Αυτοδιαχείριση κάτω από τον έλατο.

Μνήμη

Από το καταφύγιο κοιτώντας προς την Πετσαλούδα. Φωτό / Γιώργος Στεργιόπουλος.

Ο οικισμός των Ζυγογιαννέων

Η ευρύτερη περιοχή του Ελατάκου είναι γεμάτη ορεσίβια ζωή εδώ και τουλάχιστον δύο αιώνες. Το 1886 εγκαθίστανται στην περιοχή Σαρακατσαναίοι κτηνοτρόφοι, βόσκουν τα κοπάδια τους τους καλοκαιρινούς μήνες (τον χειμώνα κατεβαίνουν στον Ορχομενό ή στο Κάστρο της Βοιωτίας) και δημιουργούν τον οικισμό των Ζυγογιαννέικων. «Οι βλάχοι ήταν δύο οικογένειες, οι Φυλλομητραίοι και οι Ζυγογιαννέοι», θυμάται ο Αντώνης Αντωνίου, παλιός πρόεδρος του Μπελοκομύτη. «Επιλέξανε αυτό το σημείο και αγόρασαν μια έκταση 15-20 στρέμματα εκεί όπου είναι ο οικισμός σήμερα», αφηγείται ο Γιώργος Ζυγογιάννης, κάτοικος του οικισμού πάππου προς πάππου όπως προδίδει και το επίθετό του. «Η υπόλοιπη περιοχή από πάνω ήταν τα λιβάδια της κοινότητας. Ήταν κάτοικοι της κοινότητας και δικαιούνταν να έχουν εκεί τη βοσκή τους. Σε όλο το βουνό, εκεί όπου είναι ο Ελατάκος, η Στρούγκα, η Πετσαλούδα, η Χούνη, μέχρι την Λεπτοκαρυά πάνω που ήταν το κτήμα του Βελέντζα». Ο Γιάννης Μποτού, σαρακατσάνος, γεννημένος σε στάνη, όπου έζησε τα παιδικά του χρόνια, στο βιβλίο του Σαρακατσαναίοι μεταφέρει τις διηγήσεις του πατέρα του από το μακρινό 1966. «Εγκαταστάθηκαν οι Σαρακατσιαναίοι στα αγραφιώτικα βουνά κι έγιναν δημότες στα χωριά κι απόκτησαν δικαιώματα να βόσκουν στα κοινοτικά λιβάδια. […] Όλοι οι βλάχοι, Μαλαμούλης, Ακρίβος, Μποτός, Κορκαίοι, Αραπιτσαίοι, Ζυγογιανναίοι, Γερογιανναίοι (ήταν το ίδιο σόι με τους Ζυγογιανναίους, μώλεγε ο πατέρας μου), είχαν βγει κι ήταν μαζωμένοι στον Έλατο (τοποθεσία όπου τελικά έμεινε ο Ακρίβος), πολλά κονάκια. […] Από κει απ’ τον Έλατο έπαιρναν όλα τα λιβάδια με νοίκιο, ως τα Τρία Σύνορα (τοποθεσία στο σύνορο με το Τροβάτο). Τα νοίκιαζε ο Έπαρχος και τάπαιρναν απ’ τον Έπαρχο. Ήταν, όπως είπαμε, του Δημοσίου τότε».

Σαρακατσαναίοι στα Άγραφα

Από την Πετσαλούδα και το Μπορλέρο μέχρι το οροπέδιο της Νιάλας, το Τροβάτο και τα Βραγγιανά ο τόπος ήταν γεμάτος ζωή, ανθρώπους, κονάκια, κοπάδια. Ο Σεραφείμ Τσιτσάς στο βιβλίο του Τ’ Άγραφα της Πίνδου αναφέρει ότι προπολεμικά οι σαρακατσάνοι σε όλα τα Άγραφα αποτελούσαν 70 τσελιγκάτα με 577 οικογένειες και περίπου 100 χιλιάδες νομαδικά πρόβατα. Ως πιο ονομαστοί τσελιγκάδες καταγράφονται οι Ακριβαίοι (Έλατος Βραγγιανών), ο Αλεξάκης (Βραγγιανά), οι Αραπογιανναίοι (Νιάλα), οι Ζυγογιανναίοι (Μπελοκομύτης), ο Πέτρος και Θύμιος Καραΐσκος (Άγραφα, Βελέσι), οι Κολοβαίοι (Καρίτσα Δολόπων), οι Μαλαμουλαίοι (Κριθάρια Βραγγιανών), ο Μαργώνης (Τροβάτο), ο Σαλαγιάννης (Μίγδου Αγραίων), οι Τσιγαριδαίοι (Καμάρια) και άλλοι πολλοί. Το 1953 ο Γιώργος Αθανασιάδης Νόβας (γνωστός και με το λογοτεχνικό του όνομα Γιώργος Αθάνας), στην βιωματική ποιητική συλλογή του Τραγούδια των βουνών γράφει για τους τσελιγκάδες που συνάντησε στα αγραφιώτικα βουνά: «Κουμπάρος ήρθα στ’ Άγραφα και τη χαρά δε κρύβω / τα βλαχοτόπια γνώρισα, τους τσελιγκάδες είδα… / Στο Μαλαμούλη προσπερνώ, διαβαίνω στον Ακρίβο / Βελέντζα, μη με καρτερής! Δε θα ‘ρθω Τσιγαρίδα / Το Σαλαγιάννη χαιρετώ και πάω στον Πατσαούρα / στη Σάϊκα, στον Καταραχιά, στ’ αγναντερά Μαράθια / να φάω ψιμάρνι στο σουβλί, να πιω νερό στην γκούρα, / να ιδώ τον ήλιο την αυγή στης θάλασσας τα βάθια!».

Το όνομα

Μέσα σε αυτήν την πραγματικότητα που περιγράφεται από πολλές και διαφορετικές μαρτυρίες δεν προκαλεί διόλου έκπληξη ότι κοντά στα 4.000 πρόβατα και γίδια έβοσκαν μόνο στην περιοχή του Ελατάκου11. «Τα βοσκοτόπια πήγαιναν μέχρι τον Φούρνο, στην Πόρτα [των Αγράφων]. Η λάκα πριν την Πόρτα είναι η Χούνη, έχει και κάποιες πηγές εκεί. Πριν φτάσουμε στην Πόρτα είναι μια ρεματιά μεγάλη. Εκεί συνήθως το καλοκαίρι σταλίζανε κάποια κοπάδια πρόβατα, πιο χαμηλά που είχε έλατα». Κατά τον Ζυγογιάννη ακόμα και το όνομα της Πετσαλούδας περιγράφει τα μορφολογικά απόνερα της κτηνοτροφικής ζωής σε εκείνα τα μέρη. «Η Πετσαλούδα είναι μια πλαγιά που επειδή δεν είχε πολλά δένδρα ήταν σαν πέτσα, γυμνή».

«Τότε επειδή βοσκούσαν τα πρόβατα ήταν πολύ χαμηλά τα έλατα. Όπως καταλαβαίνετε το περπατούσαν συνέχεια, δεν άφηναν να μεγαλώσει κανένα δέντρο. Ε, ήταν ένας έλατος εκεί μόνος και το έβγαλαν έτσι», θα μας πει ο Γιώργος Ζυγογιάννης για το πώς προήλθε το όνομα της περιοχής.

Το τέλος της κτηνοτροφίας

Παρόλο που θα μπορούσαν να γραφτούν πολλοί και διαφορετικοί λόγοι — και σε ένα βάθος χρόνου — για τους οποίους η κτηνοτροφία άρχισε να αραιώνει απελπιστικά, θα πρέπει να καταγραφεί ότι στις προφορικές μαρτυρίες ανθρώπων των χωριών πέριξ της Πλαστήρα, η δημιουργία της τεχνητής λίμνης αναφέρεται πάντα (ανάμεσα στα άλλα) ως ένα γεγονός το οποίο προκάλεσε βίαιες και συμπυκνωμένες αλλαγές στην ανθρωπογεωγραφία της περιοχής. «Μετά το έργο της λίμνης που τέλειωσε και κατακλύστηκε έφυγαν όλοι από εκεί πάνω και ερήμωσε ο τόπος. Πήγαινε κανένα κοπάδι με 50 πρόβατα από τον Μπελοκομύτη», λέει ο Γ. Ζυγογιάννης. «Τα καλύτερα χωράφια ήταν τα ποτιστικά, αυτά που ποτίζονταν από το ποτάμι. Όταν έγινε η λίμνη πάνε αυτά», συμπληρώνει ο Α. Αντωνίου.

Κατά τη διάρκεια του αντάρτικου τα σπίτια των Ζυγογιαννέικων κάηκαν δύο φορές. «Το σημείο εκείνο ήταν παρατηρητήριο των ανταρτών. Έλεγχαν το μέρος και προς Φουρνά-Βελούχι και προς τον κάμπο», λέει ο Γιώργος Ζυγογιάννης. «Εμάς μας έδιωξαν το ‘47 και μέχρι το ‘50, τα καλοκαίρια δεν επιτρεπόταν να πάμε πάνω στο βουνό. Μέναμε στην Θήβα που είχαμε τον χειμώνα τα πρόβατα. Από εκεί περνούσαν και κρύβονταν αντάρτες. Τα κάψανε μία φορά και ξαναπήγαν. Έτυχε να βρω έναν φαντάρο που ήταν από την Καρίτσα και μου έλεγε ότι είχαν εντολή να μην υπάρχει μέρος όπου θα μπορούσαν να ξενυχτήσουν». Το ‘50 θα ξαναχτίσουν τα σπίτια, τα οποία όμως θα εγκαταλειφθούν και πάλι μετά τη δημιουργία της λίμνης. 20 χρόνια αργότερα θα ανέβουν πάλι επάνω και θα ξαναχτίσουν τα σπίτια τα οποία συναντάμε σήμερα.
Χωρίς την κτηνοτροφία τα Ζυγογιαννέικα σήμερα είναι ένας οικισμός έρημος τους χειμωνιάτικους μήνες, με ζωή τα καλοκαίρια. Ευρισκόμενος πάνω στην χάραξη του μονοπατιού Κ1 που συνδέει την λίμνη Πλαστήρα με τα ευρυτανικά Άγραφα, οι άνθρωποί του εδώ και πολλές δεκαετίες είναι εξοικειωμένοι και φιλόξενοι με τους πεζοπόρους. Ακόμα και τους βαρύς χειμωνιάτικους μήνες, με τις απαιτητικές καιρικές συνθήκες των αγραφιώτικων βουνών, που δεν έμενε κανείς στον οικισμό, είχαν φροντίσει στο κέντρο του να υπάρχει πάντα προσβάσιμο ένα τηλέφωνο με κέρμα για να εξυπηρετεί τους ορειβάτες.

Η κατασκευή του καταφυγίου

Το καταφύγιο του Ελατάκου (1.453μ.) κατασκευάστηκε το 1997 στο δημόσιο δάσος της κοινότητας του Μπελοκομύτη, στο πλαίσιο του προγράμματος LIFE. Τις δαπάνες της κατασκευής ανέλαβε η Αναπτυξιακή Καρδίτσας ενώ η σχετική μελέτη έγινε από την Δημοτική Επιχείρηση Τουρισμού και Αναψυχής Καρδίτσας και τους υπαλλήλους της Γιώργο Βούζα και Χρήστο Φασούλα, στο πλαίσιο της προώθησης του ορειβατικού τουρισμού στην περιοχή. Η θέα από το σημείο ήταν μοναδική. «Από εκεί όπου είναι ο Ελατάκος καθόσουν και έβλεπες όλο τον κάμπο της Θεσσαλίας, μέχρι τον Όλυμπο και το Βελούχι καμία φορά. Τώρα άμα καθίσεις εκεί σε έχουν πνίξει τα έλατα, δεν βλέπεις, πρέπει να πας πιο πάνω για να έχεις θέα».

Αρχικά είχε επιλεχθεί η θέση της Πετρόστρουγκας, λίγο χαμηλότερα (1.150μ.), στη διαδρομή πηγαίνοντας για τον Ελατάκο. «[Την στρούγκα] την σκάψαμε και την ανακαινίσαμε κάποια στιγμή. Βρήκαμε να είναι στρωμένη κάτω με μαύρες γυαλιστερές πλάκες για να μην γλιστράνε τα πρόβατα όταν τα άρμεγαν», λέει ο Γιώργος Ζυγογιάννης. «Επειδή αυτό το μέρος ήταν ιδιόκτητο, των Ζυγογιανναίων και είναι και σε χαμηλό υψόμετρο, αποφασίστηκε [το καταφύγιο] να γίνει στον Ελατάκο». Ο Αντώνης Αντωνίου θυμάται επίσης ότι «ήταν να κάνουν και κάτι σαν θέατρο εκεί, που να έχει και θέσεις, αλλά δεν ευδοκίμησε η πρόταση αυτή».

Ο Ελατάκος σήμερα

Πρόκειται για ένα μονόχωρο προκατασκευασμένο ξύλινο κτίριο 17 τ.μ. με 6 κρεβάτια που μπορεί να φιλοξενήσει 12 άτομα. Μετά την κατασκευή του δεν έγιναν εργασίες συντήρησης και βρισκόταν σε μερική εγκατάλειψη μέχρι το 2006 οπότε και ανέλαβε τη συντήρησή του ο ορειβατικός σύλλογος της Καρδίτσας. Από τότε γίνονται τακτικές (κάποιες φορές και ανακοινωμένες) εργασίες στο καταφύγιο το οποίο διαρκώς εμπλουτίζεται με εξοπλισμό προκειμένου να έχει μια στοιχειώδη ενεργειακή αυτονομία (φωτοβολταϊκά) και να μπορεί να φιλοξενήσει πεζοπόρους οποιαδήποτε εποχή του χρόνου (σόμπα, δεξαμενή αποθήκευσης νερού, εργαλεία απαραίτητα για τη διαμονή στον χώρο ή για αποκατάσταση μικροζημιών κ.τ.λ.). «Πριν από λίγα χρόνια ξεκίνησε από τον ΕΟΣΚ μια διαρκής προσπάθεια συντήρησης και αναβάθμισης», λέει ο Παντελής Μανώλης, επί πολλά χρόνια πρόεδρος του ορειβατικού συλλόγου. «Μετά από συντονισμένες ενέργειες και πολύ εθελοντική εργασία, βάφτηκε, έγιναν καινούργια παντζούρια, κατασκευάστηκε αποθήκη για τα υλικά,, τουαλέτα, υπόστεγο για τα ξύλα, έγινε περίφραξη στον περιβάλλοντα χώρο και αρκετές άλλες εργασίες, καταφέρνοντας έτσι να το αναστήσουμε και να γίνει ένα πραγματικό καταφύγιο ανάγκης, ίσως το μοναδικό αυτοδιαχειριζόμενο στην Ελλάδα, με πολύ εγκωμιαστικές κριτικές από τους επισκέπτες του».

  1. Η λαογράφος και συγγραφέας Αγγελική Χατζημιχάλη, στο βιβλίο της Σαρακατσάνοι (Αθήνα, 1957), προϊόν επιτόπιας και βιβλιογραφικής έρευνας, παραθέτει σε παράρτημα στατιστικούς πίνακες για τον πληθυσμό, την εξάπλωση και τις μετακινήσεις των σαρακατσαναίων. Εκεί, μεταξύ άλλων, καταγράφονται και οι Ζυγογιαννέοι, 15 οικογένειες με 2.000 πρόβατα. Εμείς βρήκαμε τη σχετική αναφορά στην διπλωματική εργασία του Τάκη Ντάσιου Η στράτα των νομάδων σαρακατσαναίων Αγραφιωτών και το πολιτισμικό ίχνος της (Αθήνα, 2011). ↩︎