Οι εργασίες στον Τύμπανο της Αργιθέας για την κατασκευή υποσταθμού μέσης τάσης της “ΔΕΗ Ανανεώσιμες”, συνοδού έργου του αιολικού πάρκου που επίσης σχεδιάζεται στην περιοχή, έχουν ξεκινήσει από την περασμένη άνοιξη. Κάποιοι από τους ανθρώπους που έχουν υπερθεματίσει για την κατασκευή του συγκεκριμένου έργου είναι αυτοί του κοντινού χωριού της Δρακότρυπας, καθώς η έκταση ανήκει και εκμισθώνεται από τον αγροτικό συνεταιρισμό. Με αυτήν την αφορμή ασχοληθήκαμε λίγο παραπάνω με τους αναγκαστικούς αγροτικούς συνεταιρισμούς, τον τρόπο συγκρότησής τους και το πώς διαμεσολαβούν τις σχέσεις των τοπικών κοινωνιών.
Η ιστορία της συγκρότησης αναγκαστικών συνεταιρισμών ξεκινάει με τον αναγκαστικό νόμο περί δασικών συνεταιρισμών του 1939, σύμφωνα με τον οποίο όσοι κατέχουν δασικές εκτάσεις και υπερβαίνουν τα επτά άτομα, είναι υποχρεωμένοι να δημιουργήσουν έναν συνεταιρισμό για να μπορούν να τις εκμεταλλευτούν. Η λογική της παραγωγής και εμπορίας ενός συγκεκριμένου προϊόντος -όπως συμβαίνει με τους αναγκαστικούς συνεταιρισμούς των κροκοπαραγωγών στην Κοζάνη ή τον μαστιχοπαραγωγών στην Χίο- ισχύει και στην περίπτωση των δασών. Με τη διαφορά ότι εδώ πρόκειται για ένα ιδιαίτερο “προϊόν”, μία ιδιαίτερη μονάδα παραγωγής, ιδιαίτερα προσοδοφόρα όπως θα δούμε και παρακάτω, η οποία θεωρητικά υπόκειται στον αυστηρό έλεγχο του κράτους μέσω των δασικών υπηρεσιών.
Δημόσιο και ιδιωτικό δάσος
Στην περιοχή της Καρδίτσας και των Αγράφων, μετά την επανάσταση του 1821, βάσει της υπογραφής διεθνών πρωτοκόλλων και συνθηκών, το ελληνικό κράτος εμφανίστηκε ως διάδοχος του οθωμανικού. Αναγνωρίστηκε ωστόσο ότι οποιοσδήποτε πολίτης είχε κάποια εμπράγματα δικαιώματα στο οθωμανικό δίκαιο συνέχιζε να τα διατηρεί. Στον κάμπο το κράτος απαλλοτρίωσε την γη και έκανε την περίφημη αναδιανομή της στους ακτήμονες και μικροκαλλιεργητές. Στα ορεινά, με προεδρικό διάταγμα το 1915, καλούσε όσους είχαν τίτλους ιδιοκτησίας από την οθωμανική περίοδο να τους προσκομίσουν για να τους αναγνωριστούν, ως ιδιωτικά, τα δάση. Αυτό έγινε και από τις κοινότητες και τις μονές, και έτσι προέκυψαν τα σημερινά κοινοτικά ή μοναστηριακά δάση. Οι τίτλοι ιδιοκτησίας μπορεί να είχαν προέλθει είτε δια της παραχωρήσεως εξ’ ολοκλήρου της γης από τον σουλτάνο, είτε με την πιο οικονομική επιλογή της εξαγοράς του δικαιώματος χρήσης (κάρπωσης) και βόσκησης. Τρέχοντας μέσα στον χρόνο, αυτός ο διαφορετικός τρόπος απόκτησης των τίτλων ιδιοκτησίας σήμερα έχει δημιουργήσει και δύο μορφές αναγκαστικών δασικών συνεταιρισμών, αυτούς που έχουν πολύ ισχυρούς τίτλους και άρα ιδιόκτητα δάση και αυτούς που έχουν τίτλους διακατοχής του δάσους, το οποίο ιδιοκτησιακά ανήκει στο κράτος.
Το προϊόν ξύλο
Τα δάση για χρόνια στήριξαν την οικονομία, ειδικά των ορεινών περιοχών. Περιοχών όπου δεν υπήρχε η δυνατότητα να καλλιεργηθεί τρυφίλλι ή καλαμπόκι για τα ζώα, καθώς ό,τι παρήγαγε η λιγοστή γη χρησιμοποιούνταν για την διατροφή των ίδιων των κατοίκων. Το δάσος δημιουργούσε τα αποθέματα τροφής που χρειάζονταν τον χειμώνα για τα ζώα, μέσω ενός συγκεκριμένου τρόπου κλαδέματος των δέντρων και αποξήρανσης των κλαδιών τους.
Σήμερα η εμπορία του ξύλου είναι η πιο προσοδοφόρα εκμετάλλευση των δασών. Ιδίως σε περιοχές σαν αυτήν των Αγράφων, όπου το δάσος παρουσιάζει δυνατότητες σύντομης αναγέννησης, μέσα σε 20 με 30 χρόνια. Προφανώς τα δάση αυτά δεν τα δουλεύουν οι ιδιοκτήτες. Τα αναθέτουν σε υλοτομικούς συνεταιρισμούς εργασίας, έχουν επιστάτες και αυτοί σαν εργολάβοι τους δίνουν ένα πάρα πολύ καλό μεροκάματο. Ο κύκλος εργασιών της υλοτομίας σήμερα ανέρχεται σε πολλές εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ.
Δάση χωρίς επαναφορά
Σήμερα το δάσος μπορεί να γίνει προσοδοφόρο μέσα από μία άλλη διαδικασία, καταστροφική, η οποία δεν εμπεριέχει καμία πιθανότητα επαναφοράς του. Η διαδικασία αυτή είναι οι βιομηχανικές επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Οι ανεμογεννήτριες για να φτάσουν και να εγκατασταθούν σε μία βουνοκορφή απαιτούν συνοδά έργα, άνοιγμα ή διαπλάτυνση δρόμων για να περάσουν τα μηχανήματα και ο εξοπλισμός, γραμμές μεταφοράς ρεύματος από και προς την αιολική εγκατάσταση, μικρούς υποσταθμούς. Όλα αυτά τα συνοδά έργα θα περάσουν αναγκαστικά μέσα από δάση. Και εδώ οι επενδυτές χτυπούν την πόρτα δασικών συνεταιρισμών αλλά και ιδιωτών προσφέροντας άμεσο και ζεστό χρήμα. “Η δίοδος που προσφέρεται στα χαμηλά, μέσα από ιδιωτικές δασικές εκτάσεις, παίρνει περισσότερα χρήματα απ’ όσα θα πάρει η τελική εγκατάσταση στη δημόσια έκταση, ψηλά”, λέει ο Κωνσταντίνος Σούφλας, γενικός γραμματέας της Ένωσης Αγραφιώτικων Χωριών. “Σε πολλές περιπτώσεις ο ιδιώτης λειτούργησε ως ενδιάμεσος κρίκος, γιατί πιεζόταν χρονικά το έργο. Έκλεισαν γρήγορα οι συμφωνίες μαζί του γιατί ήταν καθαρά οικονομικές. Αυτό έχει να κάνει με τις αντιλήψεις και πεποιθήσεις του καθενός και την επαφή που έχει με τον τόπο του. Είναι γνωστό ότι πλέον οι περισσότεροι ιδιοκτήτες βλέπουν το δάσος ως επιχείρηση. Δέχονται να περάσουν τα έργα απ’ τις ιδιοκτησίες τους διότι σκέφτονται ως επιχειρηματίες, δεν υπήρχε περίπτωση ποτέ να σταματήσουν οποιοδήποτε έργο τους δίνει χρήματα”.
Βουνοκορφές εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ
Πριν τρία χρόνια ο γενικός διευθυντής του αγροτικού συνεταιρισμού της Δρακότρυπας Ηλίας Μπάλλας σε άρθρο του περιέγραφε, μάλλον ικανοποιημένος, πώς μέσω μίας “οκτάμηνης σκληρής διαπραγμάτευσης” με την ΔΕΗ κατάφερε την αρχική συμφωνία για μίσθωση της περιοχής στον Τύμπανο από 200 χιλιάδες ευρώ για 25 χρόνια να την επεκτείνει στα 780 χιλιάδες ευρώ. Αλλιώς, οι 142 οικογένειες του συνεταιρισμού θα μοιράζονται 30 χιλιάδες ευρώ κάθε χρόνο, μέχρι το 2032, ως ενοίκιο για την κατασκευή του αιολικού εργοστασίου. Συζητάμε γι’ αυτό και ο Κωνσταντίνος θα παρατηρήσει ότι πρόκειται για “ένα ποσό καθόλου ευκαταφρόνητο αν σκεφτείς τις οικονομικές δυνατότητες αυτής της περιοχής των θεσσαλικών Αγράφων. Ένας τόπος όπου η γη έχει αντικειμενική αξία, νομίζω, γύρω στα 25 ευρώ/στρέμμα. Όταν στα 30 χλμ., που φτάνεις στην Καρδίτσα, το στρέμμα έχει αξία πάνω από 1.000 ευρώ. Μιλάμε για τρομερή διαφορά. Η αξία της γης είναι χαμηλότερη. Η χαμηλή οικονομική δυνατότητα των κατοίκων είναι αυτή που συνετέλεσε στο να καμφθούν οι αντιδράσεις. Ένας συνεταιρισμός για να σταθεί και να πει “όχι” θα πρέπει να είναι στο ενδιάμεσο. Να έχει επαφή με την περιοχή και να είναι οικονομικά εύρωστος”.
Τόποι επίσκεψης και όχι βιώματος
Η επαφή με τα βουνά και τα ποτάμια ορίζεται μέσα από φολκλορικές αναπαραστάσεις της φύσης ή του σπιτιού του παππού και της γιαγιάς που μπορεί να αποτελούν τόπους επίσκεψης, λιγότερο ή περισσότερο συχνά, αλλά πολύ πιο σπάνια τόπους βιώματος. Οι συνεταιρισμοί αποτελούν μία (οικονομική) αποκρυστάλλωση αυτής της πραγματικότητας, στον βαθμό που τους αναλογεί. “Οι δασικοί αναγκαστικοί συνεταιρισμοί είναι μία γκρίζα περιοχή των συνεταιρισμών με την έννοια ότι ενώ αποτελούνται από δεκάδες ή εκατοντάδες μέλη, λίγα είναι τα άτομα που ασχολούνται. Αυτά, στην καλύτερη να έχουν κουραστεί. Δεν έχουν τη συλλογικότητα ενός οργάνου που να μπορεί να βγάλει και ένα ψήφισμα. Λόγω του ότι σε αυτούς τους συνεταιρισμούς ακολουθείται η κληρονομική διαδοχή οι περισσότεροι ζουν στην Αθήνα ή στα μεγάλα αστικά κέντρα, δεν έχουν καν επαφή, απλά ξέρουν ότι στο λογαριασμό τους κάθε χρόνο θα μπει ένα ποσό”.
Και κάπως έτσι οι επενδυτές έχουν βρει τους πιο πρόσφιλους συμμάχους στην καταστροφή των βουνών και των ποταμιών. Γιατί τα αλπικά πεδία, οι κορυφές με τα πουρνάρια, τα δάση με τους δρυς και τα έλατα έχουν και μία άλλη μοναδική δυνατότητα που δεν είχε περάσει απ’ το κεφάλι των παλαιότερων. Να γίνονται αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε αγοραπωλησίες των δεκάδων και εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ. Και πάνω τους να χτίζονται νοοτροπίες και καριέρες τσιφλικά.
Και κάπως έτσι να καταλαβαίνουμε πώς αλλάζουν οι γενιές. “Η προ-προηγούμενη γενιά, η γενιά που ήταν πριν την μεταπολίτευση και ίσως τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, είχε μία σχέση εξάρτησης με τα δάση και τον ορεινό όγκο, ήταν αυτή η σχέση που περιφρουρούσε το δάσος σαν τέτοιο”.