Γιώργος Λιάλιος: «Στις συγκατοικήσεις πάντα είναι ριγμένο το περιβάλλον».

Συνεντεύξεις

Oι τοπικοί αγώνες που ξεπηδούν ενάντια στην εγκατάσταση εργοστασίων παραγωγής ενέργειας σε βουνά και σε ποτάμια, η δημόσια συζήτηση – ακόμα και σε έντονους, πολλές φορές, τόνους – σχετικά με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αποτελούν συμπυκνωμένες εκφράσεις ενός νέου κύκλου περιβαλλοντικών αγώνων που πιθανόν θα στιγματίσει τη δεκαετία που διανύουμε. Ο αντικατοπτρισμός αυτών των αγώνων στην περιβαλλοντική νομοθεσία, στις θεσμικές ρυθμίσεις (ή) και απορρυθμίσεις, η ψηλάφηση των στιγμάτων που μπορεί να αφήνουν σε κεντρικό επίπεδο, η καταγραφή τους μέσα από τις πένες της περιβαλλοντικής δημοσιογραφίας, είναι κάποια από τα θέματα που ανοίξαμε συζητώντας ένα ανοιξιάτικο μεσημέρι με τον Γιώργο Λιάλιο, δημοσιογράφο στην εφημερίδα Καθημερινή, ο οποίος τα τελευταία 18 χρόνια καλύπτει το ρεπορτάζ του (παλαιού) υπουργείου ΠΕΧΩΔΕ: περιβάλλον, πολεοδομία και χωροταξία.


Κεντρική φωτό / Γιώργος Καρκάλης, @gkarkalis. Αγριόγιδο. Θηλαστικό των ψηλών βουνών και ένα από τα απειλούμενα είδη των βαλκανίων. Σύμβολο περηφάνειας και ελευθερίας, συναντάται στην βόρεια Πίνδο, στην Οίτη, στην Γκιώνα, στην Ροδόπη και στον Όλυμπο. Απειλούμενο από την λαθροθηρία και τους επεκτεινόμενους δασικούς δρόμους ζει σε απόκρημνες βουνοπλαγιές για τη δική του προστασία.

Για έναν μη υποψιασμένο, η αναφορά σε περιβαλλοντικό ρεπορτάζ προκαλεί μία αρχική απορία, ίσως επειδή δεν το συναντάς πολύ εύκολα στους τηλεοπτικούς δέκτες παρά μόνο στις εφημερίδες – πόσοι άραγε τις διαβάζουν ακόμα στην έντυπη έκδοσή τους; «Το περιβαλλοντικό ρεπορτάζ είναι ένα πολύ ευρύ ρεπορτάζ γιατί ξεκινάει από την οικολογία και φθάνει σε τεχνικά έργα, ξεκινά από τις επιστημονικές δημοσιεύσεις και καταλήγει στις εθνικές και ευρωπαϊκές πολιτικές. Θεματικά περιλαμβάνει από αυτά που ο κόσμος σκέφτεται ως προφανή, τη φύση, τα νερά, το έδαφος και οποιαδήποτε πολιτική εξέλιξη τα αφορά. Συν τα πολεοδομικά θέματα, τα οποία παραδοσιακά τα κάνουμε οι περιβαλλοντικοί συντάκτες».

Η κοινωνική κινητικότητα της κάθε εποχής θέτει τις αιχμές της, οι οποίες με τη σειρά τους καθρεφτίζονται και δημοσιογραφικά. «Εργασιακά, τη δεκαετία του ’90 και του ‘00 το περιβαλλοντικό ρεπορτάζ είχε 20 δημοσιογράφους και τώρα οι άνθρωποι που γράφουμε σταθερά για το περιβάλλον είμαστε λιγότεροι από 10. Στις δεκαετίες της επίπλαστης ευημερίας, όπως αποδείχθηκε στην συνέχεια, υπήρξε μία πολύ μεγάλη έμφαση των ΜΜΕ στα θέματα περιβάλλοντος, τόσο που σε κάνει να σκέφτεσαι ότι τελικά την προστασία του την επιτυγχάνουν μόνο κοινωνίες σε ευημερία. Ακολούθως, η δεκαετία της κρίσης ήταν μία πολύ δύσκολη δεκαετία για εμάς, γιατί η περιβαλλοντική και πολεοδομική νομοθεσία είχαν μπει στο στόχαστρο ως παράγοντες που είναι ανασχετικοί στην ανάπτυξη. Και έτσι, για τα μεν περιβαλλοντικά υπήρχε η κόκκινη γραμμή της κοινοτικής νομοθεσίας – πάλι καλά – αλλά υπάρχουν και ζητήματα που δεν καλύπτονται από αυτήν, κυρίως στα δάση, γιατί δεν υπάρχει κοινή δασική πολιτική. Στα πολεοδομικά δε έγινε χαμός, έγιναν πολλές τροποποιήσεις της πολεοδομικής νομοθεσίας προς το χειρότερο. Έτσι είχες μία δύσκολη περίοδο όπου και τα μέσα δεν ενδιαφέρονταν για αυτά τα θέματα και υπήρχε ένα μεγάλο πλήγμα στη νομοθεσία».

Τα ονόματα των υπουργείων αλλάζουν, το περιβάλλον μένει (;)

Μέσα στα χρόνια τα υπουργεία αλλάζουν ονόματα αλλά το περιβάλλον παραμένει ένα σταθερό συνθετικό στον τίτλο τους. Άραγε αυτό υποδηλώνει ότι αποτελεί σταθερό αντικείμενο ενδιαφέροντος, ή απλά προσπερνιέται σαν φτωχός συγγενής; «Η λέξη περιβάλλον μπήκε μέσα σε ένα υπουργείο, στο ΥΠΕΧΩΔΕ, το 1985. Από εκεί και πέρα το περιβάλλον ήταν μαζί με κάτι άλλο. Ήταν με το χωροταξίας κ.τ.λ.. Όταν το 2010 η τότε υπουργός Τίνα Μπιρμπίλη εισηγήθηκε να γίνει αυτόνομο, περιβάλλοντος, θεώρησε ότι η συγκατοίκηση με την ενέργεια θα ήταν μια καλή επιλογή γιατί τα θέματα αυτά είναι πολύ κοντά. Τελικά, και πάλι αποδείχθηκε ότι δεν ήταν μια καλή συγκατοίκηση, γιατί όπως στο ΥΠΕΧΩΔΕ κυριαρχούσαν τα δημόσια έργα επί του περιβάλλοντος, έτσι και στο ΥΠΕΝ κυριαρχεί η ενέργεια έναντι του περιβάλλοντος. Γενικά, στις συγκατοικήσεις πάντα είναι ριγμένο το περιβάλλον. Υπάρχει υφυπουργός περιβάλλοντος, γενικός γραμματέας κ.ο.κ., ο υπουργός ο ίδιος συνήθως δεν ασχολείται με αυτό». Στο οργανόγραμμα του κάθε υπουργείου, το κάθε τμήμα έχει τις κατευθύνσεις του. Ο Γ. Λιάλιος εξηγεί μέσα από αυτό το πρίσμα τις διαφορετικές γνωμοδοτήσεις που εκδίδονται από υπηρεσίες του ίδιου υπουργείου. Ρωτάμε αν είναι απόρροια κάποιας εσωτερικής σύγκρουσης. «Σύγκρουση με την έννοια που με ρωτάς δεν ξέρω αν υπάρχει. Ένα κλασσικό παράδειγμα είναι τα αιολικά. Μπορεί ένα να αδειοδοτείται από την κεντρική υπηρεσία του υπουργείου Περιβάλλοντος, την ΔΥΠΑ, μπορεί κατά τη διάρκεια της διαβούλευσης να κατατεθούν από υπηρεσίες του υπουργείου αντικρουόμενες απόψεις. Αλλά αυτό δεν μπορείς να το πεις σύγκρουση ακριβώς. Το ιδανικό θα ήταν οι διευθύνσεις του υπουργείου να ήταν αυτόνομες και ανεξάρτητες σε σχέση με τον πολιτικό τους προϊστάμενο».

Ζώνες προστασίας Natura 2000

Τα τελευταία χρόνια το καθεστώς προστασίας Natura 2000 υφίσταται μία επικοινωνιακή αποδόμηση από διάφορα θεσμικά χείλη. Ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Περιβάλλοντος Κ. Αραβώσης δήλωνε το 2020 σε συγκέντρωση έξω από το υπουργείο ότι είναι αναπόφευκτο εφόσον το 30% της επικράτειας είναι ενταγμένο σε ζώνες Natura να γίνουν επενδύσεις και εκεί. Και ο υπουργός Ανάπτυξης Α. Γεωργιάδης υπερθεμάτιζε με τον γνωστό λαϊκισμό του, «ότι κάπως πρέπει να ζήσει και ο κόσμος και να φάει ψωμί». Ρωτάμε, λοιπόν, αν θέλει το ελληνικό κράτος να καταστήσει τις ζώνες Natura ένα ξεπερασμένο εργαλείο. «Δεν είναι στο χέρι του ελληνικού κράτους να αποφασίσει αν οι Natura είναι ξεπερασμένο ή όχι εργαλείο. Έχουν θεσπιστεί εδώ και 20-25 χρόνια και από τότε που μπήκε η Ελλάδα στην Ε.Ε. αναγκαστικά προσάρμοσε την νομοθεσία της στην κοινοτική. Ο νόμος 1650/85 ήταν ο πρώτος μεγάλος νόμος στην Ελλάδα για την προστασία του περιβάλλοντος. Έκτοτε ακολουθούμε την κοινοτική νομοθεσία και δεν μπορούμε να κάνουμε ότι μας κατέβει. Δυστυχώς, πολλά από τα θετικά πράγματα που έχουν γίνει για το περιβάλλον στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έγιναν γιατί φάγαμε καταδίκες από το ευρωδικαστήριο. Επειδή μας τραβήξανε το αφτί. Επομένως, δεν υπάρχει αυτό το δίλημμα. Το θέμα είναι να εφαρμόσουμε την νομοθεσία. Οι περιοχές Natura έχουν θεσπιστεί εδώ και πάρα πολλά χρόνια και η Ελλάδα δεν έχει κάνει τίποτα γι’ αυτές. Αν εξαιρέσεις κάποια εθνικά πάρκα που είχαν ένα παλιό προστατευτικό καθεστώς όπως π.χ. ο Όλυμπος, η πλειονότητα των Natura καλύπτονται απλά από μια γενική νομοθεσία. Ο λόγος να κάνεις μια περιοχή προστατευόμενη είναι προφανώς για να προστατέψεις κάτι. Ένα είδος ή έναν οικότοπο που απειλούνται. Αυτά δεν είναι one-size-fits-all. Ο κάθε οικότοπος χρειάζεται προστασία ανάλογα με το που βρίσκεται, τις συνθήκες που υπάρχουν εκεί. Χρειάζεται εξειδίκευση των μέτρων. Εμείς τώρα προσπαθούμε να το κάνουμε με τις Ειδικές Περιβαλλοντικές Μελέτες (ΕΠΜ) οι οποίες δεν τελειώνουν ποτέ. Η αναθεώρηση του χωροταξικού για τις ΑΠΕ θα έπρεπε να είχε γίνει επίσης πολύ καιρό τώρα, γιατί είναι του 2003 και είναι πολύ ξεπερασμένο. Είναι κοινός τόπος ότι το πρώτο χωροταξικό, παρόλο που ήταν μια καλή προσπάθεια – παρένθεση, πάλι μετά από ακυρωτικές αποφάσεις του ΣτΕ αυτήν τη φορά, που ήταν παράλληλος μοχλός πίεσης μαζί με το ευρωδικαστήριο – δημιουργήθηκε ένα πλαίσιο το οποίο δεν περιλάμβανε περιβαλλοντικά κριτήρια. Οι περιοχές αιολικής προτεραιότητας που έβαζε το πρώτο χωροταξικό βασίζονταν στο που έχει καλό αιολικό δυναμικό. Δεν υπήρχε καλός συνδυασμός των κριτηρίων. Αυτό είναι υπό αναθεώρηση και έχει πάρει παρατάσεις. Από την εμπειρία μου δεν είναι καλό να προδιαγράψουμε την κατεύθυνσή του. Μπορείς να δεις κείμενα και το τελικό αποτέλεσμα να είναι πολύ διαφορετικό. Αυτό στο οποίο ελπίζω είναι να έχει μια σοβαρή προσέγγιση απέναντι στα θέματα προστασίας της βιοποικιλότητας και του τοπίου, τα οποία είναι πολύ βασικά τα τελευταία χρόνια. Αυτό που φοβάμαι είναι ότι όλη αυτή η καθυστέρηση και στις ΕΠΜ και στα χωροταξικά πλαίσια το μόνο που ευνοούν είναι να συνεχίσουν να αδειοδοτούνται καινούργια αιολικά και φωτοβολταϊκά πάρκα χωρίς να υπάρχει το προστατευτικό καθεστώς. Είναι πολύ σημαντικό πρόβλημα ότι δεν εξετάζονται σωρευτικά οι επιπτώσεις τους. Δηλαδή αδειοδοτείται ένα αιολικό πάρκο και μετά αδειοδοτείται ένα ακόμα δίπλα του. Και για το δεύτερο δεν εξετάζεται ότι ήδη υπάρχουν άλλα ένα, δύο, πέντε τριγύρω. Το καθένα εξετάζει τις επιπτώσεις που έχει το συγκεκριμένο. Και αυτό έχει οδηγήσει σε στρεβλώσεις όπως π.χ. στην Καρυστία, στην νότια Εύβοια – πήγα και πρόσφατα – η οποία είναι προστατευόμενη περιοχή Natura και είναι πλήρως αλλοιωμένη, όλο εργοταξιακά ισιώματα και ανεμογεννήτριες».

Τα τελευταία τρία χρόνια έχουν κατατεθεί μια σειρά από νομοσχέδια που προσπαθούν να επανακαθορίσουν το καθεστώς προστασίας των ζωνών Natura. Τον Μάιο του 2020, μέσα από το νομοσχέδιο «Εκσυγχρονισμός της περιβαλλοντικής νομοθεσίας» επιχειρείται η ζωνοποίηση των Natura (σε Ζώνη Απόλυτης Προστασίας, Ζώνη Προστασίας της Φύσης και Ζώνη Διαχείρισης Οικοτόπων και Ειδών) και ο επαναπροσδιορισμός των δραστηριοτήτων που επιτρέπονται σε καθεμία από αυτές. Στην αρχική του εκδοχή το νομοσχέδιο περιλάμβανε τη δυνατότητα εξορυκτικών δραστηριοτήτων στις ζώνες απόλυτης προστασίας, στον πυρήνα δηλαδή των περιοχών Natura, διάταξη η οποία αποσύρθηκε μετά από αντιδράσεις και η συγκεκριμένη δραστηριότητα μεταφέρθηκε στην τρίτη ζώνη. Το καλοκαίρι του 2022 σε ένα άλλο νομοσχέδιο του υπουργείου, για την απλοποίηση των διαδικασιών περιβαλλοντικής αδειοδότησης έργων ΑΠΕ, η δυνατότητα εξορυκτικών δραστηριοτήτων μεταφέρεται από την τρίτη στην δεύτερη ζώνη των Natura (αρκεί η είσοδος του λατομείου ή του μεταλλείου να βρίσκεται έξω από αυτήν!). Ενώ το κεφάλαιο του σχεδίου νόμου που επιτρέπει βαριές χρήσεις σε προστατευόμενες περιοχές (όπως έργα ΑΠΕ, δίκτυα μεταφοράς ενέργειας και οργανωμένες τουριστικές εγκαταστάσεις) αποσύρεται λόγω και πάλι αντιδράσεων. Την άνοιξη του 2021 ένα άρθρο (219) το οποίο μπαίνει εμβόλιμα σε ένα σχέδιο νόμου για τα δημόσια έργα και τις δημόσιες συμβάσεις προβλέπει ότι μέχρι να ολοκληρωθούν οι Ειδικές Περιβαλλοντικές Μελέτες για τις περιοχές Natura μπορούν να ορίζονται, μέσα στις τελευταίες, υποπεριοχές για ήπια αναπτυξιακά έργα δημοσίου συμφέροντος. Παρά τη διαδικτυακή συγκέντρωση τριάντα χιλιάδων υπογραφών και την ομόφωνη αρνητική γνωμοδότηση της Επιτροπής Φύση 2000, του επίσημου γνωμοδοτικού οργάνου του κράτους για την προστασία της βιοποικιλότητας, το νομοσχέδιο ψηφίστηκε. Έχοντας αυτά κατά νου, αναρωτιόμαστε για ένα άρθρο γνώμης του στην Καθημερινή όπου έγραφε να κρατάμε μικρό καλάθι για τις ρυθμίσεις νομοσχεδίων που αποσύρονται. «Η εμπειρία μιλάει… Κάποιες ρυθμίσεις που αποσύρονται από κάποια νομοσχέδια θα εμφανιστούν σε ένα άλλο νομοσχέδιο. Το είχαμε δει αυτό με το παράδειγμα του αιγιαλού, όπου είχε γίνει πολύ μεγάλος ντόρος, με διαφορετικές κυβερνήσεις, και της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ, όπου οι ρυθμίσεις που είχαμε δει μέσα σε ένα ενιαίο νομοθέτημα έρχονταν σπασμένες, σιγά-σιγά, μέσα σε άλλα νομοσχέδια. Για να μην έρθει ένα νομοσχέδιο για τον αιγιαλό. Αυτή είναι μια πρακτική που δυστυχώς υπάρχει. Όπως και αυτά τα πολυνομοσχέδια σκούπες, είναι κάτι που το έχουμε δει από κυβερνήσεις όλων των αποχρώσεων. Αυτό είναι κακή νομοθέτηση. Και υποτίθεται ότι πριν από λίγα χρόνια είχαν πει ότι θέλουμε να βάλουμε ένα τέλος στις ρυθμίσεις σε άσχετα νομοσχέδια. Δεν έγινε τίποτα. Ειδικά για το περιβάλλον υπάρχει ένα επιπλέον πρόβλημα. Για πολλά ζητήματα περιβάλλοντος νομοθετούν γι’ αυτά άλλα υπουργεία. Για παράδειγμα, τα νομοσχέδια του υπουργείου Ανάπτυξης έχουν πάρα πολλές φορές διατάξεις που αφορούν περιβαλλοντικά ζητήματα. Του υπουργείου Τουρισμού, πολεοδομικά που σχετίζονται μεν με τον τουρισμό. Υπάρχει μια πολυδιάσπαση της νομοθέτησης που σου δείχνει ότι δεν υπάρχει μια κεντρική στρατηγική και το κάθε υπουργείο λειτουργεί με άξονα αυτό που θεωρεί ότι πρέπει να γίνει».

Νομοσχέδια και δημόσια διαβούλευση

Ρωτάμε αν η τεχνική και δυσνόητη γλώσσα των μελετών και των νομοσχεδίων είναι ένας παράγοντας που δυσκολεύει την παρακολούθηση των περιβαλλοντικών θεμάτων, αποτρέποντας τον κόσμο από πιο ενεργή ενασχόληση. Ο Γ. Λιάλιος θέτει το θέμα της έλλειψης ουσιαστικής διαβούλευσης. «Το πρόβλημα δεν είναι τόσο η νομική γλώσσα όσο η έλλειψη ουσιαστικής διαβούλευσης με τις τοπικές κοινωνίες για όλα τα έργα. Όταν λέω ουσιαστική διαβούλευση, εννοώ διαβούλευση στο επίπεδο του σχεδιασμού και όχι αφότου ληφθεί η απόφαση. Είναι χρήσιμη και αυτή γιατί άμα ξέρεις τί έχει αποφασιστεί μπορείς να παρακολουθήσεις την υλοποίησή του, αν θα γίνει σωστά ή αν θα γίνει κάτι άλλο. Εγώ θα ήθελα περισσότερη ουσιαστική διαβούλευση με τις τοπικές κοινωνίες. Θα μου πεις, θα εμπλακούν οι τοπικές κοινωνίες; Γιατί πολλές φορές μου λένε από την αυτοδιοίκηση ότι οργανώνουν κάτι και έρχονται τα ίδια 10-20 άτομα που είτε είναι πολιτικά ενεργά, είτε είναι πολύ ευαισθητοποιημένοι πολίτες. Βέβαια, είναι άλλο να προσφέρεται η διαβούλευση και να μην συμμετέχει ο κόσμος και άλλο να μην σου προσφέρεται καθόλου».

Τα απάτητα βουνά

Ενώ οι Ειδικές Περιβαλλοντικές Μελέτες και η αναθεώρηση των χωροταξικών σχεδίων καθυστερούν, το υπουργείο Περιβάλλοντος ασκεί επικοινωνιακή (και σίγουρα όχι φιλοπεριβαλλοντική) πολιτική εργαλειοποιώντας κάποια επιστημονικά προγράμματα, ονοματίζοντάς τα με ευφάνταστους τίτλους όπως είναι τα «απάτητα βουνά». «Όταν το πανεπιστήμιο Ιωαννίνων έκανε την ερευνητική εργασία του, δεν την έκανε με σκοπό αυτή να νομοθετηθεί για λογαριασμό του υπουργείου Περιβάλλοντος. Παρουσιάσαμε την δουλειά τους στην Καθημερινή, τότε τις ονομάζαμε Περιοχές Άνευ Δρόμων (ΠΑΔ), έτσι τις ονόμαζαν και αυτοί. Ήρθε μετά το υπουργείο Περιβάλλοντος και λέει μου αρέσει, να το υιοθετήσω. Εντάξει, δεν είναι απαραίτητα κακό. Στην πράξη όμως, αυτό που έγινε είναι τα απάτητα βουνά να έχουν κάποιους αστερίσκους. Πρώτον, δεν είναι καθεστώς προστασίας, είναι κάτι μεταβατικό. Ό,τι μπαίνει στα απάτητα βουνά μπαίνει για δύο χρόνια. Δεν είναι για πάντα. Δεύτερον, δεν ακολουθήθηκε ο κατάλογος του πανεπιστημίου, δεν πήραν τις πρώτες 20-30 περιοχές του πανεπιστημίου και είπαν θα τις κηρύξουμε όλες. Εκτός από τις μεγαλύτερες – που μπήκαν όντως όλες –, δείχνει να υπάρχει μια επιλογή από εκεί και κάτω, της μορφής θα βάλω αυτήν. Γιατί αυτήν και όχι την άλλη; Αυτό δημιουργεί κάποια ερωτήματα. Επίσης, έχει δεχθεί κάποια κριτική από τα αριστερά να το πούμε έτσι σε εισαγωγικά, από περιβαλλοντικές οργανώσεις, ότι κάποιες από τις περιοχές που έχουν ενταχθεί στις ΠΑΔ του πανεπιστημίου δεν είναι περιοχές απαραίτητα σημαντικές για την βιοποικιλότητα. Το ότι δεν έχουν δρόμους δεν σημαίνει ότι έχουν και τόσο υψηλή αξία για να υπάρξει μια ριζική απαγόρευση. Δεν θεωρώ ότι είναι μια κακή πρωτοβουλία. Το ότι χρησιμοποιείται επικοινωνιακά αυτή είναι η πολιτική, δεν με ενδιαφέρει αυτό το κομμάτι. Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα λέμε μερικές φορές. Όποιος το έκανε ας το προβάλει και ας αυτοπροβληθεί. Έχω όμως πολλές ενστάσεις για τον τρόπο που υλοποιήθηκε».

Μία ανομολόγητη απορία όσων αγωνίζονται ενάντια στη λεηλασία της φύσης είναι με ποιον τρόπο και σε ποιον βαθμό αυτοί οι αγώνες συνυπολογίζονται σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο. «Είναι ένας συνδυασμός, πόσο επηρεάζουν αυτά τα κινήματα σε τοπικό επίπεδο, πόσο θα φτάσουν στους τοπικούς βουλευτές που υπάρχουν, και από εκεί και έπειτα πόση δημοσιότητα θα δοθεί. Αν κάτι έχει δυνατές ρίζες στην τοπική κοινωνία, νομίζω ότι έχει πιο πολλές πιθανότητες να πετύχει κάτι πολιτικά. Εγώ πιστεύω ότι αν θέλεις να πετύχεις κάτι πρέπει να είσαι πολύ καλά διαβασμένος, πρέπει να είναι τεκμηριωμένο αυτό που θα διεκδικήσεις. Τα τελευταία δύο χρόνια επειδή έχει ασκηθεί κριτική στο υπουργείο Περιβάλλοντος ότι αδειοδοτεί τα πάντα, έχουν κοπεί και κάποια έργα. Το πιο εμβληματικό ήταν εκείνο με τις βραχονησίδες. Για να φτάσει να ακυρωθεί ένα έργο πάει να πει ότι έγινε μια δουλειά και από τις τοπικές κοινωνίες και τις υπηρεσίες. Πολλές φορές, οι τοπικές κινήσεις καπελώνονται από κάποιον υποψήφιο δήμαρχο και μετά αν χρωματιστούν τίθεται η αξιοπιστία τους εν αμφιβόλω».

Όσο για τις δικές του σκέψεις, στον βαθμό που έχει εμπλακεί με την δημοσιογραφική καταγραφή τοπικών περιβαλλοντικών αγώνων αλλά και με τις νομοθετικές πρωτοβουλίες των υπουργικών γραφείων; «Ομολογώ ότι έρχομαι σε αμηχανία όταν καλύπτοντας τις αντιδράσεις απέναντι σε ένα αιολικό πάρκο τυχαίνω απέναντι σε ανθρώπους που μου λένε ότι η αιολική ενέργεια είναι ένα ψέμα και μια κακή μορφή ενέργειας. Προφανώς όταν αναπτύσσεται μια βιομηχανία αυτή έχει συμφέρον να έχει οικονομικό όφελος. Δεν ζούμε στην παραμυθένια χώρα. Δεν μπορώ να δεχθώ ότι το να εκμεταλλευτείς τη δύναμη του ανέμου για να παράγεις ενέργεια ότι είναι κάτι κακό. Το ότι έχει περιθώρια βελτίωσης, έχει. Όταν ακούω αφοριστικές αντιδράσεις μουδιάζω. Δεν μπορούμε να αναθεωρήσουμε όλα τα είδη παραγωγής ενέργειας και να τα καταργήσουμε, ο καθένας να έχει ένα ανεμιστηράκι στην αυλή του. Είναι ωραίο να το κάνεις για τον εαυτό σου. Η αυτοπαραγωγή δεν έχει ενισχυθεί, είναι δίκαιη η κριτική που ασκείται ότι προωθούνται τα μεγάλα αιολικά έργα και όχι η αυτοπαραγωγή. Ωστόσο, θεωρώ ότι είναι λάθος να αφορίζεις απέναντι σε μια τεχνολογία. Μια τεχνολογία έχει θετικά και αρνητικά. Και έχοντας πάει στην Πτολεμαΐδα και στα λιγνιτοχώρια, οι συνθήκες είναι τραγικές. Και δεν το θέτω σαν επιχείρημα αντιφατικό. Ας κοιτάξουμε πώς θα κάνουμε τις τεχνολογίες μας καλύτερες».

Η κουβέντα μας κλείνει με ένα σουμάρισμα των περιεχομένων των περιβαλλοντικών κινημάτων του σήμερα. «Τα τελευταία χρόνια βλέπω ότι τα κινήματα που αναπτύσσονται ασχολούνται πιο πολύ με αυτά τα θέματα, ίσως γιατί τα υπόλοιπα θέματα έχουν κάπως αντιμετωπιστεί. Οι παράνομες χωματερές είναι πολύ λιγότερες, ας μην μπούμε στο θέμα κατά πόσο είναι σωστή η διαχείριση των απορριμμάτων στην Ελλάδα, δεν είναι. Τις τοπικές κοινωνίες φαίνεται να τις απασχολεί πιο πολύ το θέμα των αιολικών, ούτε καν των άλλων ΑΠΕ, των φωτοβολταϊκών. Παρόλο που με τα φωτοβολταϊκά χάνεται καλλιεργήσιμη γη. Ούτε με τα υδροηλεκτρικά, παρόλο που για κάποια μεγάλα υδροηλεκτρικά είναι μια πολύ μεγάλη επέμβαση στο περιβάλλον. Έχει επικεντρωθεί στα αιολικά, ίσως επειδή είναι πάρα πολύ μεγάλα τα πρότζεκτ και πάρα πολλές οι αδειοδοτήσεις που ανησυχούν τον κόσμο ότι θα αλλάξει κάτι για πάντα».