Μαστρογιάννη Αγράφων: «Στην μνήμη των ανθρώπων που μας έσωσαν».

Μνήμη

Στα ανατολικά Άγραφα δεν θα συναντήσεις ξέμπαρκους τουρίστες από τη λίμνη Πλαστήρα, ούτε τους δεινούς περιπατητές που συνήθως επιλέγουν τα κεντρικά και τα δυτικά. Οι χαμηλότερες κορυφές δεν είναι «κράχτης», σε γεμίζουν όμως με μία πραότητα, δασωμένες με καστανιές και ελατιές, με ένα δίκτυο μονοπατιών πατημένων περισσότερο από τα λίγα γίδια που έχουν απομείνει εκεί απάνω παρά από τις σόλες των γνωστών ορειβατικών εταιρειών. Τα χωριά και οι άνθρωποί τους αληθινοί, με την παλιακιά φιλοξενία που συναντούσες στην επαρχία της δεκαετίας του ’80. Τότε που είχες να κάνεις με περιπατητές και όχι με τουρίστες. Ένα από αυτά τα όμορφα χωριά είναι και του Μαστρογιάννη κάποτε, Αμάραντος σήμερα.

Ανεβαίνοντας για το χωριό, σε ένα σημείο του δρόμου, ακόμα διαβάζεις στην άσφαλτο τη ξεθωριασμένη κίτρινη μπογιά που γράφει «ελεύθερα Άγραφα», παραπέμποντας στον αγώνα ενάντια στην εγκατάσταση εργοστασίων παραγωγής ενέργειας στα βουνά μας. Η ιστορία του χωριού έχει μία σεβαστή σχέση με την έννοια της ελευθερίας. Στις παρακάτω γραμμές θα αφηγηθούμε μία στιγμή αυτής μέσα από την προσωπική ιστορία του Βίκτωρα Βενουζίου, ο οποίος μαζί με άλλους 81 Εβραίους, κρύφτηκαν στα τέλη του 1943 στου Μαστρογιάννη και γλίτωσαν έτσι την αιχμαλωσία από τις γερμανικές κατοχικές δυνάμεις, και τον θάνατο στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αλληλεγγύη, νοιάξιμο, κοινή μοίρα. Η εξιστόρηση είναι χειμαρρώδης.


Κεντρική φωτό / Εραστές των Αγράφων. Το μνημείο στην κεντρική πλατεία του χωριού.

Το ιστορικό πλαίσιο

Το 1943 βρίσκει την Καρδίτσα κατεχόμενη από ιταλικά στρατεύματα. Πολλά σπίτια και ξενοδοχεία είναι επιταγμένα, μεταξύ αυτών και η ιστορική «Άρνη» στο κέντρο της πόλης. Εκεί το ιταλικό στρατιωτικό επιτελείο θα πάρει την απόφαση αποχώρησης από την πόλη όταν ο ΕΛΑΣ ανατινάζει τις γέφυρες της Καράμπαλης και των Στεφανοσαίων στην σιδηροδρομική γραμμή Τρικάλων-Καρδίτσας, απομονώνοντας ακόμη περισσότερο τα κατοχικά στρατεύματα. Το βράδυ της 10ης Μαρτίου επιβάλλεται απαγόρευση κυκλοφορίας στην Καρδίτσα και ο ιταλικός στρατός φεύγει για τα Τρίκαλα. Την επόμενη ημέρα το ραδιόφωνο του BBC αναγγέλλει ότι μία από τις τέσσερις πόλεις της Θεσσαλίας στην Ελλάδα, είναι η πρώτη που απελευθερώνεται κάτω από την πίεση των δυνάμεων της αντίστασης.

Η Καρδίτσα υπό ιταλική κατοχή

Ο Βίκτωρ Βενουζίου γεννήθηκε το 1929 στην Λάρισα. Με πατέρα Λαρισαίο και μητέρα Καρδιτσιώτισσα, σε ηλικία ενός έτους μετακινήθηκαν οικογενειακώς στην Καρδίτσα. ‘Οταν ξεκίνησε ο πόλεμος ήταν ήδη 11 χρονών. Και «ένας μικρός εμποράκος», όπως μας λέει χαρακτηριστικά. «Σε όλες τις γιορτές και όλες τις Κυριακές ακολουθούσα τον πατέρα μου, ήταν γυρολόγος και πήγαινε σε διάφορα χωριά όπου γινόταν πανηγύρια και γάμοι. Πήγαινα μαζί του γιατί έπρεπε να τον βοηθήσω. Οι γονείς μου με άφηναν ελεύθερο να πηγαίνω στα διάφορα μαγαζιά της Καρδίτσας αλλά και των Τρικάλων όπου αγόραζα εμπορεύματα με τις συμβουλές του πατέρα μου και τα έφερνα στην Καρδίτσα». Ο πατέρας του ήταν μικροπωλητής, είχε ένα καλάθι με καρούλια, βελόνια, μπογιές, βετέρια – που χρησιμοποιούσαν οι οικογένειες για να στέλνουν γράμματα στους στρατευμένους – και άλλα μικροαντικείμενα, οτιδήποτε μπορεί να χρειαζόταν ένα νοικοκυριό. Κινούνταν στον άξονα Μύρος-Μακροχώρι-Κοσκινά και τα πουλούσε, είτε με χρηματικό αντίτιμο είτε με ανταλλάγματα σε είδος, όπως τυρί, ψωμί ή αυγά.

Η οικογένεια Βενουζίου δε θα νιώσει καμία ανάγκη μετακίνησης κατά την ιταλική κατοχή της Καρδίτσας, την περίοδο 1941-43. «Δεν είχαμε κανέναν λόγο γιατί οι Ιταλοί δεν έθεσαν κανένα εβραϊκό ζήτημα, δεν ήταν αντισημίτες και δεν ακολουθούσαν τη γραμμή των Γερμανών. Οι Ιταλοί είχαν επιστρατεύσει ένα σπίτι κοντά στο δικό μας και έβαζαν εκεί τα άλογά τους. Και εμείς, πηγαίναμε και ανταλλάσσαμε τσιγάρα δίνοντάς τους ψωμί».

Τόσο αυτός όσο και οι υπόλοιποι συνομήλικοί του συμμετείχαν υποχρεωτικά στην αεράμυνα της πόλης. Τα παιδιά του 2ου δημοτικού σχολείου – όπου πήγαινε – είχαν την υποχρέωση μόλις ακούσουν το σήμα για επικείμενο βομβαρδισμό να πάνε στον Αγ. Κωνσταντίνο και να χτυπάνε τις καμπάνες για να ειδοποιήσουν τους κατοίκους να τρέξουν στα καταφύγια. Η Καρδίτσα δεν βομβαρδίστηκε ποτέ θυμάται ο Βίκτωρ Βενουζίου. Τα αεροπλάνα πήγαιναν στην Λάρισα όπου ήταν το αεροδρόμιο. «Παρά μία μόνο φορά, προς το γήπεδο, αλλά εκεί είχε μόνο πρόβατα που έβοσκαν. Και κοροϊδεύαμε τους Ιταλούς ότι ήταν τόσο άστοχοι και αντί να βομβαρδίζουν την πόλη έριχναν στα πρόβατα».

Η Καρδίτσα υπό γερμανική κατοχή. Οι συνθήκες αλλάζουν

Μετά την αποχώρηση των Ιταλών η Καρδίτσα για κάποιο διάστημα θα είναι μια ανταρτοκρατούμενη πόλη με αρχές, αστυνομία, δικαστήρια, τα πάντα. Τον Αύγουστο του ’43 φθάνουν οι πρώτες πληροφορίες για συλλήψεις Εβραίων στην Θεσσαλονίκη και για την πιθανότητα αυτό να συμβεί και στην Θεσσαλία. Για προληπτικούς λόγους, η οικογένεια Βενουζίου αναχωρεί οικογενειακώς για το Σερμινίκ (Φυλακτή). «Εκεί είχαν καταφύγει και τα αδέρφια της μητέρας μου που ήταν έμποροι και οι οποίοι προπολεμικά συνεργαζόταν και είχαν και φιλίες με τους εμπόρους της Θεσσαλονίκης. Τους συναντήσαμε και μείναμε στο σπίτι του Παπαδούλη. Εκεί φιλοξενήθηκαν και τρία αδέρφια από την Θεσσαλονίκη, φίλοι του μεγαλύτερου αδερφού της μητέρας μου, που ακούγανε στο όνομα Αμαρίλιο. Αυτοί είχαν μια μεγάλη μεταφορική εταιρεία. Κατάφεραν να αποφύγουν τους διωγμούς που είχαν αρχίσει το 1942». Ο χειμώνας στην Φυλακτή είναι βαρύς και οι προμήθειες αρχίζουν να τελειώνουν. Οι γονείς του Βίκτωρα αποφασίζουν να μετακινηθούν προς τον κάμπο όπου ο πατέρας του είχε ήδη πολλές γνωριμίες λόγω του επαγγέλματός του και δεν θα είχαν κανένα πρόβλημα διαβίωσης ή διαμονής. Βρισκόμαστε ήδη στο δεύτερο ή στο τρίτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου του ’43.

«Ο πατέρας μου που είχε εμπειρίες από τέτοιες δυστυχίες γιατί ήταν αιχμάλωτος των Τούρκων στην Σμύρνη το 1920, φοβόταν να παραμείνει στην Καρδίτσα, παρόλο που δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος μια και οι Ιταλοί είχαν αποχωρήσει και οι Γερμανοί δεν είχαν έρθει ακόμα στην πόλη» μας λέει για να εξηγήσει την απόφασή τους να πάνε στο Μακρυχώρι. Πρώτα φεύγουν με τα πόδια ο πατέρας με τον μικρότερο αδερφό. Αυτός με την αδερφή του και την μητέρα του θα μείνουν στο σπίτι τους στην Καρδίτσα για να πλύνουν, και την επομένη θα έφευγαν και αυτοί για να πάνε να συναντήσουν τους υπόλοιπους. Τότε συμβαίνει ένα γεγονός, το οποίο εάν το σκεφτούμε πέρα από το στιγμιαίο αρχικό χαμόγελο της τύχης, ήταν σημάδι που προμήνυε θύελλα.

Οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής σε άγνωστο τόπο και χρόνο συλλαμβάνουν έναν αντάρτη και τον βασανίζουν προκειμένου να τους αποκαλύψει ονόματα και σπίτια ανταρτών και Εβραίων της περιοχής. «Δεν ξέρω αν αποκάλυψε ονόματα ανταρτών αλλά αποκάλυψε ένα σπίτι Εβραίων που ήξερε ότι έλειπαν. Το σπίτι του Γκανή. Και γι’ αυτό εγώ δεν τον χαρακτηρίζω καταδότη, πληροφοριοδότη [θα τον έλεγα] καλύτερα. Αυτός δεν ήξερε ότι ένα μήνα νωρίτερα είχαν έρθει τα ξαδέρφια του Γκανή και ζήτησαν από τους αντάρτες που το είχαν καταλάβει να τους δώσουν ένα δωμάτιο να μείνει η οικογένειά τους. Εκεί λοιπόν βρήκαν την οικογένεια των Εβραίων και από εκεί άρχισε να ξηλώνεται το κουβάρι και έφτασαν στο σπίτι μου».

Το γερμανικό αυτοκίνητο που σταματάει έξω από το σπίτι τους έχει τρεις επιβαίνοντες. «Ο καταδότης, ένας αξιωματικός και ο διερμηνέας των Γερμανών, ονόματι Γεώργιος Κατσούλης. Ήξερε ότι η οικογένειά μου είναι εβραϊκή και ρωτάει την μητέρα μου εκείνη τη στιγμή. ’’Μήπως μένει κανένας Εβραίος εδώ;’’ Της έδωσε να καταλάβει ποια πρέπει να είναι η απάντηση. ’’Όχι’’, του απαντάει εκείνη. ’’Εσύ τί είσαι;’’. ’’Εγώ είμαι πλύστρα’’. Και φεύγουν. Μια ώρα αργότερα, με συναντάει ο Κατσούλης στην πλατεία και μου λέει να πεις την μάνα σου να τσακιστείτε και να φύγετε γιατί θα καείτε εσείς και θα με κάψετε και εμένα». Ο Βίκτωρ Βενουζίου μας τονίζει ότι ο Γιώργος Κατσούλης ήταν επιστρατευμένος διερμηνέας καθώς προέρχονταν από οικογένεια με πατέρα Έλληνα που είχε αιχμαλωτιστεί παλαιότερα στην Γερμανία και μητέρα Γερμανίδα. «Θέλω να τονίσω ότι ο διερμηνέας ήταν επιστρατευμένος όχι καταδότης-συνεργάτης των Γερμανών και προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες στην Καρδίτσα» μας επαναλαμβάνει.

Μετά από αυτό το περιστατικό ο χρόνος κυλάει γρήγορα. «Η μάνα μου έξυπνη λέει ζέψε το άλογο να φύγουμε». Παίρνουν την αδερφή του από ένα διπλανό σπίτι που είχε πάει όταν εμφανίστηκαν οι Γερμανοί και σιγά-σιγά, από κατατόπια στα οποία ο «έμπορος» Βίκτωρας ξέρει ότι δεν θα πέσουν σε έλεγχο, φθάνουν στο Μακρυχώρι. Λίγες ημέρες αργότερα θα μεταφερθούν στον Παλαμά. Εκεί θα μείνουν από το τέλος του ‘43 μέχρι και τον Απρίλιο του ’44 όπου και θα φτάσουν στα αυτιά τους οι πληροφορίες για τους διωγμούς και τις συλλήψεις της εβραϊκής κοινότητας στην Θεσσαλονίκη. «Εγώ αυτήν την περίοδο ανεβοκατέβαινα στην Καρδίτσα, πήγαινα και πουλούσα εμπορεύματα χωρίς κανένα πρόβλημα. Δεν αισθανόμουν κάποιο φόβο. Όταν επιδεινώθηκαν τα πράγματα, που συνέλαβαν και τους Εβραίους της Λάρισας, του Βόλου, των Τρικάλων, τότε είπαμε και εμείς ότι πρέπει προληπτικά να πάμε στου Μαστρογιάννη».

Η πορεία για του Μαστρογιάννη

Ο πατέρας του Βίκτωρα ξεκινάει πάλι πρωτύτερα με τον μικρότερο από τα αδέρφια του και μέσω της Σέκλιζας (Καλλίθηρο) ανεβαίνουν στου Μαστρογιάννη. Έπειτα ξεκινούν και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας – με το κάρο και από δρόμους περιφερειακούς της Καρδίτσας – για του Μαστρογιάννη. «Κοιμηθήκαμε σε ένα σπίτι στην Σέκλιζα με την φροντίδα της οργάνωσης τότε του ΕΑΜ. Φάγαμε εμείς, ταΐσανε και το άλογό μας, και την επομένη φύγαμε και πήγαμε προς τον μύλο, εκεί όπου σταματούσε η αμαξωτή οδός Σέκλιζας-Ραχούλας-Μαστρογιάννη. Είχαμε ειδοποιήσει τον πατέρα μου, ο οποίος ήρθε με 3-4 μουλάρια και μας πήρε και πήγαμε και εγκατασταθήκαμε σε γνωστό μας σπίτι μαζί με τους υπόλοιπους. Νομίζω ότι ήταν το σπίτι του Μαχαίρα. Εκεί, μείναμε από τον Απρίλιο του ‘44 μέχρι τον Οκτώβριο του ‘44 που έφυγαν οι Γερμανοί».

Αναρωτιόμαστε γιατί του Μαστρογιάννη ήταν ένα χωριό που επέλεξαν όλοι οι Εβραίοι της Καρδίτσας, και όχι μόνο. «Ήταν πολύ πιο κοντά και πιο προσιτό να φτάσει κανείς στο Μαστρογιάννη, παρά να πάει στην Φυλακτή. Για να πας Φυλακτή, έπρεπε να πας με κάρο, να περάσεις την Μητρόπολη, τον Μεσενικόλα, την Μονή Κορώνης, όλο το οροπέδιο που είναι σήμερα η λίμνη και να φτάσει στην Πεζούλα που ήταν το τέρμα του οδικού δικτύου. Από εκεί θα έπρεπε να πας με ζώα, μισή ώρα ακόμη δρόμο. Στου Μαστρογιάννη υπήρχαν άνθρωποι που θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν, ήταν και οι συγγενείς μας».

Οι οργανώσεις του ΕΑΜ θα βοηθήσουν σε πολλές και διαφορετικές στιγμές του Εβραίους της Καρδίτσας. «Οι οργανώσεις μας βοήθησαν. Και στον Παλαμά μας έδωσαν ταυτότητες. Μας βοήθησαν και με πληροφορίες και με πραγματική βοήθεια. Η διαβίωση και η διάσωσή μας οφείλεται στις οργανώσεις και προπαντός στον ελληνικό λαό της περιοχή μας. Μας έδωσαν βοήθεια χωρίς καμία διάκριση και χωρίς κανέναν όρο».

Η ζωή στου Μαστρογιάννη

Στο χωριό βρέθηκαν 62 άτομα, ολόκληρη η εβραϊκή κοινότητα της Καρδίτσας. Μαζί με άλλα 20 άτομα από άλλες κοινότητες: 8 από την Θεσσαλονίκη, 5 απ’ τα Τρίκαλα και 7 απ’ τον Βόλο.

«Μια χαρά ήταν η ζωή εκεί. Είχαμε τη δυνατότητα να πάμε με τα πόδια από του Μαστρογιάννη στην Φίλια να προμηθευτούμε κάποια τρόφιμα». Στην Φίλια ήταν τα σπίτια από γνωστούς πελάτες της οικογένειας Βενουζίου στην Καρδίτσα, οπότε έκαναν τις προμήθειές τους και έφευγαν. «Για να πας εκεί έπρεπε να περάσεις από το Βελέσι και από εκεί να κατέβεις στο Καλλιφώνι και μετά στην Φίλια. Το έκανα 2-3 φορές, πλούσια η συγκομιδή. Και αυγά παίρναμε, και τυριά και καλαμπόκια. Δεν μπορώ να πω ότι υποφέραμε όσο καιρό μείναμε εκεί. Αντίστοιχα βοηθούσαμε με τη σειρά μας αυτούς που δεν είχαν τη δυνατότητα να κάνουν αυτό το ταξίδι, Εβραίους και μη, και μερικούς Ιταλούς που τότε ήταν αιχμάλωτοι και δούλευαν στα αγροκτήματα των Μαστρογιαννιτών».

Το χωριό απείχε μόλις 27 χιλιόμετρα από την Καρδίτσα, ωστόσο Γερμανός δεν κινήθηκε ποτέ προς τα εκεί. «Ίσως δεν έγινε επειδή δεν υπήρξε κάποια προδοσία. Ίσως επειδή είχε διασπαρθεί η συμβουλή των οργανώσεων που έλεγαν μην μιλάτε, όταν πάτε στην Καρδίτσα κάθε εβδομάδα, ότι υπάρχουν Εβραίοι στου Μαστρογιάννη γιατί θα έρθουν οι Γερμανοί και θα κάψουν το χωριό. Και υπήρχε μια σιωπή, ούτε καν σε φίλους δεν έλεγαν τι συνέβαινε στο χωριό τους. Κατέβαιναν, πουλούσαν τα ξύλα και τα εμπορεύματά τους, αγόραζαν τις προμήθειές τους και έφευγαν αμέσως».

Τον πρώτο καιρό, πέρα από την αλληλεγγύη, τους Εβραίους που έχουν εγκατασταθεί στου Μαστρογιάννη τους βοηθάει να σταθούν στα πόδια τους και μία ιδιότυπη ανταλλακτική οικονομία. Η μητέρα του Βίκτωρα είναι μοδίστρα, ράβει και επιδιορθώνει τα φορέματα των ανθρώπων του χωριού και έτσι εξασφαλίζουν βασικά είδη διατροφής. Και όχι μόνο. «Άκουσα μεταγενέστερα ότι οι Εβραίοι της Καρδίτσας, δεν ξέρω ποιος ή ποιοι, έδιναν στους Μαστρογιαννίτες που πήγαιναν κάθε Τετάρτη στην Καρδίτσα τα κλειδιά των σπιτιών τους, τους έλεγαν που ήταν κρυμμένα ορισμένα εμπορεύματα, πήγαιναν αυτοί, τα έβρισκαν, τα έπαιρναν, τα έβαζαν στα μουλάρια κάτω απ’ τα σαμάρια – κυρίως τα υφάσματα – και τα έφερναν και τα παρέδιδαν στους Εβραίους στου Μαστρογιάννη».

Η επιστροφή στην Καρδίτσα

Τον Οκτώβριο του 1944, μετά την απελευθέρωση, οι Εβραίοι της Καρδίτσας θα επιστρέψουν στα σπίτια τους. Τα υπάρχοντά τους θα τα βρουν άθικτα, με «άλφα» κεφαλαίο όπως θα μας τονίσει με ένταση ο Βίκτωρας. «Τα σπίτια μας τα βρήκαμε, τα εμπορεύματα και τις οικοσυσκευές που είχαμε εμπιστευτεί στους γείτονές μας τα βρήκαμε όλα άθικτα. Πρέπει να αναφέρω μια ακόμη σοβαρή δράση των Καρδιτσιωτών που ακούνε στο όνομα αδελφοί Λάππα, Βασίλης και Σωτήρης. Αυτοί ήταν φίλοι του θείου μου, μετέφεραν όλα τα εμπορεύματα και τις συσκευές, τα έβαλαν σε έναν στάβλο και μετά έχτισαν έναν τοίχο [ από μπροστά] και ο στάβλος ήταν απλά μικρότερος για κάποια μέτρα σε βάθος και πλάτος. Όταν επιστρέψαμε, γκρεμίσαμε τον τοίχο και πήραμε τα εμπορεύματα». Τον Ιανουάριο του 2022 ένας άλλος Εβραίος της Καρδίτσας, 15 χρονών τότε, ο Αβραάμ Καπέτας, έδωσε μία συνέντευξη στην εφημερίδα Έθνος και στον Τίμο Φακαλή. Μεταξύ άλλων, αναφέρεται και αυτός στην στήριξη που βρήκε από τους γείτονές του όλους αυτούς τους μήνες που βρίσκονταν στου Μαστρογιάννη. «Θέλω να ευχαριστήσω πολλούς γείτονές μας, όπως τις οικογένειες Παπαφωτίου του Σταύρου. Μας βοήθησαν αποδεχόμενοι να φυλάξουν κάποια προσωπικά αντικείμενα που μας ήταν απολύτως χρήσιμα, εάν και όταν επιστρέφαμε…».

Παρακολουθώντας την αφήγηση του Βίκτωρα Βενουζίου αλλά και αναζητώντας υλικό από άλλες καταγεγραμμένες αφηγήσεις της περιόδου, συναντάμε άπειρες στιγμές αλληλεγγύης της κοινωνίας της Καρδίτσας απέναντι στην εβραϊκή κοινότητα της πόλης, κινήσεις που ξεπερνούν θρησκείες και διαχωρισμούς. «Σε όλες τις γειτονικές πόλεις υπήρχε η αλληλεγγύη. Σε όλες τις πόλεις οι Γερμανοί είχαν ζητήσει όλοι οι Εβραίοι να γραφτούν στις καταστάσεις του Δήμου. Αυτό δεν συνέβη στην Καρδίτσα. Διότι πρώτον, οι Γερμανοί εγκαταστάθηκαν τελικά εκεί τον Νοέμβριο του 1943. Οι Εβραίοι στην Καρδίτσα, κατά δήλωση του δημάρχου Διονύση Κοκορίκου, δεν υπήρχαν, οπότε και να έβγαζαν προκήρυξη οι Γερμανοί δεν υπήρχε κανένας να πάει». Ο δήμαρχος θα εφοδιάσει τους Εβραίους με ταυτότητες με ελληνικά ονόματα. «Ο Βασίλης Λάππας που ήταν διευθυντής του Δήμου Καρδίτσας, όταν πήγαν οι Γερμανοί και του ζήτησαν την κατάσταση των Εβραίων της πόλης, δήλωσε ότι δεν υπάρχουν, έφυγαν για τα βουνά. Και αμέσως έσπευσε να ειδοποιήσει να φύγουν και τους προμήθευσε ταυτότητες χριστιανικές». Μία άλλη ιστορία που μας διηγείται ο Βίκτωρας είναι αυτή του καθηγητή Μπονφίλ Δαυίδ. «Μία μέρα πήγε στην Επισκοπή που τότε είχε μητροπολίτη τον Ιεζεκιήλ. Και του τακτοποιούσε την γαλλική βιβλιοθήκη του. Μπαίνει ένας Γερμανός αξιωματικός και ρωτάει, αυτός τι είναι; Αυτός είναι βοηθός μου, του απαντά. Αμέσως μόλις φεύγει ο μητροπολίτης του βάζει ένα ράσο και ένα σταυρό. Τον ξαναβλέπουν και ρωτάνε πάλι το ίδιο. Την ίδια μέρα ο δάσκαλος ζητάει από τον πατέρα μου να βρει τρόπο να τον μεταφέρει στην Απιδιά».

Σε μία αποστροφή του λόγου του ο Βίκτωρας μας λέει ότι αυτές οι ιστορίες ακούγονται πολύ περίεργες αλλά είναι πραγματικές. Πράγματι, όπως το μνημείο που στήθηκε τον Ιούνιο του 2017 στην πλατεία του Αμάραντου, το οποίο είναι αφιερωμένο, όπως περήφανα μας λέει, «όχι στην μνήμη των ανθρώπων που χάθηκαν, αλλά στη μνήμη των ανθρώπων που μας έσωσαν. Τέτοιο μνημείο υπάρχει μόνο στον Μαστρογιάννη απ’ ότι ξέρω». Η ιστορία των κατοίκων του Μαστρογιάννη, η ιστορία των Εβραίων της Καρδίτσας, η σύνθεσή τους και η δυναμική σχέση που παρήγαγαν σε μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή, είναι ένα μεγάλο μάθημα για να συνεχίσουμε να κρατάμε τα πόδια και την καρδιά μας στην σωστή πλευρά της ιστορίας. Σε μία εποχή όπου ο αντισημιτισμός, οι εθνικοί και φυλετικοί διαχωρισμοί παραμένουν οι πιο βίαιες υλικές εκφράσεις των ρατσιστών και των αφεντικών, δεν χωράνε «ναι μεν, αλλά».