμε ή καταστροφές ή ανεξέλεγτκα πλημμυρικά φαινόμενα.