Η ενέργεια είναι ένα εμπόρευμα που εμπεριέχεται μέσα σε κάθε άλλο εμπόρευμα. Τα ρούχα, η τροφή μας, η κατοικία μας, η μετακίνησή μας, η διασκέδασή μας, όλα αυτά για να παραχθούν απαιτούν ενέργεια. Μαζί με την ανθρώπινη εργασία αποτελούν την κινητήριο δύναμη του καπιταλισμού. Όταν, λοιπόν, μιλάμε για την ενέργεια στην ουσία μιλάμε για κάθε πτυχή της ζωής μας, της καθημερινότητάς μας. Η αύξηση της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος ή των καυσίμων είναι η πιο εύκολα αντιλήψιμη εκδοχή της αναδιάρθρωσης του παγκόσμιου ενεργειακού χάρτη. Μία άλλη εκδοχή είναι το συνεχές φλερτ των δυτικών κοινωνιών της αφθονίας με την εποχή της σπάνης. Αλλά γι’ αυτό θα μιλήσουμε στο επόμενο φύλλο της εφημερίδας. Αυτό που τώρα πρέπει να κρατήσουμε είναι ότι οι αυξήσεις στο κόστος της ενέργειας που δεν συνοδεύονται και από τις ανάλογες αυξήσεις στους μισθούς σημαίνουν ένα πολύ σημαντικό πράγμα: την τελική μείωση του βασικού μισθού. Και αυτό είναι ένα ζήτημα ταξικό.
Ένα το ερώτημα, πολλές οι απαντήσεις
Ένα ερώτημα πλανάται έναν χρόνο τώρα πάνω από την Ευρώπη. Ποιος ευθύνεται για τις αυξήσεις στις τιμές του ρεύματος; Ένα ερώτημα για το οποίο συνήθως δίνεται μία και μοναδική απάντηση. Ο πόλεμος στην Ουκρανία. Και αυτό είναι λάθος.
Απελευθέρωση της αγοράς, απελευθέρωση και των τιμολογίων
Στην προηγούμενη δεκαετία το ξεκίνημα ενός νέου κύκλου καπιταλιστικής κερδοφορίας που κωδικοποιήθηκε ως “πράσινη μετάβαση” συνέβαινε παράλληλα με τη διαδικασία απελευθέρωσης της αγοράς της ενέργειας. Στην ουσία επρόκειτο για τον βίαιο μετασχηματισμό μιας ευρείας κοινωνικής πεποίθησης ότι το ρεύμα πρέπει να αποτελεί ένα φθηνό κοινωνικό αγαθό. Αυτός ο μετασχηματισμός προϋπέθετε μια σειρά θεσμικών παρεμβάσεων σε βάθος χρόνου, έναν συνεχή επικοινωνιακό πόλεμο απαξίωσης της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού και πολλές κρατικές επιδοτήσεις προς τη νέα κατεύθυνση. Ο Ειδικός Λογαριασμός ΑΠΕ (ΕΛΑΠΕ), από τον οποίο επιδοτούνταν και επιδοτούνται οι πρόθυμοι της “πράσινης μετάβασης”, με μία εξασφαλισμένη τιμή για τις επενδύσεις τους, μειώνοντας το όποιο επιχειρηματικό ρίσκο, είναι μια τέτοια περίπτωση. Το Ειδικό Τέλος Μείωσης Εκπομπών Αέριων Ρύπων (ΕΤΜΕΑΡ) που υπάρχει στους λογαριασμούς ρεύματος είναι ο τρόπος μέσω του οποίου ο καθένας και η καθεμιά μας – είτε θέλουμε, είτε όχι – τροφοδοτούμε αυτόν τον λογαριασμό. Από τα 0,3€/MW που ήταν λοιπόν αυτή η χρέωση για τις οικιακές καταναλώσεις το 2009 θα φτάσει τα 44,2€/MW το 2014. Εκείνη την εποχή, με παρέμβαση της ΡΑΕ λόγω των αντιδράσεων που είχε προκαλέσει αυτή η αύξηση, η χρέωση περιορίστηκε στα 26,3 €/MW “κλειδώνοντας” την ποσοστιαία αύξηση μέσα σε αυτήν την πενταετία στο 14.000%! Εάν προσθέσουμε στην εξωφρενική αύξηση του ΕΤΜΕΑΡ και τις αυξήσεις στις τιμές της κιλοβατώρας (28%) και των τελών και των φόρων επί αυτής (42,25%), μιλάμε για μία συνολική αύξηση 71,22% στη συνολική αξία του ηλεκτρικού ρεύματος κατά την πενταετία 2009-2013 (Για την τιμολογιακή πολιτική στην ηλεκτρική ενέργεια 2009-2014, Φλώρα Παπαδέδε, μέλος του Δ.Σ. της ΓΕΝΟΠ/ΔΕΗ, energypress, ,Μάρτιος 2015).
“Επί δεκαετίες στο παρελθόν, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες, η τιμολόγηση της ηλεκτρικής ενέργειας βασίζονταν στην επιδίωξη της εξασφάλισης εσόδων (revenue requirement), ικανών για να καλύπτουν το σύνολο των πάσης φύσεως δαπανών παραγωγής, μεταφοράς και διανομής του ρεύματος και, επιπλέον, να αφήνουν και ένα εύλογο περιθώριο κέρδους (fair rate of return), στην επιχείρηση”, γράφει ο πρώην γενικός διευθυντής οικονομικών της ΔΕΗ Κ. Β. Γιωτόπουλος (Τιμές ρεύματος: δεν φταίει μόνο ο πόλεμος, capital.gr, Ιούλιος 2022). Στην ελληνική περίπτωση αυτό το “περιθώριο κέρδους” είχε οριστεί γύρω στο 3-4%. Όμως, η απελευθερωμένη – πλέον- αγορά, έχει άλλες “ζυγαριές”. “Έτσι, φθάσαμε στον ορισμό του “οριακού κόστους”, δηλαδή της τιμής της ακριβότερης μεγαβατώρας, που προσφέρεται από τον οριακό (ακριβότερο) προμηθευτή, ως οδηγού για τον προσδιορισμό των τιμών και του ύψους των λογαριασμών, που θα καλούνται να πληρώνουν οι καταναλωτές”. Έτσι φθάσαμε στον τζόγο.
Το τζογάρισμα ενός κοινωνικού αγαθού
Τον Ιούνιο του 2018 ιδρύεται το Χρηματιστήριο της Ενέργειας (target model). Το νομοθετικό πλαίσιο λειτουργίας του θεσμοθετείται με τους νόμους 4425/2016 και 4512/2018 επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Σηματοδοτεί την μετατόπιση της ενέργειας από ένα βασικό κοινωνικό αγαθό σε ένα χρηματιστηριακό προϊόν η τιμή του οποίου θα καθορίζεται μέσα από εικονικές συναλλαγές και διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο του Χρηματιστηρίου. Όπως δηλαδή συμβαίνει σε όλα τα χρηματιστήρια. Μπορεί η δημιουργία του να ήταν μία “κοινοτική υποχρέωση” στο πλαίσιο της ολοκλήρωσης της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά ο τότε υπουργός Περιβάλλοντος Γ. Σταθάκης μιλούσε με παρρησία για το “θετικό όφελος για τους καταναλωτές καθώς διάφορες εταιρείες θα προσπαθούν να αποκτήσουν μεγαλύτερα μερίδια στην αγορά προσφέροντας και χαμηλότερες τιμές” (Φεβρουάριος 2017, ΕΡΤ). Και ποτέ δεν καταλάβαμε γιατί στην ελληνική περίπτωση τζογάρεται στο Χρηματιστήριο το 100% της ενέργειας, όταν στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες αυτό το ποσοστό είναι κατά πολύ μικρότερο (π.χ. η Ελβετία που έπεται τζογάρει μόλις το 38%). Και αυτό διότι εκεί οι παραγωγοί πουλούν την ενέργεια που έχει περισσέψει και οι αγοραστές διαπραγματεύονται την αγορά της για να καλύψουν κάποιες έκτακτες ανάγκες που έχουν προκύψει.
Το Ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας ξεκινάει την λειτουργία του τον Νοέμβριο του 2020. Σε αυτόν τον μηχανισμό κερδοσκοπίας δεν θα λείψουν από την αρχή κάποιες ακραίες στιγμές του οι οποίες χαρακτηρίζονται από τον τότε υπουργό Κ. Χατζηδάκη “κερδοσκοπικά επεισόδια” (βλ. το αναλυτικό αφιέρωμα στο Χρηματιστήριο της Ενέργειας στο προηγούμενο, 5ο φύλλο, της εφημερίδας, αναρτημένο και στο site, Χρηματιστήριο της ενέργειας: το πάσο τρώει το λουκούμι). Το ζουμί της υπόθεσης αποτυπώνεται στα στατιστικά νούμερα. Τον Σεπτέμβριο του 2020, δύο μήνες πριν την έναρξη λειτουργίας του Χρηματιστηρίου η τιμή της μεγαβατώρας είναι στα 46,6 ευρώ. Τον Σεπτέμβριο του 2021 η τιμή της έχει φτάσει στα 134,73 ευρώ. Αύξηση 189%, σχεδόν τριπλασιασμός της σε έναν χρόνο. Αλλά το ρεύμα αυξήθηκε λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, σωστά;
Το κράτος-μπαγαπόντης
Η απάντηση των αφεντικών στις αντιδράσεις για τις αυξήσεις των τιμολογίων του ρεύματος δεν ήταν κατευθείαν μια άμεση επιδοματική πολιτική. Θέτοντας από την αρχή εκτός πλάνου οποιαδήποτε υποψία για παρεμβάσεις στο χρηματιστηριακό τζογάρισμα, άπλωσαν ένα προστατευτικό πέπλο πάνω από τα υπερκέρδη των εταιρειών και επιχείρησαν μια εύκολη επικοινωνιακή μετατόπιση του θέματος. Αφού μας ζητούν να καταργήσουμε κάτι, ε, θα καταργήσουμε την ρήτρα αναπροσαρμογής. Και την… κατήργησαν;
Ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε το καλοκαίρι την κατάργησή της από τα τιμολόγια του ρεύματος με ισχύ για έναν χρόνο, από τον Αύγουστο του 2022 μέχρι τον Ιούλιο του 2023. “Με διπλή κρατική παρέμβαση τόσο στη χονδρική όσο και στη λιανική αγορά ενέργειας, θέτουμε ένα έμμεσο πλαφόν. Και, ταυτόχρονα, σταθεροποιούμε τις τιμές που φτάνουν στον καταναλωτή. Αναστέλλεται έτσι ουσιαστικά η ρήτρα αναπροσαρμογής. Και «κόβονται μαχαίρι» τα υπερέσοδα των εταιρειών ενέργειας”, δήλωνε. Αυτό, ωστόσο, που μέχρι τότε οι εταιρείες το εξασφάλιζαν με την ρήτρα αναπροσαρμογής, να μετακυλύουν δηλαδή στον καταναλωτή – μέσω ενός ξεχωριστού κωδικού χρέωσης στα τιμολόγια – το κόστος του χρηματιστηριακού τζογαρίσματος των τιμών της χοντρικής του ρεύματος, τώρα θα μπορούσαν να το κάνουν με έναν άλλον τρόπο. Με τη δυνατότητα να ανεβοκατεβάζουν κάθε μήνα την ίδια την τιμή της κιλοβατώρας. Για παράδειγμα, τον πρώτο μήνα εφαρμογής του νέου μέτρου, όπου δεν υπήρχε ρήτρα αναπροσαρμογής, η χρέωσή της ενσωματώθηκε στην αύξηση της τιμής της κιλοβατώρας: εκεί που τον Ιούνιο αυτή κυμαίνονταν από 0,25-0,35€/KW ανάλογα με τον πάροχο, τώρα έχει αυξηθεί στα 0,49-0,58€/KW!
Επιδότηση των υπερκερδών
Το επόμενο βήμα μετά την μετακύλιση του κόστους της ρήτρας αναπροσαρμογής στην τιμή της κιλοβατώρας ήταν η επιδότησή της από το κράτος. Οι μήνες περνάνε, τα χρόνια περνάνε, τα λόγια λησμονούνται. “Δεν θέλουμε ανθρώπους εξαρτημένους από επιδόματα. Θέλουμε ανθρώπους που θα πάρουν ξανά την ζωή τους στα χέρια τους”, έγραφε ο Κ. Μητσοτάκης το μακρινό 2017. Όντας στην αντιπολίτευση τότε είχε βρει ένα προνομιακό πεδίο αντιπαράθεσης με την επιδοματική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, οπότε εκείνη η περίοδος μας έχει αφήσει αρκετά τέτοια μαργαριτάρια. “Αν θέλουμε μια κρατιστική πολιτική επιδομάτων ή μια πολιτική που τονώνει την επιχειρηματικότητα και δίνει ευκαιρία στους Έλληνες απαντάμε το δεύτερο, φίλες και φίλοι”, δήλωνε την ίδια χρονιά. Ήταν η “πολιτική των ευκαιριών” και όχι των επιδομάτων, όπως είχε σχηματοποιηθεί σε εκείνη την προεκλογική εκστρατεία.
Στο σήμερα η ενεργειακή αναδιάρθρωση γίνεται διαχειρίσιμη με μια εκτεταμένη πολιτική των επιδομάτων. Και η “πολιτική των ευκαιριών” εξαντλείται στη δυνατότητα των καταναλωτών να αλλάζουν πάροχο ρεύματος κάθε μήνα, ψάχνοντας να βρουν τον πιο φθηνό. Μάλλον δεν περνάει από το μυαλό τους ότι προσπαθώντας να βγάλουμε τα προς το ζην δεν έχουμε χρόνο κάθε 30 μέρες να αφιερώνουμε κάμποσες ώρες ψάχνοντας του φθηνότερους, για τη δεδομένη περίοδο, παρόχους ρεύματος. όπως και ότι δεν έχουν όλες και όλοι τη δυνατότητα να διαβάζουν και να κατανοούν μια γλώσσα γύρω από την ενέργεια που γίνεται όλο και πιο τεχνική, όλο και πιο μυστικιστική, με μικρά γράμματα και ακατανόητες διατυπώσεις στα επί μέρους συμβόλαια των εταιρειών.
Η επιδότηση του ρεύματος δεν είναι παρά ένα μέτρο προστασίας των υπερκερδών των παραγωγών ενέργειας. Η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) θέτει κάθε μήνα ένα πλαφόν ανώτερης τιμής στο κόστος της κιλοβατώρας. Αυτές οι τιμές είναι ψιλοσταθερές για τις ΑΠΕ και κυμαινόμενες για το φυσικό αέριο και τον λιγνίτη. Οι εταιρείες ανακοινώνουν τις δικές τους τιμές λιανικής. Η διαφορά που διαμορφώνεται μεταξύ των τιμών πλαφόν και λιανικής είναι η επιδότηση που θα καταβάλλει το κράτος στους παρόχους. “Οι προμηθευτές επί της ουσίας αναγκάζονται να κάνουν πρόβλεψη της τιμής που θα δώσουν στους πελάτες τους τον επόμενο μήνα, χωρίς να γνωρίζουν πώς θα διαμορφωθεί το κόστος της χονδρεμπορικής αγοράς του ηλεκτρικού. Με άλλα λόγια, δεν ξέρουν σε τι ύψος θα ανέλθει η τιμή της μεγαβατώρας του ρεύματος στο Χρηματιστήριο Ενέργειας ένα μήνα μετά, το οποίο θα αγοράσουν για να το πουλήσουν στο πελατολόγιό τους”, γράφει η Αθηνά Καλαϊτζόγλου (Γιατί απέτυχε διπλά το νέο μοντέλο τιμολόγησης του ρεύματος, euro2day, Οκτώβριος 2022).“Και καθώς δεν είναι «Πυθίες», ενσωματώνουν στην προσφερόμενη τιμή του επόμενου μήνα ένα υψηλό ασφάλιστρο κινδύνου, μαζί με την προβλεπόμενη χονδρεμπορική τιμή, προκειμένου να αντισταθμίσουν την οποιαδήποτε «χασούρα» τους. Καταλήγουν, δηλαδή, να ενσωματώνουν την υποτιθέμενη καταργημένη από τον Αύγουστο Ρήτρα Αναπροσαρμογής στην τιμή προμήθειας και μάλιστα σε επίπεδα εκτίμησης, αφού πρόκειται για πρόβλεψη και όχι πραγματική τιμή, συν το ασφάλιστρο κινδύνου”.
Αλλά και αυτή η επιδοματική πολιτική που γνωρίζουμε σήμερα θα αναδιαρθρωθεί. Είτε θα χορηγείται κλιμακωτά, αναλόγως με τις καταναλώσεις των νοικοκυριών, είτε ανταποδοτικά, αναλόγως την εξοικονόμηση ρεύματος που θα επιτυγχάνεται. Σε γενικές γραμμές η κατεύθυνση είναι να μειωθεί σε μεγάλο βαθμό. Το έκανε σαφές ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Θ. Σκυλακάκης: “Αναγκαστικά η κυβέρνηση θα πρέπει να προχωρήσει στο «ψαλίδισμα» των επιδοτήσεων, καθώς ο προϋπολογισμός δεν αντέχει για τόσο μακρύ διάστημα να επιδοτεί σε τόσο υψηλά επίπεδα”. Τα επιδοματικά κριτήρια θα αυστηροποιηθούν προς την κατεύθυνση του αποκλεισμού των περισσοτέρων από αυτά. Η ενέργεια από ένα κρίσιμο κοινωνικό ζήτημα θα γίνει μια ιδιωτική υπόθεση που ο καθένας και η καθεμιά θα προσπαθούμε να το διαχειριστούμε στο πεδίο των οικογενειακών ή φιλικών μας κύκλων, προσπαθώντας να πληρώσουμε τα υπέρογκα ποσά των τιμολογίων.
Το ταμείο των συγκοινωνούντων δοχείων
Το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης δημιουργήθηκε το 2021 και είναι ο μηχανισμός μέσω του οποίου το κράτος επιδοτεί/πληρώνει τις εταιρείες ρεύματος, αφήνοντας ανεπηρέαστα τα υπερκέρδη τους. Πρόκειται για ένα ταμείο τα έσοδα του οποίου προέρχονται κατά βάση από όλους εμάς. Σε αυτό συγκεντρώνονται πόροι από την φορολόγηση των υπερκερδών των εταιρειών παραγωγής ρεύματος, από τον λογαριασμό των Υπηρεσιών Κοινής Ωφέλειας (ΥΚΩ), από το ΕΛΑΠΕ που συγκεντρώνει τα χρήματα του ΕΤΜΕΑΡ και τα έσοδα από ένα άλλο χρηματιστήριο, αυτών της εμπορίας ρύπων.
Το χρήμα κάνει κύκλους
Τα έσοδα από την φορολόγηση των υπερκερδών των εταιρειών επιστρέφουν πάλι πίσω σε αυτές μέσω της επιδότησης. Ας πάρουμε το παράδειγμα του μήνα Οκτωβρίου. Η ΔΕΗ καθόρισε την τιμή της κιλοβατώρας για καταναλώσεις έως 500 KWh στα 0,59 λεπτά, τιμή η οποία έπεσε στα 0,15 λεπτά μετά την επιδότηση. Την διαφορά των 0,44 λεπτών μεταξύ της αρχικής τιμής του πλαφόν δεν θα την χάσει η ΔΕΗ αλλά θα την εισπράξει με την μορφή της κρατικής επιδότησης μέσα από το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης. Το χρήμα δηλαδή ρέει και κάνει έναν φαύλο κύκλο για να καταλήξει πάλι εκεί απ’ όπου ξεκίνησε.
Οι Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας
Ο κωδικός των ΥΚΩ υπάρχει από το 2001 για να συγκεντρώνει χρήματα για τους μειωμένους λογαριασμούς του κοινωνικού τιμολογίου της ΔΕΗ αλλά και για να καλύπτει το κόστος της εταιρείας να ηλεκτροδοτεί τα μη διασυνδεδεμένα νησιά με γεννήτριες ντίζελ. Αν και κάποιος θα περίμενε μετά την ηλεκτρική διασύνδεση των Κυκλάδων και της Κρήτης με την Πελοπόννησο να υπάρξουν οφέλη για το σύνολο των καταναλωτών – ο ΑΔΜΗΕ τα υπολογίζει στα 500 εκ. ευρώ – κάτι τέτοιο δεν έχει γίνει. Και μάλλον ούτε προβλέπεται. Τον Αύγουστο που μας πέρασε 300 εκ. ευρώ από αυτόν τον λογαριασμό μεταφέρθηκαν στο Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης. Και ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας ανακοίνωσε τη δημιουργία ενός ακόμη ταμείου, ενός μόνιμου μηχανισμού αντιστάθμισης κινδύνου ο οποίος θα γεμίσει από την περαιτέρω αύξηση για τους οικιακούς καταναλωτές της καταβολής για ΥΚΩ, κατά 1 λεπτό την κιλοβατώρα. Μέχρι σήμερα οι ΥΚΩ υπολογίζονται πολλαπλασιάζοντας την κιλοβατώρα της κατανάλωσης επί 0,69 λεπτά του ευρώ. Πλέον ο πολλαπλασιασμός θα γίνεται με το 1,69, επιφέροντας μία αύξηση της τάξης του 150%.
Το εμπόριο των ρύπων
Το ευρωπαϊκό χρηματιστήριο εμπορίας ρύπων τέθηκε σε ισχύ στην Ευρώπη το 2005. Είναι ένας μηχανισμός όπου ρυπογόνες βιομηχανίες μπορούν να πωλούν και να αγοράζουν δικαιώματα εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2). Σε αυτόν τον μηχανισμό συμμετείχαν 11 χιλιάδες επιχειρήσεις πανευρωπαϊκά, περίπου 100 από την Ελλάδα. Η λειτουργία αυτού του μηχανισμού δεν καλύπτει τόσο μία φιλοπεριβαλλοντική ανάγκη των αφεντικών – αφού εάν πληρώσεις και αγοράσεις τα δικαιώματα μπορείς να παραμείνεις μια ρυπογόνα βιομηχανία – όσο αποτελεί μία οικονομικά αποδοτική τακτική στο πλαίσιο ενός χρηματιστηρίου. Σε αυτό, πέρα από τις χώρες που πωλούν και αγοράζουν δικαιώματα, συμμετέχουν και κερδοσκοπικά funds τα οποία κερδοσκοπούν ανεβάζοντας τις τιμές. “Μέσω μιας αλυσίδας εικονικών αγοραπωλησιών, στην οποία παρεμβάλλονταν εταιρείες-φαντάσματα και πλαστά τιμολόγια, οι πρωταγωνιστές της απάτης κατάφεραν να κλέψουν από τις ευρωπαϊκές φορολογικές αρχές ΦΠΑ αξίας 5 δισ. ευρώ. Η υπόθεση άρχισε να αποκαλύπτεται το διάστημα 2009 – 2010 σε μια σειρά από ευρωπαϊκές χώρες ανάμεσα στις οποίες η Γερμανία, η Αγγλία, η Γαλλία, η Ισπανία και η Ιταλία”, γράφει ο Γ. Σουλιώτης στην Καθημερινή παρουσιάζοντας μία έρευνα για μία τέτοια περίπτωση (Η “απάτη του αιώνα” με το εμπόριο ρύπων, Καθημερινή, Μάιος 2019). Την οσμή απάτης βέβαια δεν είχαν ποτέ οι θεσμικές παρεμβάσεις της Ε.Ε. στο σύστημα της εμπορίας ρύπων, οι οποίες έκλειναν το μάτι προς εκείνο τον νέο κύκλο “πράσινης” κερδοφορίας με τον οποίο ξεκινήσαμε αυτό το κείμενο. Η απόσυρση δικαιωμάτων ρύπων από το σύστημα αγοραπωλησίας είχε σαν αποτέλεσμα να ακριβύνουν οι τιμές (νόμος της προσφοράς και της ζήτησης), να επιβαρυνθούν ακόμη περισσότερα τα εργοστάσια παραγωγής ενέργειας από ορυκτά καύσιμα και να γίνει πολύ ακριβότερη η τιμή της MWh που παράγουν σε σχέση με τις αντίστοιχες από ΑΠΕ.
Ο κωδικός “ακρίβεια”
Στην Ουκρανία γίνεται ένας παγκόσμιος πόλεμος δια αντιπροσώπων. Μία στιγμή του είναι και η επίσπευση της αναδιάρθρωσης του παγκόσμιου ενεργειακού χάρτη. Εμπορικές συμφωνίες επαναδιαπραγματεύονται, νέοι καπιταλιστικοί κύκλοι κερδοφορίας ανοίγονται, συμμαχίες χτίζονται ή καταρρέουν, οι στρατοί γίνονται κρίσιμοι “παίκτες”στο χρηματιστήριο τιμών της ενέργειας, πλοία μποτιλιαρίζονται έξω από ευρωπαϊκά λιμάνια και από αποθήκες υγροποιημένου φυσικού αερίου, επιχειρηματικά σχέδια στην Αλεξανδρούπολη και τον Βόλο επισπεύδονται μπροστά στη απειλή ενός χειμώνα που θα κρυώσουμε, αλλά μπορεί και όχι.
Ο πόλεμος της Ουκρανίας σαφώς και έχει τη δική του συμβολή στο ζήτημα της ενέργειας. Είναι το σημείο σύγκλισης του χακί με τα επενδυτικά κουστούμια που καθορίζουν τιμές, δυνατότητες και προοπτικές. Αλλά από εκεί και πέρα, ο κωδικός “ακρίβεια” στην ελληνική εκδοχή του δεν μπορεί να εξετάζεται μέσα σε ένα χρονικό και πολιτικό πλαίσιο που το μόνο που προσφέρει είναι να βοηθάει τα ελληνικά αφεντικά να ξεπλύνουν πολιτικές χρόνων και να μετατοπίσουν τις αιτίες του κάμποσα χιλιόμετρα μακρυά. Γιατί υπάρχει και ένα άλλο επίδικο, το πώς μπορεί να “σπάσει” αυτός ο κωδικός. Και αυτό είναι ένα ζήτημα ταξικό, αφορά όλους και όλες εμάς που ζούμε σε αυτή την γωνιά του κόσμου. Την ανάγκη να οργανωθούμε από-τα-κάτω για να ανεβάσουμε το βιοτικό μας επίπεδο. Να αυξήσουμε τους μισθούς μας, να μειώσουμε το κόστος ζωής, να βελτιώσουμε την ποιότητά της.
Η κερδοσκοπία των ΑΠΕ
Στη συνεχή κερδοσκοπία των μονάδων ΑΠΕ μέσω του Χρηματιστηρίου της Ενέργειας αναφέρεται μελέτη του ΑΔΜΗΕ που παραδόθηκε τον Οκτώβριο στην Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας. Σύμφωνα με αυτήν απ’ όταν ξεκίνησε η επιβολή πλαφόν (85€/MWh) στην Προημερήσια Αγορά του Χρηματιστηρίου – εκεί όπου δημοπρατούνται οι προσφορές των μονάδων για τον ενεργειακό προγραμματισμό της επόμενης μέρας – οι εταιρείες ΑΠΕ δήλωναν σε αυτήν λιγότερες ποσότητες ρεύματος από αυτές που παρήγαγαν. Το υπόλοιπο το κρατούσαν για την Ενδοημερήσια Αγορά – όπου εδώ γίνονται αυθημερόν συμπληρωματικές αγορές και πωλήσεις – καθώς εκεί δεν υπήρχε πλαφόν και οι τιμές που πληρώνονταν καθορίζονταν από την Τιμή Εκκαθάρισης Αγοράς – βάσει αυτής όλοι οι παραγωγοί πληρώνονται στην υψηλότερη τιμή που θα δωθεί από έναν από αυτούς. Οι αποκλίσεις των εταιρειών ΑΠΕ για το τρίμηνο Ιουλίου-Σεπτεμβρίου κυμαίνονται από 29% έως 41%, ποσοστό το οποίο αντιστοιχεί περίπου στα 66 εκατομμύρια ευρώ. Τελικά μήπως οι “πράσινοι” επενδυτές πιο πολύ από φίλοι του περιβάλλοντος είναι φίλοι του χρήματος;