Η γλώσσα άραγε μπορεί να κάνει υπολανθάνουσα παιχνίδια; Όταν ορίζει “προστατευόμενες” περιοχές, ανεπαίσθητα καθορίζει και τις “απροστάτευτες”; Τί σημαίνει προστατευόμενη περιοχή; Και ακόμα περισσότερο, τί σημαίνει απροστάτευτη; Ο κάθε τόπος σμιλεύεται από τους ανθρώπους που τον ζουν, που τον δουλεύουν, που αποτυπώνουν επάνω του την ιστορία τους για να τη συναντήσουν οι επόμενες γενιές. Ο κάθε τόπος είναι μία έκπληξη ή μία καλπάζουσα φαντασία που μπορεί να βρεθούμε κάποια στιγμή μπροστά της, μπορεί και όχι. Ο κάθε τόπος προστατεύεται από τα βιώματα, τις διηγήσεις, τις αναμνήσεις των ανθρώπων, τον ιδρώτα της επιβίωσης με αυτόν.
Από την άλλη η γλώσσα της εξουσίας μιλάει τον παλμό των εποχών. Κάποτε ήταν οι πρώιμες περιβαλλοντικές ανησυχίες των ‘80s, μετά κατέφθασε το προϊόν-τουρισμός των ‘90s, σήμερα είναι ο νέος προσοδοφόρος κύκλος της βιομηχανίας της ενέργειας. Η γλώσσα της εξουσίας έχει βρεθεί στην άβολη θέση να επαναπροσδιορίσει αυτά για τα οποία είχε μιλήσει τα προηγούμενα χρόνια. Δεν μπορεί να πει ακριβώς ότι οι προστατευόμενες περιοχές θα πρέπει να σταματήσουν να υπάρχουν ως τέτοιες. Μπορεί όμως να μιλήσει για ζωνοποιήσεις, για επενδύσεις, για ανάπτυξη. Και να υποσχεθεί εφήμερες θέσεις εργασίας. Κάθε ισοπεδωμένο βουνό και ένα μεροκάματο. Κάθε στερεμένο ποτάμι και μία εξάδα εμφιαλωμένο νερό. Κάθε νησίδα στο Αιγαίο γεμάτη με ανεμογεννήτριες και μία περσινή φωτογραφία καλοκαιρινών διακοπών, στο πλοίο, με φόντο γλάρους και το βαθύ μπλε. Κάθε ένα πλάσμα της φύσης που αφανίζεται και ένα εντυπωσιακό εξώφυλλο του National Geographic.
Οι περιοχές του δικτύου Natura βρίσκονται εδώ και δεκαετίες υπό την αφόρητη πίεση του προϊόντος του μαζικού τουρισμού, είτε στην ξενοδοχειακή είτε στην εναλλακτική του μορφή. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μία μετατόπιση του επενδυτικού ενδιαφέροντος από τη θάλασσα (και) στα βουνά. Και μία σταδιακή δημιουργία ενός θεσμικού πλαισίου διευκόλυνσης αυτών των επενδύσεων. Η ψήφιση του περιβαλλοντικού νομοσχεδίου έναν χρόνο πριν (Μάιος 2020) και ο νόμος 218 του πρόσφατου νομοσχεδίου για τις δημόσιες συμβάσεις (Μάρτιος 2021) είναι δύο νομολογικά παραδείγματα μίας πολύ συγκεκριμένης πολιτικής επιλογής: να μετατρέψει ολόκληρη την επικράτεια σε μία επενδυτική έρημο για τη βιομηχανία ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΒΑΠΕ).
Η ζωνοποίηση των Natura ως επενδυτικό εργαλείο
Η κατάτμηση των περιοχών Natura σε ζώνες και υπο-ζώνες θεωρητικά στοχεύει στον καθορισμό και τον αυστηρό έλεγχο των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων σε καθεμία από αυτές. Στην πραγματικότητα είναι ένα εργαλείο επέκτασης επενδυτικών δραστηριοτήτων σε όσο γίνεται μεγαλύτερο μέρος τους. Το νομοσχέδιο εκσυγχρονισμού της περιβαλλοντικής νομοθεσίας που ψηφίστηκε την περασμένη άνοιξη διαχώρισε εκ νέου τις περιοχές Natura σε ζώνες (Ζώνη Απόλυτης Προστασίας, Ζώνη Προστασίας της Φύσης, Ζώνη Διαχείρισης Οικοτόπων και Ειδών). Αυτό εξαρχής δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι ότι τον διαχωρισμό αυτών των ζωνών τον συνοδεύει και ο επαναπροσδιορισμός των δραστηριοτήτων που επιτρέπονται σε καθεμία από αυτές. Το γεγονός, λοιπόν, ότι στην αρχική του εκδοχή το νομοσχέδιο συμπεριελάμβανε τη δυνατότητα εξορυκτικών δραστηριοτήτων στις Ζώνες Απόλυτης Προστασίας της φύσης (στον πυρήνα δηλαδή των περιοχών Natura), πιστεύουμε ότι είναι ενδεικτική προθέσεων και σχεδιασμών. Γιατί ξέρουμε ότι τα νομοσχέδια δεν γράφονται… στο πόδι για να γίνονται «λάθη» αλλά ζυγίζουν τις κοινωνικές αντιδράσεις (εν τέλει, μετά από την κατακραυγή, οι εξορυκτικές δραστηριότητες μεταφέρθηκαν στην τρίτη «Ζώνη Διαχείρισης Οικότοπων και Ειδών»).
Το άρθρο 218
Στα μέσα του Μαρτίου ψηφίστηκε με κυβερνητική πλειοψηφία ένα νομοσχέδιο για τις δημόσιες συμβάσεις, στο οποίο εμπεριέχονταν και το άρθρο 218 που προκάλεσε πολλές αντιδράσεις. Με το άρθρο αυτό δίνεται η δυνατότητα να καθορίζονται με προεδρικό διάταγμα, μέσα σε περιοχές Natura, υπο-περιοχές όπου μπορούν να γίνουν ήπια αναπτυξιακά έργα. Για την χωροθέτηση του έργου θα απαιτείται ειδική περιβαλλοντική μελέτη (ΕΠΜ) από τον επενδυτή η οποία θα υπερισχύει έναντι των ειδικών περιβαλλοντικών μελετών που ήδη βρίσκονται σε εξέλιξη από τους αρμόδιους φορείς για το σύνολο των προστατευόμενων περιοχών.
Η αοριστολογία στη διατύπωση του συγκεκριμένου άρθρου αποδίδει και την κατεύθυνσή του: την επέκταση των επενδύσεων και σε προστατευόμενες περιοχές. Ο ορισμός «ήπιο αναπτυξιακό έργο» δεν υπάρχει πουθενά, αλλά ούτε και καθορίζονται οι όροι με τους οποίους ένα έργο μπορεί να χαρακτηριστεί «ήπιο». Η περιβαλλοντική πολιτική περνάει στην αρμοδιότητα του υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων. Ο εκάστοτε επενδυτής θα καταθέτει την περιβαλλοντική μελέτη για την υποπεριοχή που τον ενδιαφέρει και όταν αυτή εγκρίνεται θα πρέπει υποχρεωτικά να συμπεριλαμβάνεται στις συνολικές περιβαλλοντικές μελέτες της προστατευόμενης περιοχής. Δεν θα είναι, λοιπόν, οι ειδικές περιβαλλοντικές μελέτες (ΕΠΜ) διαχείρισης και προστασίας των περιοχών Natura αυτές που θα καθορίζουν τις επενδύσεις σε αυτές, αλλά το ανάποδο. «Ο επενδυτής, δηλαδή ο ιδιώτης, θα προσκομίσει την ΕΠΜ, καθορίζοντας το καθεστώς προστασίας της περιοχής στην οποία επιθυμεί να αναπτύξει τη δραστηριότητά του, τις προϋποθέσεις, τις τυχόν απαγορεύσεις κ.λπ, βάσει της σχετικής μελέτης που θα εκπονήσει. Πρόκειται δηλαδή αν όχι για καταφανή περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων, σίγουρα για παγκόσμια πρωτοτυπία! Τη στιγμή μάλιστα που βρίσκεται σε εξέλιξη το έργο εκπόνησης των ΕΠΜ, σχεδίων Προεδρικών Διαταγμάτων και Σχεδίων Διαχείρισης για τις περιοχές του δικτύου Natura 2000. Προς τι λοιπόν όλη αυτή η βιασύνη; Δεν μπορεί να περιμένει η ηγεσία των Υπουργείων Ανάπτυξης και Υπουργείων Ενέργειας τη Διοίκηση να ολοκληρώσει το έργο της, χωρίς να της βάζει τρικλοποδιά υπονομεύοντας το έργο της και αυξάνοντας το διοικητικό βάρος;», αναφέρει σε ανακοίνωσή της η Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία.
Η αποσπασματική διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών ανάλογα με τα σχέδια των επενδυτών καλύπτεται πίσω από τον καθορισμό, στις περιοχές Natura, Ζωνών Απολύτου Προστασίας. Ο Γιώργος Μπάλιας, αναπληρωτής καθηγητής στο τμήμα Γεωγραφίας του Χαροκόπειου και πρόεδρος του Φορέα Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών Κορινθιακού κόλπου, γράφει σχετικά: «Θα πρέπει να τονιστεί ότι ο όρος “περιοχές απόλυτου προστασίας” δεν υπάρχει στην οδηγία 92/43. Αυτό συμβαίνει για το λόγο ότι από τη στιγμή που θα οριστούν οι ΕΖΔ και οι ΖΕΠ, προστατεύονται με τον ίδιο τρόπο και τα ίδια μέτρα όλοι οι οικότοποι και τα είδη χάριν των οποίων ορίστηκαν αυτοί οι τόποι ως προστατευόμενοι. Επομένως δεν έχει νόημα η εξαίρεση των περιοχών απόλυτου προστασίας από τις διατάξεις του νόμου, πολλώ δε μάλλον που ως τέτοιες δηλαδή ως απόλυτου προστασίας θα προταθούν από την ΕΠΜ για την επιλεγείσα υπο-περιοχή κατά το δοκούν. Πρόκειται, λοιπόν, για φύλλο συκής ώστε να εμφανιστεί το νομοθέτημα ως δήθεν προστατευτικό της βιοποικιλότητας».
Εικονογράφηση / Μαριλένα Παπαγεωργίου.
Οι περιοχές Natura ως πρόβλημα
Οι προστατευόμενες περιοχές Natura υφίστανται εδώ και πολύ καιρό μία επικοινωνιακή αποδόμηση από υπουργούς. Ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Περιβάλλοντος Κ. Αραβώσης, θεωρεί αναπόφευκτο, εφόσον το 30% του εδάφους της ελληνικής επικράτειας είναι ενταγμένο σε ζώνες προστασίας Natura, να γίνουν επενδύσεις ΑΠΕ και εκεί. Και εάν αυτό το θεωρεί κάποιος από αυτούς που υποτίθεται ότι ασχολούνται με την περιβαλλοντική πολιτική σε αυτόν τον τόπο, πώς θα μπορούσε μετά ο υπουργός Ανάπτυξης Α. Γεωργιάδης να μην υπερθεματίσει και, ως συνήθως, να λαϊκίσει; «Δεν μπορούμε να προσχωρήσουμε όλοι στην λογική να μην γίνει τίποτα στο 30% της επικράτειας. Κάτι πρέπει να γίνει. Κάπως πρέπει να ζήσει και ο κόσμος και να φάει ψωμί», δήλωνε κατά τη διάρκεια της συζήτησης στην βουλή ενόψει της ψήφισης του άρθρου 218. «Άρα, λοιπόν, ναι, πλην εκείνων των σημείων, των περιοχών Natura που δεν μπορείς να κάνεις τίποτα και είναι μηδέν η δραστηριότητα γιατί είναι εξαιρετικά σημαντική για το περιβάλλον, στα υπόλοιπα πρέπει κάτι να κάνεις». Εδώ έχουμε μία πιο συγκεκριμένη θέση: Δεν είναι απλά αναπόφευκτες οι επενδύσεις στις περιοχές αυτές, αλλά πρέπει να γίνουν.
Μέρος της επικοινωνιακής αποδόμησης είναι και η δημιουργία της θολής εικόνας ότι στις περιοχές Natura «δεν γίνεται τίποτα». Δεν είναι ότι «δεν γίνεται τίποτα». Είναι ότι θέλουν να γίνουν κάποια πολύ συγκεκριμένα πράγματα. Σε συγκεκριμένες ζώνες υπάρχουν αγροτικές, κτηνοτροφικές και μελισσοκομικές δραστηριότητες, δραστηριότητες οικοτουρισμού και αναψυχής, ορειβατικά καταφύγια. Δραστηριότητες που βρίσκονται καθημερινά αντιμέτωπες με το στοίχημα της αρμονικής συνύπαρξης με την χλωρίδα και την πανίδα. Προφανώς η απόκρυψη ή και απαξίωση αυτών των δραστηριοτήτων εφορμάται από την πρόθεση προώθησης σε αυτές τις περιοχές επενδυτικών σχεδίων σε αιολικά και φωτοβολταϊκά, με μεγάλους επιχειρηματικούς παίκτες, σχέδια τα οποία σε κάποιες περιπτώσεις έρχονται σε άμεση σύγκρουση όχι μόνο με το φυσικό κόσμο αλλά και με τον πρωτογενή τομέα που μπορεί να αναπτύσσεται εκεί.
Ο μηχανισμός ανάκαμψης
Η συγκυρία που συγκροτείται αυτό το ευνοϊκό θεσμικό πλαίσιο επενδύσεων δεν είναι τυχαία. Ο μηχανισμός ανάκαμψης και ανθεκτικότητας (ΜΑΑ) που συγκροτήθηκε από την Ε.Ε. για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας έχει να διαχειριστεί 670 δις ευρώ. 32 δις από αυτά αντιστοιχούν στο ελληνικό κράτος, με ένα ποσοστό 37% από αυτό να πρέπει υποχρεωτικά να αφορά δράσεις για την λεγόμενη «πράσινη μετάβαση». Ένας από τους όρους που θέτει ο ΜΑΑ είναι ότι τα έργα που θα χρηματοδοτηθούν θα πρέπει να σέβονται την αρχή της μη πρόκλησης σημαντικής βλάβης, με ιδιαίτερη έμφαση στην προστασία της βιοποικιλότητας και των οικοσυστημάτων. Είναι επομένως κάτι παραπάνω από απαραίτητο για το ελληνικό κράτος να διαμορφώσει εκείνο το νέο θεσμικό πλαίσιο που θα μπορεί να νομιμοποιεί τις επενδύσεις σε ΑΠΕ σε όλο και μεγαλύτερο μέρος των βουνών και των νησιών, συμπεριλαμβανομένου των περιοχών Natura. Η πρόσφατη καταδίκη από το ευρωπαϊκό δικαστήριο για τη μη δημιουργία συγκεκριμένου πλαισίου προστασίας των Natura είναι ενδεικτική των «προβλημάτων χρηματοδότησης» που μπορεί να δημιουργηθούν στο μέλλον, όταν αιολικά εργοστάσια, φωτοβολταϊκά πάρκα, έργα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και αγωγοί μεταφοράς φυσικού αερίου σχεδιάζονται απ’ άκρη σ’ ακρη της ελληνικής επικράτειας.
Τον Δεκέμβριο του 2020 σε συνέδριο του Economist ο (τότε) υπουργός περιβάλλοντος Κ. Χατζηδάκης είχε δηλώσει ότι οι επενδυτές σε ΑΠΕ διεκδικούν από αυτό το ταμείο δάνεια της τάξης των 10 δις ευρώ. Ενώ ένα μέρος του ταμείου (200 εκ. ευρώ) σχεδιάζεται να χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη του ελείμματος του Ειδικού Λογαριασμού μέσω του οποίου επιδοτούνται οι εταιρείες ΑΠΕ. Το ταμείο, λοιπόν, γεμίζει έτοιμο για δανειοδοτήσεις, ο λογαριασμός επιδοτήσεων των εταιρειών θα ξαναγίνει πλεονασματικός, ο δρόμος ανοίγει για τα επενδυτικά λόμπι. Τα στοιχεία που ανακοίνωσε η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ), συμπεριλαμβανομένου και του κύκλου αιτήσεων του Φεβρουαρίου, είναι ενδεικτικά: 2.341 αιτήσεις για έργα ισχύος 54,36 GW…
Η δημιουργία του δικτύου
Τον Μάιο του μακρινού 1992 η δημιουργία του πανευρωπαϊκού δικτύου προστατευόμενων περιοχών Natura 2000 θα αποκρυσταλλώσει τις περιβαλλοντικές ανησυχίες της τότε ΕΟΚ (92/43/ΕΟΚ). Η συγκρότηση του δικτύου θα βασιστεί στην ενσωμάτωση δύο προϋπάρχοντων κοινοτικών οδηγιών και έτσι θα συμπεριλαμβάνει δύο κατηγορίες προστατευόμενων περιοχών: τις Ζώνες Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ) που αφορούν τα πουλιά και τους Τόπους Κοινοτικής Σημασίας (ΤΚΣ) που αφορούν τους οικότοπους. Διακηρυγμένος στόχος είναι η «προστασία της βιολογικής ποικιλομορφίας μέσω της διατήρησης των φυσικών οικότοπων, καθώς και της άγριας χλωρίδας και πανίδας».
Προστατευόμενες περιοχές
Το ελληνικό κράτος θα ενσωματώσει την ευρωπαϊκή οδηγία στο εθνικό δίκαιο το 1998. Ωστόσο, η έννοια των «προστατευόμενων περιοχών» είχε τεθεί σε εσωτερικό θεσμικό επίπεδο (ν. 856) κάμποσα χρόνια πιο πίσω, το 1938, με την ίδρυση των πρώτων εθνικών δρυμών σε Όλυμπο και Παρνασσό. Το γεγονός ότι η προστασία της φύσης είχε ταυτιστεί με τους ορεινούς όγκους, την αγριότητα και την επιβλητικότητά τους, ήταν και ο λόγος που δεν υιοθετήθηκε ο όρος «εθνικό πάρκο», όπως συνέβη σε διάφορες χώρες του εξωτερικού. Η λέξη «δρυμός», πέρα από την βασική του έννοια – δάσος δρυών – συμπεριλαμβάνει και την έννοια της περιοχής με άγρια βλάστηση, θα γράψει ο δασολόγος Ζαχαρίας Πρωϊμάκης. Το 1971 με τον νόμο 996 θα θεσπιστούν δύο ακόμη κατηγορίες προστατευόμενων περιοχών, τα αισθητικά δάση και τα διατηρητέα μνημεία της φύσης.
Το δίκτυο Natura 2000 (με τελευταία αναθεώρηση τον Δεκέμβριο του 2017) συμπεριλαμβάνει 202 Ζώνες Ειδικής Προστασίας και 241 Τόπους Κοινοτικής Σημασίας, οι οποίοι σε διάφορες περιοχές αλληλοκαλύπτονται. Το 2012 έληξε η προθεσμία που είχε το ελληνικό κράτος για για να θεσπίσει τους αναγκαίους στόχους και τα αναγκαία μέτρα διατήρησης για τους τόπους του Natura 2000. Τον Δεκέμβριο του 2020 θα καταδικαστεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (υπόθεση C-849/201).
Όταν το ΕΣΕΚ καλύπτεται και χωρίς τις Natura
Τη στιγμή που το νομοθετικό πλαίσιο ανοίγει τη βεντάλια των επενδύσεων σε ΑΠΕ στις περιοχές Natura, μία πολύ ενδιαφέρουσα έρευνα δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 2021 από το Εργαστήριο Διατήρησης της Βιοποικιλότητας του πανεπιστημίου των Ιωαννίνων (βασιζόμενη, σε στοιχεία μέχρι τον Μάρτιο του 2020, από τότε τον τελευταίο χρόνο υπάρχει αυξητική άνοδος των σχετικών αιτήσεων για αιολικά, όπως παρουσιάζουμε και στο διπλανό άρθρο). Σύμφωνα με αυτήν την έρευνα τα αιολικά εργοστάσια που έχουν αδειοδοτηθεί μέχρι σήμερα σε περιοχές εκτός Natura επαρκούν για να υπερκαλυφθεί δύο και τρεις φορές το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) για το 2030. Ο εθνικός στόχος εγκατεστημένης ισχύς αιολικών έως το 2030 είναι 7.05 GW. Η Ελλάδα πιθανόν να έχει πετύχει και ξεπεράσει τον εθνικό στόχο του 2030 καθώς σύμφωνα με τα δεδομένα του Μαρτίου του 2020 η εγκατεστημένη ισχύς των αιολικών εργοστασίων με άδεια λειτουργίας, με άδεια εγκατάστασης, με άδεια έγκρισης περιβαλλοντικών όρων και άδεια παραγωγής στο τελικό στάδιο ήταν 8,83 GW. Η πρόταση της έρευνας είναι να οριστεί ως επενδυτική ζώνη το 41,4% της χώρας που βρίσκεται εκτός των περιοχών Natura και των ζωνών εκτός δικτύου με χαμηλό και πολύ χαμηλό βαθμό κατακερματισμού από την ύπαρξη δρόμων. Βάσει αυτής της πρότασης ο εθνικός στόχος εγκατεστημένης ισχύος είναι δυνατόν να επιτευχθεί και να ξεπεραστεί κατά 1,5 φορές (10,71 GW) βάσει τον υπαρκτών αιτήσεων για αδειδοτήσεις αιολικών που υπήρχαν τον Μάρτιο του 2020.
Καταφύγια άγριας (επενδυτικής) ζωής
Εκτός από τις προστατευόμενες περιοχές Natura οι οποίες υπόκειται στον έλεγχο ευρωπαϊκών θεσμών, υπάρχουν και προστατευόμενες περιοχές με βάση το εθνικό δίκαιο. Μία από αυτές είναι τα Καταφύγια Άγριας Ζωής (ΚΑΖ). Ε, φανταστείται αυτές τις περιπτώσεις πώς τις διαχειρίζεται το ελληνικό κράτος. Αιολικά εργοστάσια έχουν εγκατασταθεί εξ’ ολοκλήρου μέσα σε αυτές τις περιοχές, όπως στον Πεταλά της Αμφιλοχίας, στον Αστακό και στο ακρωτήριο της Οχτωνιάς στην Εύβοια. Τελευταία επιτυχία ήταν η εγκατάσταση ενός τεράστιου φωτοβολταϊκού στο καταφύγιο άγριας ζωής Δόβρα-Βάλτα, κοντά στην λίμνη Πολυφύτου, καλύπτοντας συνολικά το 1/4 της έκτασής του. Σε ένα ΚΑΖ, μεταξύ άλλων, απαγορεύεται η καταστροφή ζώνης με φυσική βλάστηση με κάθε τρόπο, η καταστροφή φυτοφρακτών, η αμμοληψία, η αποστράγγιση, η επιχωμάτωση και η αποξήρανση ελωδών εκτάσεων, η ρύπανση των υδάτινων συστημάτων, η διάθεση ή απόρριψη αποβλήτων, η υπαγωγή έκτασης του καταφυγίου σε πολεοδομικό ή ρυμοτομικό σχεδιασμό κ.τ.λ.. Η μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων της εταιρείας σημειώνει ότι «η φύση του έργου είναι τέτοια ώστε η κατασκευή και η λειτουργία του, δεν θα έχει επιπτώσεις στην προστατευόμενη περιοχή». Ωστόσο, η ίδια η μελέτη αναφέρεται σε εκτάσεις όπου θα αποψιλωθεί η υφιστάμενη βλάστηση η οποία και θα πρέπει να αποκατασταθεί κατά προτίμηση με αυτόχθονα είδη της περιοχής. Και καταλήγει στην προτεινόμενη λύση «να οριοθετηθεί [το φωτοβολταϊκό] με κατάλληλου ύψους περιμετρική περίφραξη, η οποία να διαθέτει κλειδωμένη θύρα εισόδου, προκειμένου να αποτρέπεται η πρόσβαση αναρμόδιων ατόμων καθώς και ζώων εντός αυτού, και να τοποθετηθούν προειδοποιητικές πινακίδες και φωτεινή σήμανση». Οι περιφράξεις (κυριολεκτικά και σημειολογικά) γίνονται εργαλείο άσκησης περιβαλλοντικής πολιτικής.