Ένα ανύποπτο απόγευμα ενός παρατεταμένου φθινοπώρου βρίσκομαι σε ένα καραγκούνικο καφενείο. Από το πρωί τα σύννεφα φορτώνουν τη γη με αρκετά χιλιοστά νερού. Δύο άντρες κατεβάζουν μία γουλιά τσίπουρο και παρακινεί ο ένας τον άλλον για να προλάβουν το τελευταίο φως του σούρουπου. Φορούν γαλότσες, ταλαιπωρημένα νάιλον αδιάβροχα και βγαίνουν έξω. Αποστολή τους να κάνουν ένα τελευταίο τσεκάρισμα στα αναχώματα του Ενιπέα. Δεν τους κινητοποιεί τόσο η βροχή που ξεκίνησε εδώ κάτω το πρωί, όσο που τις προηγούμενες δύο ημέρες έβρεχε ασταμάτητα στα ορεινά του νομού. Για τα χωριά του κάμπου τα δύσκολα ξεκινούν μετά από δύο ημέρες συνεχόμενης βροχής εκεί απάνω. Για το πάσχον υδάτινο σύμπλεγμα του κάμπου, οι αλεπούδες και οι ασβοί αποτελούν έναν ασύμμετρο παράγοντα που πρέπει να λαμβάνουν σοβαρά υπόψιν, καθώς οι τρύπες που ανοίγουν στα αναχώματα μπορούν να επισπεύσουν δύσκολες καταστάσεις.
Φωτό / Γιώργος Νιάκας.
ΕΡΕΥΝΑ, ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΒΑΛΤΟΥ
Στο προηγούμενο τεύχος του περιοδικού η έρευνά μας επικεντρώθηκε στο υδατικό πρόβλημα της Θεσσαλίας, την έλλειψη νερού για να καλύψει τις αρδευτικές ανάγκες. Δύο μήνες αφότου αυτή είχε διαβαστεί απ’ όσους ήταν να διαβαστεί, βρεθήκαμε στην αμήχανη θέση να εξετάζουμε εκείνη την έρευνά μας από την ανάποδη, πώς το ζήτημα της έλλειψης, μετατράπηκε σε μία ακραία συγκέντρωση νερού μέσα από ένα πλημμυρικό φαινόμενο. Συζητώντας με ανθρώπους που έχουν μεγαλύτερη τριβή με το αντικείμενο καταλάβαμε ότι αυτή η γρήγορη εναλλαγή παραδειγμάτων είναι το σύμπτωμα μίας ασθένειας που συνεχίζει να κωδικοποιείται γύρω από τις λέξεις «Θεσσαλία και νερό». Και όσο το αντιμετωπίζουμε συγκυριακά ή ως απόληξη πελατειακών πολιτικών, θα είναι εδώ να μας θυμίζει με βίαιες εξάρσεις ότι ακροβατούμε στο όριο.
Πλημμύρες και ξηρασίες, ένα νόμισμα με δύο όψεις
«Οι πλημμύρες με τις ξηρασίες είναι η ίδια όψη του ίδιου νομίσματος. Είναι ένας μηχανισμός φαύλου κύκλου», λέει ο Νικήτας Μυλόπουλος, καθηγητής στο τμήμα Πολιτικών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και διευθυντής του Εργαστηρίου Υδρολογίας και Ανάλυσης Υδατικών Συστημάτων. «Αυτό που έκανε η αλλαγή του κλίματος είναι να φέρει πολύ περισσότερες και πολύ πιο έντονες πλημμύρες και ξηρασίες. Έχουμε μία αύξηση των ακραίων φαινομένων και όλα αυτά σε μία περιοχή η οποία έχει ήδη έλλειψη νερού. Και έτσι δημιουργείται ένα πολύ σύνθετο περιβαλλοντικό πρόβλημα». Παρόλο που μιλάμε για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος η αφετηρία των δύο καταστάσεων είναι διαφορετική. «Η λειψυδρία είναι ένα ανθρωπογενές φαινόμενο, δεν έχει να κάνει με την ξηρασία ή την ανομβρία που είναι φυσικά φαινόμενα. Σημαίνει ότι λείπει νερό. Είναι η μη κάλυψη των τεράστιων, πλέον, αγροτικών αναγκών από τις φυσικές δεξαμενές. Το ότι λείπει, δεν φταίει η φύση. Και πριν την κλιματική κρίση στην Θεσσαλία υπήρχε ένα τεράστιο υδατικό έλλειμμα. Το οποίο δημιουργήθηκε γιατί αυξήθηκε σε τεράστιο βαθμό η αρδευτική παραγωγή και επομένως αυτές τις ανάγκες δεν μπόρεσαν να τις καλύψουν τα νερά της Θεσσαλίας. Το ‘80 και το ‘90 έγινε το μεγάλο πάρτι κυρίως με την μονοκαλλιέργεια του βαμβακιού και την κατασπατάληση του νερού». Από την άλλη, «οι πλημμύρες είναι ένα φυσικό φαινόμενο που υπήρχαν και θα υπάρχουν πάντα. Δεν κάναμε πότε καμιά συμφωνία με τον θεό ότι θα βρέχει όπως θέλουμε».
Και αφού συμφωνία με τον θεό δεν μπορούμε να κάνουμε το θέμα είναι πώς θα μπορέσουμε να κάνουμε μία συμφωνία με τους ανθρώπους. Καθώς η διαχείριση των περιβαλλοντικών ζητημάτων δεν είναι «αγαπώ τα πουλάκια και τα δενδράκια» αλλά ανταγωνισμοί οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων (όπως άλλωστε αποδεικνύεται και από τις επενδύσεις ΑΠΕ σε βουνά και ποτάμια), η κατεύθυνση που θα πάρει αυτή η διαχείριση είναι προϊόν ταξικού ανταγωνισμού. Η διεκδίκηση ενός συνολικού αντιπλημμυρικού σχεδιασμού είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι αυτής της ιστορίας. Οφείλουμε όμως και να σκεφτούμε πώς φτάσαμε σε αυτό το σημείο. Και εδώ ίσως χρειαστεί να γράψουμε και δύο πράγματα που μπορεί να μην είναι τόσο δημοφιλή.
Τα Σχέδια Διαχείρισης Πλημμυρών
Τον Ιανουάριο του 2018 δημοσιεύτηκε το Σχέδιο Διαχείρισης Κινδύνων Πλημμύρας των Λεκανών Απορροής Ποταμών του Υδατικού Διαμερίσματος της Θεσσαλίας. Τα μοντέλα που «έτρεξαν» οι διάφορες επιστημονικές ομάδες που συνεργάστηκαν για την κατάρτιση των χαρτών που συνοδεύουν αυτό το σχέδιο επαληθεύτηκαν δύο χρόνια αργότερα (2020) με τα πλημμυρικά φαινόμενα του Ιανού. Στην περίπτωση του νομού Μαγνησίας πολλές από τις περιοχές που επλήγησαν τον Σεπτέμβριο χαρακτηρίζονται ως ζώνες δυνητικά υψηλού κινδύνου πλημμύρας (η κλειστή λεκάνη της λίμνης Κάρλα και ο Ξηριάς). Σε αυτές τις ζώνες συμπεριλαμβάνεται και τμήμα του πολεοδομικού συγκροτήματος του Βόλου απ’ όπου διέρχονται τα ρέματα Άναβρος, Κραυσίδονας και Ξηριάς. Η συχνότητα επαναφοράς των προγνωστικών μοντέλων (50, 100 και 1000 χρόνια), αφορά όχι τόσο μία χρονική επανάληψή τους αυστηρά μέσα στο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, όσο μία αλγοριθμική απεικόνιση της συχνότητας επανάληψης που προβλέπεται ότι μπορεί να έχουν αυτά. Η σύντομη εμφάνιση τον Σεπτέμβριο του 2023 ενός ακόμη πλημμυρικού φαινομένου τρία χρόνια μετά τον Ιανό, με μεγαλύτερη ένταση στην ποσότητα νερού που έπεσε αλλά και σε μεγαλύτερη γεωγραφική έκταση — ολόκληρη η Θεσσαλία, καταδεικνύει μία συνολικότερη αλλαγή που συντελείται και την ανάγκη αναθεώρησης αυτών των Σχεδίων (το ελληνικό κράτος έχει ήδη παραπεμφθεί στο Ευρωδικαστήριο καθώς η δεύτερη αναθεώρησή τους που αφορά την περίοδο 2022-2027 θα έπρεπε να έχει ήδη ολοκληρωθεί από το 2021).
Τα εναλλακτικά σενάρια που κατατίθενται στο Σχέδιο Διαχείρισης για τον μετριασμό των επιπτώσεων από τα πλημμυρικά φαινόμενα, αποτυπώνουν πολιτικές κατευθύνσεις. Στο πρώτο σενάριο παραμένουν τα ισχύουσα αντιπλημμυρικά έργα (τα οποία από τα γεγονότα είναι εμφανές ότι έχουν ξεπεραστεί). Στο δεύτερο, περιλαμβάνονται τεχνικά και μη τεχνικά μέτρα για τον περιορισμό της ζημιάς που επιφέρουν οι πλημμύρες στις οικονομικές δραστηριότητες της περιοχής, στους οικισμούς και στις τεχνικές υποδομές με ταυτόχρονη προστασία της φυσικής λειτουργίας των υδατορευμάτων (είναι το σενάριο που προτείνεται να υιοθετηθεί). Το τρίτο, περιλαμβάνει τεχνικά έργα αύξησης της παροχετευτικότητας των ποταμών με την κατασκευή αναχωμάτων και τη διάνοιξη και διαπλάτυνση της κοίτης τους (θα απορριφθεί καθώς «συνεπάγεται υπερβολικό κόστος λόγω της ιδιαιτερότητας της περιοχής» καθώς οι ζώνες δυνητικού κινδύνου πλημμύρας καλύπτουν το 31,7% του υδατικού διαμερίσματος της Θεσσαλίας με ένα πολύ σημαντικό μήκος ποταμών). Τέλος, το τέταρτο σενάριο περιλαμβάνει την απόδοση της πλημμυρικής κοίτης στα ποτάμια και την απομάκρυνση των τεχνικών αντιπλημμυρικών έργων που έχουν γίνει σε αυτά.
Παρεμβάσεις τοπικές και όχι συνολικές
Μετά τον Ιανό ανατέθηκε από το υπουργείο Δικαιοσύνης σε μία επιτροπή εμπειρογνωμόνων να εξετάσει τις αιτίες των καταστροφών που προκάλεσε και να καταθέσει προτάσεις. Μέσα από προσομοιώσεις η επιτροπή κατέληξε σε μία σειρά επισημάνσεων οι οποίες διέφεραν από περιοχή σε περιοχή, ανάλογα με την μορφολογία της, και περιελάμβαναν το στένεμα της κοίτης των ποταμών, τα ημιμόνιμα αρδευτικά φράγματα, τους μη καθαρισμούς των ρεμάτων κ.α. Τα αντιπλημμυρικά έργα που έγιναν από το 1997 έως το 2020 συνιστούσαν τοπικές παρεμβάσεις (συντήρηση, καθαρισμός και διευθέτηση των ποταμών σε συγκεκριμένες θέσεις) και όχι ένα ολοκληρωμένο σχέδιο αντιπλημμυρικής προστασίας.
Τα έργα ορεινής υδρονομίας
«Το πώς θα προστατεύσεις από τις πλημμύρες μία ολόκληρη περιοχή σημαίνει ένα ολιστικό σχέδιο αντιπλημμυρικής προστασίας», λέει ο Νικήτας Μυλόπουλος. «Δηλαδή πολλά έργα, όχι ένα και όχι κατ’ ανάγκη μεγάλα. Κατά προτίμηση μικρά, που να ξεκινούν από ψηλά, τα λεγόμενα έργα ορεινής υδρονομίας, σε συνδυασμό με κάποιους ταμιευτήρες προχωρώντας προς τα κατάντη και κυρίως κάποιες λεκάνες εκτόνωσης των πλημμυρικών φαινομένων. Μικρές υπολεκάνες απορροής στις οποίες μπορείς να διοχετεύσεις μέρος της πλημμύρας αλλά έχοντάς τις προετοιμασμένες από πριν. Δεν θα κάνεις οικισμό εκεί, δεν θα βάλεις χωράφια υψηλής παραγωγικότητας και αποδοτικότητας. Αυτό σημαίνει ότι όλα αυτά θα συνεργάζονται, αυτή είναι η κωδική λέξη, ώστε σε περίπτωση πλημμύρας να είναι τα πράγματα όσο πιο ασφαλή γίνεται για τους ανθρώπους και τις περιουσίες τους».
Φωτό από το βιβλίο “Λίθινοι τοίχοι. Τοιχίζοντας και διευθετώντας το φυσικό χώρο”, Αντώνης Β. Καπετάνιος, αυτοέκδοση, 2018. Φράγμα της δασικής υπηρεσίας στον κλάδο Κερασιάς του θεσσαλικού Πάμισου Μουζακίου το έτος 1933.
Τα ορεινά έργα υδρονομίας έχουν μία ιστορία που ξεκινάει από το 1932 η οποία καταγράφεται και στο σχετικό αρχείο του Τμήματος Ορεινής Υδρονομίας της Δασικής Υπηρεσίας. «Στα χρόνια της δημιουργικής διαπάλης των 50 σχεδόν χρόνων, απεδώθησαν από τη δασική υπηρεσία διευθετημένοι επικίνδυνοι χείμαρροι (μετά των λεκανών απορροής τους), οι περισσότεροι από τους οποίους σήμερα θεωρούνται πρακτικώς αποσβεσμένοι», γράφει ο δασολόγος Αντώνης Καπετάνιος στο βιβλίο του Λίθινοι Τοίχοι (ιδιωτική έκδοση, 2018). «Όμως το έργο δεν είχε ολοκληρωθεί κι απέμεινε αρκετό ακόμα να γίνει. Εκτός αυτού, υπήρχε ανάγκη συντήρησης, συμπλήρωσης κι επισκευής των δημιουργηθέντων έργων, όπου απαιτούνταν, τα οποία είχαν υποστεί τη φυσική τού χρόνου φθορά, αλλά και τη ζημιά του ανθρώπου! Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 κι έκτοτε, η δασική υπηρεσία δε συνέχισε την προηγούμενη συστηματική προσπάθεια διευθέτησης του ορεινού και ημιορεινού χώρου, κι αυτό μοιραία πρέπει να συσχετιστεί με την εγκατάλειψη του χώρου αυτού από τους ανθρώπους του — επήλθε η ερήμωση λόγω εσωτερικής ή εξωτερικής μετανάστευσης». Σήμερα τα έργα ορεινής υδρονομίας επανέρχονται και συμπεριλαμβάνονται και πάλι — θεωρητικά έστω — στους σχεδιασμούς. Αποτελούν μέρος μίας συνολικής διαχείρισης των ποταμών, που ξεκινάει από τους τόπους που πηγάζουν και ακολουθεί τη ροή τους μέχρι να φτάσουν στη θάλασσα. Επομένως πριν συζητήσουμε για τα αναχώματα, πρέπει να συζητήσουμε για την κίνηση των ποταμών.
Οι πλημμυρικές ζώνες εκτόνωσης
Ο Δημήτρης Μπούσμπουρας είναι βιολόγος και τα τελευταία χρόνια ασχολείται με τη διατήρηση της βιοποικιλότητας σε προστατευόμενες περιοχές. Το μακρινό 1994, μετά την τότε πλημμύρα της Καρδίτσας, είχε κληθεί να συμμετάσχει στην εκπόνηση των μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων για τα αντιπλημμυρικά έργα που θα γίνονταν μετά από εκείνες τις καταστροφές. Εκεί, μας λέει, για πρώτη φορά συνάντησε δύο εντελώς διαφορετικούς τρόπους σκέψης, ασυμβίβαστους αναμεταξύ τους. Των μηχανικών από τη μία και των δασολόγων και περιβαλλοντολόγων από την άλλη. «Οι υδραυλικοί μηχανικοί είχαν μια λογική να καθαρίσουμε εντελώς το ποτάμι, να το ευθυγραμμίσουμε, να το εγκιβωτίσουμε, για να φεύγει πιο γρήγορα το νερό. Εγώ, έχοντας δει το ποτάμι και βλέποντας ότι είχε αξία για κάποια είδη, υπήρχε παρόχθια βλάστηση, έλεγα ότι κάποια σημεία πρέπει να μείνουν σαν νησίδες βλάστησης. Αυτοί λέγανε όχι, αυξάνουν το ιξώδες». Ο δασολόγος που συμμετείχε σε εκείνη την ομάδα, ο τότε καθηγητής Δασοπονίας Στέργιος Βέργος, προέκρινε τα ορεινά υδρονομικά έργα. Διαφωνία είχε υπάρξει επίσης και για τη διατήρηση των πλημμυρικών ζωνών των ποταμών ή την επέκτασή τους. «Αν δεις έναν παλιότερο χάρτη της περιοχής, του 1940, φαίνονται οι μεγάλες ελώδεις εκτάσεις. Αυτές που όταν πλημμύριζε ένα ποτάμι τα νερά έφευγαν εκεί. Το καλοκαίρι, όταν στέγνωνε το νερό, πήγαιναν εκεί τα ζώα να βοσκήσουν. Άρα ήταν και μία ζώνη που είχε μία παραγωγική δραστηριότητα σε ένα άλλο μοντέλο τότε, είχαμε την κτηνοτροφία και στον κάμπο. Όταν τα ποτάμια εγκιβωτίστηκαν, αυτά μετατράπηκαν σε αρδευόμενες εκτάσεις. Φεύγοντας γρήγορα το νερό έπεφτε και ο υδροφόρος φορέας, γιατί στην ουσία αυτό τον εμπλούτιζε. Έτσι λοιπόν άρχισαν να κάνουν φράγματα πάνω στα κυρία ποτάμια για να αντλούν από εκεί οι αγρότες με τα κανάλια ή άλλα συστήματα».
Πράγματι, οι χάρτες αποτυπώνουν την κοινωνική και πολιτιστική εμπειρία των ανθρώπων της εποχής που δημιουργούνται. Στην περίπτωση της Θεσσαλίας η απεικόνιση της κίνησης του νερού, μέσα από ποτάμια, παραποτάμους και ρέματα κυριαρχεί. Η διαδικτυακή βιβλιοθήκη του καναδέζικου πανεπιστημίου McMaster φιλοξενεί μία μικρή συλλογή 3.000 χαρτών από τους περίπου 1 δισεκατομμύριο που παρήγαγαν οι συμμαχικές δυνάμεις κατά τη διάρκεια των δύο παγκόσμιων πολέμων προκειμένου να οργανώσουν καλύτερα την αποτελεσματικότητα των πολεμικών τους μηχανών. Ανάμεσα σε αυτούς υπάρχει και ένας χάρτης της Θεσσαλίας του 1944, όπως αυτός αποτυπώθηκε από το γεωγραφικό τμήμα του Γραφείου Πολέμου της Μ. Βρετανίας. Εκεί λοιπόν βλέπουμε με μία εκπληκτική λεπτομέρεια το πλήθος των διακλαδώσεων και των απορροών του υδατικού συμπλέγματος της δυτικής Θεσσαλίας. Παρατηρούμε ότι κατά ένα μεγάλο μέρος, οι περιοχές δυτικά και βορειοδυτικά του Παλαμά που πλημμύρισαν τον Σεπτέμβριο, ταυτίζονται με τις ελώδης εκτάσεις του 1944. Αρκετές από αυτές μάλιστα είναι ονοματοδοτημένες όπως το έλος της Καρδιτσομάγουλας (Μέγας ποταμός), το έλος Βελές (Veles) στην Μαραθέα και το Ψαθοχώρι, το έλος Μακρυχωρίου, το έλος στον Κοσκινά και στην Μεταμόρφωση (Ρογκοζίνος ποταμός, Καλέντζης σήμερα), το έλος Δερμπινία (Dherbinia) στο Κεραμίδι, το έλος ανάμεσα στους Γεωργανάδες και στην Κόρδα. Στον ίδιο χάρτη παρατηρούμε και τον εγκιβωτισμό κάποιων σημείων των ποταμών για να δημιουργηθεί καλλιεργήσιμη έκταση.
Χάρτης της Θεσσαλίας του 1944 όπως αυτός αποτυπώθηκε από το Γραφείο Πολέμου της Μ. Βρετανίας. Διακρίνονται οι ελώδης εκτάσεις στην περιοχή βόρεια και βορειοδυτικά του Παλαμά. Πηγή: McMaster University.
Εάν υποθέσουμε ότι οι πλημμυρικές ζώνες εντάσσονταν και πάλι στον αντιπλημμυρικό σχεδιασμό της Θεσσαλίας αυτό θα προϋπέθετε έναν νέο αναδασμό της γης. «Τα παλαιότερα έλη ήταν δημόσιες γαίες ή κοινοτικές βοσκές. Κάτι κοινόχρηστο. Αυτό κατακερματίστηκε και αποδόθηκε σε συγκεκριμένους ιδιοκτήτες», λέει ο Δ. Μπούσμπουρας. Η θέση ότι πρέπει να δοθεί ξανά χώρος στα ποτάμια, με την επαναφορά των παλιών μαιανδρισμών και των πλημμυρικών ζωνών έχει κερδίσει αρκετό χώρο στον δημόσιο λόγο τους μήνες μετά την καταστροφή. Οι εκτιμήσεις της ολλανδικής εταιρείας HVA Ιnternational που κλήθηκε από το κράτος για να κάνει επιτόπια έρευνα στην πλημμυρισμένη Θεσσαλία απλά επιβεβαίωσαν αυτά που χρόνια τώρα πρότειναν ντόπιοι επιστημονικοί φορείς αλλά προσπερνούνταν σαν να μην υπάρχουν. Όταν τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και τα δελτία τύπου των γραφείων της εξουσίας απαριθμούσαν περήφανα τις αποπερατώσεις κατασκευαστικών αντιπλημμυρικών έργων με αρκετά μηδενικά δίπλα στα νούμερα του κόστους τους, ο χώρος που απαιτούσε η εγκιβωτισμένη κοίτη των ποταμών — και αυτό φαινόταν σε κάθε έντονο καιρικό φαινόμενο — αποτελούσε μία μη δημοφιλή θέση η οποία ξεπερνιούνταν κάτω από την αιτιολόγηση του κοινωνικού (βλέπε πελατειακό κράτος) αλλά και οικονομικού κόστους των απαλλοτριώσεων που απαιτούνταν. Σήμερα, η πλειοψηφία των συνομιλητών μας έχει μία καταρχήν θετική στάση απέναντι στις συγκεκριμένες προτάσεις, η οποία πιθανόν θα επαναπροσδιοριστεί σε βάθος χρόνου, όταν θα έχουμε απομακρυνθεί χρονικά και συναισθηματικά από τα τραγικά γεγονότα του Σεπτεμβρίου και όταν (και αν) οι προτάσεις αυτές πάρουν μία πιο εξειδικευμένη μορφή ως προς τον τρόπο υλοποίησής τους. «Εμείς εδώ με την γη είμαστε δεμένοι, δεν την πουλάμε. Τα περισσότερα χωράφια εδώ είναι νοικιασμένα, ακόμα και ένας παππούς 80 χρονών δεν θέλει να πουλήσει το χωράφι του. Το δέσιμο εδώ είναι από γεννησιμιού σου. Πόσο μάλλον να σου πάρουν το χωράφι με απαλλοτρίωση», θα πει από τη μεριά του ο Κώστας Τζέλλας, κάτοικος του Παλαμά και πρόεδρος της Ενωτικής Ομοσπονδίας Αγροτικών Συλλόγων Καρδίτσας.
Ο Γιάννης Γάκης, κάτοικος του Γραμματικού, περιγράφει τη διαδικασία εγκιβωτισμού των ποταμών στα μέρη του. «Αρχές της δεκαετίας του ‘60 έγιναν αναδασμοί εδώ. Παράλληλα — και ίσως είναι το μόνο αναπτυξιακό έργο που έχει γίνει στην περιοχή μας — έγινε ευθυγράμμιση των ποταμιών γιατί αυτά παλιά πήγαιναν όπως ήταν οι κλίσεις. Το ‘63, ίσως και λίγο πιο πριν, η υπηρεσία Εγγείων Βελτιώσεων της Διεύθυνσης Γεωργίας ήρθε με μηχανήματα μεγάλα, μεγάλες φαγάνες, μπουλντόζες κ.τ.λ. και δούλευαν 2-3 χρόνια εδώ στην περιοχή για να ολοκληρωθεί αυτό το έργο».
Δεν είναι μόνο οι χάρτες που φυλάνε τη μνήμη της κίνησης του νερού, αλλά και η προφορική ιστορία των ανθρώπων. Στην Φαρκαδόνα τα παλαιότερα σπίτια της πόλης βρίσκονται πιο ψηλά, στους πρόποδες του Ακαμάτη. Τα τελευταία 70-80 χρόνια η πόλη επεκτάθηκε και χαμηλότερα. Είναι αυτό το κομμάτι της το οποίο πλημμύρισε τον Σεπτέμβριο. «Μέσα στην Φαρκαδόνα περνάει ο ποταμός Γκάλιας ο οποίος έχει αποξηρανθεί. Έχει μπαζωθεί», λέει η Αθηνά Μπαλάφα, κάτοικος της πόλης. «Στο κέντρο του χωριού η θέση λέγεται Λάκα. Εκεί ήταν ένας βάλτος όπου πήγαιναν και βοσκούσαν τα βουβάλια και τα μοσχάρια. Όπως λέει και η γιαγιά, “τα ψέματα και τα ρέματα όσο και να τα μπαζώνεις φαίνονται”. Όταν τα ξεχνάμε είμαστε υποχρεωμένοι να τα ξαναζήσουμε. Και αυτό πληρώνουμε τώρα». Στον Βλοχό, ο Χαρίλαος Τρουβάς λέει ότι «το χωριό έχει τον πάνω και τον κάτω μαχαλά. Είναι το Μακρυβούνι και το Στρογγυλοβούνι και ανάμεσά τους περνάει ο Ενιπέας. Το χωριό που ακουμπάει στο Μακρυβούνι είναι ο πάνω μαχαλάς και έχει άλλο υψόμετρο. Από εκεί 2-3 σπίτια κοντά στο ποτάμι είχαν ένα πρόβλημα με την πλημμύρα. Το άλλο το λέμε Κάτω Χωριό, είναι κάτω από την επιφάνεια του ποταμιού. Η γεωγραφική θέση είναι λάθος. Ο οικισμός είναι από την πίσω πλευρά, στην θέση Πάτωμα, προς την μεριά του Παλαμά. Οι παλιοί μάλλον ήταν πιο έξυπνοι, εμένα οι πιο κοντινοί μου πρόγονοι ήθελαν να είναι πιο κοντά στα χωράφια».
Όπου νερό και ο Αχελώος
Η εκτροπή του Αχελώου δεν έλειψε από τον δημόσιο λόγο και μέσα σε αυτήν τη συγκυρία. «Όπου χαρά και η Βασίλω πρώτη» όπως είπε και μια γιαγιά στην πλατεία του Κοσκινά, εκεί όπου δέκα ημέρες μετά την πλημμύρα εξακολουθούσαν να στεγνώνουν αμάξια και άνθρωποι. «Κάποιοι είπαν ότι αν είχαν γίνει εκείνα τα φράγματα της εκτροπής του Αχελώου θα προστάτευαν τον κάμπο από το να πλημμυρίσει. Αυτό είναι λάθος», λέει ο Δ. Μπούσμπουρας. «Με την εκτροπή θα συγκρατούσε νερό ψηλά, εκεί όπου είναι τα φράγματα. Το νερό έπεσε μεν και πάνω στα βουνά, αλλά έπεσε και μέσα στον θεσσαλικό κάμπο. Το πρόβλημα ήταν ότι αυτό νερό δεν μπορούσε να φύγει γιατί είχε φράγματα σε διάφορα σημεία, ακόμα και ο ίδιος ο Πηνειός». Η υπόσχεση της εκτροπής του Αχελώου ευθύνεται σε έναν τεράστιο βαθμό για την σημερινή υδατική κατάσταση του θεσσαλικού κάμπου. Πάνω σε αυτήν την υπόσχεση τζογάρανε όλες οι πολιτικές εξουσίες που περάσανε από αυτόν τον τόπο, φτιάχνοντας έναν εκλογικό στρατό πιστών οι οποίοι όσο περίμεναν τον Μεσσία (Αχελώος) τόσο ακουμπούσαν πάνω στις υποσχέσεις των προφητών του (δήμαρχοι, Περιφέρεια, βουλευτές). Οποιοδήποτε άλλο έργο διαχείρισης των υδάτων της Θεσσαλίας τίθεται εκτός κάδρου συζήτησης.
Ο ταμιευτήρας της Κάρλας είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. «Στην Κάρλα υπήρξε μία σωστή λογική, ένας μέρος της να γίνει λίμνη για να βελτιώσει τις συνθήκες λειψυδρίας. Έχει στεγανά αναχώματα και πέτρες γύρω-γύρω. Το ένα λάθος που έκαναν είναι ότι δεν προσομοιάζει σε φυσικό οικότοπο. Και το άλλο λάθος είναι ότι δεν υπολόγισαν την περίπτωση των πλημμυρών. Υπήρχε μία αίσθηση ότι ο θεσσαλικός κάμπος υποφέρει από λειψυδρία και πρέπει να φέρουμε το νερό από τον Αχελώο και ο όλος σχεδιασμός του αρχικού ταμιευτήρα ήταν αυτός», λέει ο Δ. Μπούσμπουρας.
Το φράγμα της λίμνης Σμοκόβου είναι ένα ακόμα παράδειγμα. Ενώ σχεδόν όλος ο κάμπος του νομού έχει μικρότερης ή μεγαλύτερης έντασης πλημμυρικά φαινόμενα, στην πόλη και την περιοχή των Σοφάδων η κατάσταση είναι πολύ πιο διαχειρίσιμη. Το φράγμα στο Σμόκοβο θα συγκρατήσει τον κύριο όγκο του νερού του Σοφαδίτη, γλιτώνοντας από πλημμύρες την πόλη που διασχίζει. Ωστόσο βορειότερα, στην ροή του προς τον Πηνειό, εκεί όπου συναντάει τον Φαρσαλιώτη και τον Ενιπέα, ο όγκος του νερού πολλαπλασιάζεται σε τεράστιο βαθμό και θα εκδηλωθούν πλημμυρικά γεγονότα. Λίγο πιο ανατολικά από τη λίμνη Σμοκόβου, το μικρό ποτάμι της Κακάρας, κεντρικός αποδέκτης των νερών από την ευρύτερη ημιορεινή περιοχή της Ξυνιάδας και του Δομοκού, θα δεχθεί μεγάλο όγκο νερού και φερτών υλικών προκαλώντας σταδιακά πλημμύρες στα χωριά που βρίσκονται εκατέρωθέν του (Πετρίλια, Σοφιάδα, Γραμματικό, Νέο Ικόνιο). Πέραν τούτου, ο Γιάννης Γάκης θέτει ακόμη μία παράμετρο. «Με την έλευση των υδάτων από τη λίμνη Σμοκόβου για αρδευτικό σκοπό τουλάχιστον τα τελευταία 15 χρόνια, οι κεντρικοί και οι δευτερεύοντες αποδέκτες της αποστράγγισης των όμβριων υδάτων έχουν μετατραπεί σε αρδευτικούς (αλλαγή κλίσεων/αντίστροφες κλίσεις για μικροεξυπηρετήσεις από το ΤΟΕΒ και τους εκάστοτε δημάρχους) με αποτέλεσμα εκτός από τα κτήματα να πλημμυρίσει και το χωριό», μας λέει. «Τα αποστραγγιστικά κανάλια είχαν μια συγκεκριμένη κλίση. Όταν ήρθε το νερό, όλοι ήθελαν να πάει στο χωράφι τους. Αυτές οι κλίσεις έγιναν αντίθετα. Και εκεί όπου τα κανάλια που ήταν κοντά στο χωριό πήγαιναν τα νερά σε αντίθετη κατεύθυνση, τώρα τα φέρνουν έξω από αυτό. Υπάρχει μία περιοχή, στο σύνορο με το Λεοντάρι, όπου είχε ένα μεγάλο κανάλι με ανάχωμα, υπερυψωμένο, το οποίο αυτό καταστράφηκε. Πήραν τα χώματα, τα έβαλαν μέσα στα χωράφια και τώρα όλα τα νερά από εκεί έρχονται κατευθείαν μέσα στο Γραμματικό».
Μυστήριο στα αναχώματα;
Αν κρίνουμε από τα δελτία ειδήσεων των αθηναϊκών μέσων ενημέρωσης, τα αναχώματα των ποταμών εκείνες τις κρίσιμες ώρες του Σεπτεμβρίου έκρυβαν πολλά μικρά σκάνδαλα. Λίγο το κατάλληλο ηχητικό soundtrack σε ένα τηλεοπτικό ρεπορτάζ, λίγο μία ανάρτηση στα social media που προδίδει ενοχή, λίγο η παραπολιτική και το κουτσομπολιό, οι ιστορίες σπασίματος διαφόρων αναχωμάτων για μέρες παρουσιάζονταν σαν ένας από τους βασικούς λόγους που πλημμύρισαν κάποια χωριά. Οι μικρές κοινωνίες είναι γαλουχημένες μέσα σε κοινά μυστικά, τα οποία παραδόξως τα φυλούν καλά κρυμμένα στον κόρφο τους. Και η ομερτά θα σπάσει μόνο αν είσαι πάππου προς πάππου από τον τόπο, ένα κτητικό «δικός μας» που υπονοεί αφηρημένους δεσμούς αίματος. Δεν αποτελεί είδηση ότι το σπάσιμο των αναχωμάτων είναι μία ημιεπίσημη τακτική διαχείρισης του όγκου του νερού όταν αυτό απαιτείται. Σκοπός είναι να εκτονωθεί σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις και να γλιτώσουν τα χωριά από την καταστροφή. Δεν είναι δεδομένο ότι αυτή η διαδικασία αποτελεί προϊόν αγαστής συνεργασίας και συνεννόησης όλων των χωριών που βρίσκονται στον άξονα ροής των φουσκωμένων ποταμών. Οι σχετικές εντολές συνήθως δίνονται με προφορικό τρόπο, λόγω της επιτακτικότητας των στιγμών, της επανάληψής τους μέσα στα χρόνια και για την αποφυγή τυχόν νομικών συνεπειών σε περίπτωση που το πράγμα στραβώσει κάπου στην πορεία. Όπως έγινε με τον Daniel. Ο χειριστής ενός σκαπτικού μηχανήματος, ο τότε δήμαρχος Παλαμά Γ. Σακελλαρίου και ο αντιπεριφερειάρχης Καρδίτσας Κ. Νούσιος έπεσαν θύματα των επιδέξιων γλωσσικών χειρισμών των δημοσιογράφων της Αθήνας και παγιδεύτηκαν στη δημόσια παραδοχή των σχετικών εντολών που υπήρξαν. Στην πραγματικότητα αυτό που έγινε εκείνες τις πολύ δύσκολες ώρες είναι μία αυτοσχέδια διαχείριση ενός διάτρητου αντιπλημμυρικού σχεδιασμού προκειμένου να σωθούν χωριά, ζωές αλλά και καριέρες πολιτικών προϊσταμένων. Η ένταση του φαινομένου ήταν τόσο μεγάλη που ξεπερνούσε τις δυνατότητες αυτών των αυτοσχεδιασμών και τα αποτελέσματα του είναι πλέον πολύ γνωστά. Τα ονόματα διαφόρων που έχουν θέσεις εξουσίας και φιγουράριζαν στην επικαιρότητα εκείνη την περίοδο ήταν υπεύθυνα όχι μόνο για το εάν έδωσαν ή όχι εντολές να σπάσουν αναχώματα αλλά — και κυρίως αυτό — γιατί δεν είχαν φροντίσει όλα τα προηγούμενα χρόνια να προβούν σε εκείνες τις ενέργειες που θα εξασφάλιζαν μία οργανωμένη αντιπλημμυρική θωράκιση. Ήξεραν, αλλά αδιαφόρησαν.
Ήταν υπεύθυνοι και για μία ακόμη πονεμένη ιστορία εκείνων των ημερών, τα αντλιοστάσια. Με τα πρώτα νερά τέθηκαν εκτός λειτουργίας. Παρόλο που είναι προφανές ότι σε μία πλημμύρα το πρώτο πράγμα που θα κοπεί είναι το ρεύμα, οι υπεύθυνοι δεν είχαν προνοήσει να υπάρχουν γεννήτριες για να εξασφαλίσουν τη συνέχιση της λειτουργίας τους. Παρομοίως, οι πόρτες μέσα στα ποτάμια, οι οποίες επίσης λειτουργούν με ρεύμα, παρέμειναν κλειστές καθώς μόλις είχε ολοκληρωθεί η αρδευτική περίοδος, και το νερό δεν μπορούσε να βρει διέξοδο. Στο Κεραμίδι το νερό θα μείνει πολλές μέρες μέσα στο χωριό καθώς οι διαχειριστές του δικτύου, προκειμένου να σωθεί η Λάρισα, αρνούνται να ανοίξουν τις πόρτες ή να ρίξουν κάποια αναχώματα και να φύγει το νερό στον Πηνειό.
Η δικαιοσύνη είναι ταξική
Λίγες ημέρες μετά τις πλημμύρες του Σεπτεμβρίου η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γ. Αδειλίνη διέταξε τις τοπικές εισαγγελικές αρχές της Θεσσαλίας να ξεκινήσουν στοχευμένες έρευνες για τα αντιπλημμυρικά έργα στην Θεσσαλία που δεν έγιναν μετά τον Ιανό, εάν κάποια από αυτά έγιναν με κακοτεχνίες και αν υπήρξε κακοδιαχείριση των κονδυλίων που είχαν διατεθεί. Η έρευνα αφορά τον τότε περιφερειάρχη Θεσσαλίας, τους αντιπεριφερειάρχες και των τεσσάρων θεσσαλικών νομών και τους δημάρχους και αντιδημάρχους Βόλου και Καρδίτσας. Αυτού του είδους οι εισαγγελικές έρευνες αποτελούν μία πάγια τακτική θεσμικής διαμεσολάβησης της οργής. Συνήθως εξαγγέλλονται χρονικά κοντά στα γεγονότα, προκειμένου να κατευνάσουν την κοινωνική αγανάκτηση και την πίεση που προέρχεται από τα μέσα ενημέρωσης, και στη συνέχεια τα αποτελέσματά τους ξεχνιούνται κάπου μέσα στον χρόνο. Σε μία διαβολική σύμπτωση, στα μέσα του Μαρτίου, τρισήμιση χρόνια μετά (!), ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα μίας άλλης φερέλπουσας παρόμοιας εισαγγελικής έρευνας, για τον Ιανό του 2020, η οποία παραπέμπει σε δίκη με πλημμεληματικές κατηγορίες διάφορα θεσμικά πρόσωπα που ερευνώνται και τώρα για τον Daniel, όπως τον (πρώην) περιφερειάρχη Κ. Αγοραστό, τον δήμαρχο Καρδίτσας Κ. Τσιάκο, τον (πρώην) αντιπεριφερειάρχη Κ. Νούσιο και άλλα 7 άτομα. Όσο οι εισαγγελείς διεκδικούσαν για τον εαυτό τους τον αποκλειστικό ρόλο της διερεύνησης και της απονομής δικαιοσύνης, οι πλημμυροπαθείς είχαν ήδη κατασταλάξει στα δικά τους βιωματικά συμπεράσματα για τους υπευθύνους της καταστροφής και φρόντισαν να τα γνωστοποιήσουν με έναν εκκωφαντικό τρόπο στον περιφερειάρχη Θεσσαλίας Κ. Αγοραστό όταν αυτός είχε το θράσος να επισκεφτεί τον βουτηγμένο στην λάσπη Παλαμά.
Η διεκδίκηση αντιπλημμυρικών έργων
Το φθινόπωρο του 2020, λίγο μετά τον Ιανό, η τοπική κοινότητα και οι κάτοικοι της Μεταμόρφωσης είχαν δημοσιοποιήσει τις δικές τους εμπειρικές προτάσεις για την αντιπλημμυρική θωράκιση του χωριού τους, τις οποίες είχαν στείλει και στις αρμόδιες υπηρεσίες στην Καρδίτσα και στην Λάρισα: ανύψωση και ενίσχυση των αναχωμάτων με συρματοκιβώτια, δημιουργία φράγματος στον Ιταλικό με τεχνικές πόρτες και όχι με πέτρες και χώμα τα οποία κάθε φορά παρασύρονται από την ροή του ποταμού και μπαζώνουν την κοίτη του, αποκατάσταση και επισκευή των δύο τεχνητών πορτών που υπάρχουν στην περιοχή του εγκάρσιου τμήματος Ιταλικού-Καλέντζη, ανύψωση του οδοστρώματος των γεφυρών στο επίπεδο των αναχωμάτων για να μην βρίσκει διέξοδο το νερό προς το χωριό, φωτισμό στα γεφύρια για έλεγχο της στάθμης των ποταμών και κατασκευή αντλιοστάσιου. Αντίστοιχα αιτήματα προς την Περιφέρεια ή τους Δήμους, αναλόγως το έργο, είχαν σταλεί και από την κοινότητα του Βλοχού και τον Δήμο Παλαμά, με κάποια λίγα από αυτά να ικανοποιούνται σε μερικό βαθμό και σίγουρα όχι ικανά, όπως αποδείχθηκε, να εξασφαλίσουν αντιπλημμυρική θωράκιση.
Η ομοσπονδία των αγροτικών συλλόγων του νομού Καρδίτσας σε κάθε κινητοποίησή της έθετε και αιτήματα που έχουν να κάνουν με την αντιπλημμυρική θωράκιση των περιοχών που επλήγησαν. Εξάλλου από αυτές τις περιοχές προέρχονται και οι πιο δραστήριοι σύλλογοι της ομοσπονδίας (Κοσκινάς, Παλαμάς).
Φωτό / Τατιάνα Μπόλαρη, @tatianabolari. Φαρκαδόνα.
Η διαχείριση του νερού και η άφεσις των ευθυνών
Τα πολιτικά αφεντικά αποποιούνται ευθυνών και δείχνουν ο ένας τον άλλον. Ο γενικός γραμματέας της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Θεσσαλίας και Στερεάς Κ. Τζανακούλης δείχνει τον περιφερειάρχη Θεσσαλίας Κ. Αγοραστό. Και αυτός με τη σειρά του, τους ΤΟΕΒ Ταυρωπού και Πηνειού ή τους τοπικούς δημάρχους. «Ένα μεγάλο πρόβλημα που διαπιστώσαμε είναι ότι από τα 200 μέτρα και πάνω από το ποτάμι, υπεύθυνη είναι η οικεία δασική υπηρεσία — κάτω από τα 200 μέτρα η Περιφέρεια. Σε ποτάμια που διατρέχουν διαφορετικούς νομούς, αρμόδια είναι η κεντρική διεύθυνση τεχνικών έργων Θεσσαλίας. Υπάρχουν, δηλαδή τουλάχιστον τρεις διοικήσεις στα ποτάμια και άρα υπάρχουν και αντικρουόμενα συμφέροντα. Ποιος θα καθορίσει τι πρέπει να γίνει;», έλεγε εκείνες τις ημέρες στην εφημερίδα Καθημερινή ο Λάμπρος Βασιλειάδης, επίκουρος καθηγητής Τεχνικής Υδρολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και μέλος της ομάδας εμπειρογνωμόνων που είχαν διερευνήσει τις αιτίες για τις καταστροφές του Ιανού.
Μέσα από ένα πολυδαίδαλο γραφειοκρατικό σύστημα που καθορίζει ξεχωριστές θεσμικές ευθύνες για τα ποτάμια, αποπροσανατολίζεται η συζήτηση από την κοινή ευθύνη όλων αυτών ως ενός ενιαίου και αλληλοσυμπληρούμενου μηχανισμού που αδιαφόρησε, ακόμη και μετά τον Ιανό, να κάνει τα απαραίτητα για την πρόληψη ή τον μετριασμό τέτοιων καταστάσεων. Ο Ιανός πέρασε το 2020, κάποια έργα αποφασίστηκε να υλοποιηθούν, αλλά φτάσαμε σχεδόν τρία χρόνια μετά και αυτά βρίσκονται ακόμη στη φάση της σύνταξης των μελετών (καθαρισμός του Ενιπέα και του Πηνειού, μελέτες για την γέφυρα Ελληνοκάστρου και τις γέφυρες Μακρυχωρίου και Κοσκινά στον Καλέντζη κ.α.).
Τα ξημερώματα της 7ης Σεπτεμβρίου ο δήμαρχος της Λάρισας πληκτρολογεί στο τηλέφωνο τον αριθμό του προέδρου της κοινότητας του Κεραμιδίου και τον ρωτάει σε τί ύψος έχουν φτάσει τα νερά στον Πηνειό στο σημείο που περνά από το χωριό. Θέλει να υπολογίσει σε 8 ώρες πόσος θα είναι ο όγκος του νερού που θα φτάσει στην πόλη, για να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα. Εάν αυτή η ιστορία αφορούσε ένα λιγότερο τραγικό γεγονός, όπου δεν καταστράφηκαν χωριά, πέθαναν δεκάδες άνθρωποι, πνίγηκαν χιλιάδες ζώα και άλλαξε η ζωή κάποιων χιλιάδων ακόμα ανθρώπων, θα μπορούσαμε απλά να χαμογελάσουμε. Όμως, όχι. Η οργή είναι το μόνο συναίσθημα που βγαίνει. Γιατί «πουλάει» ωραία η εικόνα μίας πειραματικής, τεχνολογικά, πόλης όπως τα Τρίκαλα, αλλά λίγο παραδίπλα, την κίνηση των ποταμών την μετράμε και την παρακολουθούμε με την πρώτη από τις αισθήσεις του ανθρώπου, αυτή του ματιού. «Το τηλέφωνο στο Κεραμίδι είναι ένα αρχαίος τρόπος προειδοποίησης», λέει ο Νικήτας Μυλόπουλος. «Ο σύγχρονος τρόπος είναι ότι έχουμε μετρητές και ξέρουμε ανά πάσα στιγμή την κίνηση του νερού, την έχουμε προσομοιώσει με τα υδρολογικά μοντέλα που δουλεύουμε και ξέρουμε πώς είναι η κατάσταση του νερού στο ποταμό ευρύτερα αλλά και να την προβλέψουμε για τις επόμενες 40-50 ώρες».
Το European Flood Awareness System (EFAS) είναι ένα ευρωπαϊκό σύστημα πρόγνωσης και παρακολούθησης πλημμυρικών επεισοδίων με δυνατότητα έγκαιρης προειδοποίησης έως και 10 ημέρες πριν. Σχεδόν 70 υπηρεσίες υδρολογίας και Πολιτικής Προστασίας της Ευρώπης συμμετέχουν σε αυτό, ανάμεσά τους και η ΕΜΥ και η Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας. Και ενώ το EFAS είναι αυτό που «λύνει» τα χέρια της ΕΜΥ (στον Daniel, έπεσε μέσα στις προβλέψεις του για τον Πηνειό, τον Σπερχειό και τον Καλέντζη, ενώ σε αυτό στηρίζονται και οι χρωματικοί χάρτες επικινδυνότητας που δημοσιεύει η υπηρεσία), εθνικό σύστημα πρόγνωσης πλημμυρών δεν υπάρχει καθώς αυτό απαιτεί ένα δίκτυο υδρολογικών σταθμών και την παράλληλη ανάπτυξη σχετικών υδρολογικών μοντέλων. «Όταν γνωρίζουμε τα χαρακτηριστικά της βροχόπτωσης, από τα μετεωρολογικά μοντέλα, τα ραντάρ και τους δορυφόρους, μπορούμε να προσδιορίσουμε με τα υδρολογικά μοντέλα (βροχής-απορροής) το ύψος της απορροής του νερού στη λεκάνη απορροής και την παροχή που καταλήγει στο ρέμα. Στη συνέχεια, με υδραυλικά μοντέλα μπορούμε να υπολογίζουμε τα βάθη και τις ταχύτητες ροής στα ρέματα, και να προσδιορίζουμε τις περιοχές που πλημμυρίζουν με τους αντίστοιχους χρόνους άφιξης και τέλους της πλημμύρας σε αυτές», γράφει σε άρθρο του ο Θ. Κολυδάς, διευθυντής της ΕΜΥ. Ας φανταστούμε, λοιπόν, εάν υπήρχε αυτό το δίκτυο παρακολούθησης των ποταμιών πόσα πράγματα απ’ όσα συνέβησαν θα ήταν πολύ, μα πολύ διαφορετικά. Αλλά εδώ το βάρος δίνεται μόνο στην πολιτική βιτρίνα, στο 112. «Το 112 είναι το τελευταίο μιας σειράς πάρα πολλών και δύσκολων κινήσεων που θα προσομοιώσουν το φαινόμενο, θα προβλέψουν που και πώς θα πάει και μετά θα ενημερώσεις τον κόσμο. Εμείς ξεκινάμε από το τέλος», λέει ο Νικήτας Μυλόπουλος.