Μεγάλωσα στην Θεσσαλία εκείνων των δεκαετιών όπου η φράση οι θεσσαλοί σε έναν θεό πιστεύουν, στο νερό και στον προφήτη αυτού τον Αχελώο συνόψιζε επάξια τη δημόσια αρθρογραφία αλλά και τις συζητήσεις στα καφενεία των καραγκούνικων χωριών. Τα ξυπνητήρια του πατέρα τις πρώτες πρωινές ώρες για να πάει να ανοίξει τις βάνες για το πότισμα, ο νεροφόρος που όταν ερχόταν στην αυλή για να ειδοποιήσει ότι ήρθε η σειρά μας τύχαινε υποδοχής ταχυδρόμου-μιας-άλλης-εποχής, το πρόχειρο κολατσιό στην σκιά των τσιμεντόλιθων και του ρυθμικού ήχου της πομόνας, βιωματικές αναμνήσεις εκείνης της εποχής. Από τη δεκαετία του ’90 και έπειτα, κάθε επόμενη χρονιά θα έφερνε τα μαντάτα της ερημοποίησης του θεσσαλικού κάμπου. Τριαντακάτι χρόνια μετά, όση λάσπη και αν έχει κυλήσει στις βρύσες μας από την λίμνη Πλαστήρα Αύγουστο μήνα, ο καρδιτσιώτικος κάμπος εξακολουθεί να είναι σπαρμένος με υδρόφιλες καλλιέργειες, τα έργα στήριξης των υδροφόρων λεκανών προχωρούν αργά, τα φράγματα και η (ακόμη μία) εκτροπή του Αχελώου φαντάζουν μοναδική λύση σε εκείνα τα μυαλά για τα οποία η φύση αποτελεί μία ανεξάντλητη πλουτοπαραγωγική πηγή η οποία υπάρχει για να καλύπτει τις ανάγκες του ανθρώπου και μόνο.
Η αλήθεια είναι ότι το ζήτημα νερό και θεσσαλικός κάμπος είναι επίπονο στην προσέγγισή του. Δεν αρχίζει και τελειώνει σε μια λιγότερο ή περισσότερο εύκολη θεωρητική προσέγγιση γιατί αποτελεί κομμάτι της κοινωνικής εμπειρίας όσων ζουν στους νομούς Καρδίτσας και Λάρισας (κατά βάση), ασχέτως της άμεσης ή της έμμεσης αλληλεπίδρασης που μπορεί να έχουν μαζί του. Εδώ θα μιλήσουμε για την εμπειρία του νομού της Καρδίτσας. Θα τεθούν ερωτήματα που συνήθως προσπερνιούνται σε μια μονοποικιλιακή δημόσια αρθρογραφία που πέρα από την εκτροπή του Αχελώου αρνιούνταν μέχρι πρόσφατα να δει οτιδήποτε άλλο.
Κεντρική φωτό / Αλέξης Αλεξανδρής, @alexesalexandres. Θεσσαλικός κάμπος Καρδίτσας.
Ο υδρόφιλος κάμπος
Η Θεσσαλία έχει ονομαστεί από αρχαιοτάτων χρόνων ο σιτοβολώνας της Ελλάδας. Παρόλο που ο κάμπος αποτελεί μόλις το 1/3 της συνολικής της έκτασης είναι αυτός που έχει δώσει ταυτότητα στην συγκεκριμένη γεωγραφική περιφέρεια. Η γεωργική έκταση υπολογίζεται σε περισσότερα από 4 εκατομμύρια στρέμματα. Ενώ κάποτε υπήρχε ένας μεικτός τρόπος καλλιέργειας, σήμερα ο κάμπος καταλαμβάνεται από μια εκτεταμένη παραγωγή υδρόφιλων καλλιεργειών όπως το βαμβάκι, το τριφύλλι και το καλαμπόκι, ενώ τα τελευταία χρόνια παρατηρείται και μια βαθμιαία επέκταση των δενδροκαλλιεργειών κυρίως στον νομό Λαρίσης.
Αναπόφευκτα από όλα αυτά τα στρέμματα τα 2,5 εκατομμύρια είναι πλημμελώς αρδευόμενα. Ο Σπύρος Παπαγρηγορίου, συντονιστής μελετών για τη διαχείριση των υδάτινων πόρων στην Θεσσαλία και στην Στερεά Ελλάδα σε ένα συνέδριο που διοργανώθηκε τον Μάρτιο στην Λάρισα από την Περιφερειακή Ένωση Δήμων και το Γεωτεχνικό Επιμελητήριο Κεντρικής Ελλάδας με τίτλο «Θεσσαλία και νερό: απειλές και ευκαιρίες», ανέφερε ότι σύμφωνα με την αναθεώρηση που έκαναν το 2018 οι υφιστάμενες ανάγκες άρδευσης στην Θεσσαλία αφορούσαν 2,5 εκ. στρέμματα με κάλυψη 524 κυβικά μέτρα/στρέμμα κάτι το οποίο έδινε μία συνολική ανάγκη νερού στα 1,31 δισ. κυβικά μέτρα. Σήμερα, 5 χρόνια μετά, η καινούργια αναθεώρηση παρουσιάζει μία, όχι μικρή, αύξηση των στρεμμάτων στα 2,83 εκ. (με κάλυψη 503 κ.μ./στρέμμα) και την συνολική ανάγκη νερού να έχει αυξηθεί στα 1,423 εκ. κ.μ.. Είναι εύλογο το ερώτημα που δημιουργείται, πώς γίνεται να λέγεται συνεχώς ότι η Θεσσαλία κινδυνεύει με ερημοποίηση αλλά την ίδια στιγμή οι υδρόφιλες καλλιέρ- γειες μέσα σε μία πενταετία να αυξάνονται και αναπόφευκτα και οι ανάγκες σε νερό; Τελικά υπάρχει μια συγκεκριμένη διαχείριση στον κάμπο ή ο καθένας πράττει αυτοβούλως;
Η μεγαλύτερη ποσότητα διαθέσιμου νερού στην Θεσσαλία προέρχεται από τις γεωτρήσεις, 620 εκ. κ.μ.. Πρόκειται για μία κακή ποσοτική κατάσταση λόγω της υπεράντλησης εδώ και δεκαετίες, με αποτέλεσμα πολλές γεωτρήσεις να φτάνουν μέχρι και τα 200 μέτρα στο υπέδαφος για να βρουν νερό. Άλλα 220 εκ. κ.μ. προέχονται από τα (λίγα) έργα ταμίευσης που έχουν ολοκληρωθεί μέχρι τώρα. Αυτά τα επιφανειακά νερά δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο 100% – καθώς η οικολογική τους κατάσταση είναι πολύ κακή λόγω της υπεράντλησής του την θερινή περίοδο – παρά μόνο στο μισό τους, ένα όριο το οποίο συζητιέται στην Ε.Ε. να αναθεωρηθεί προς τα επάνω (στο 70%). Βάσει λοιπόν των υπολογισμών το σύνολο των διαθέσιμων νερών είναι 800 εκ. κ.μ., με αποτέλεσμα μεταξύ ανάγκης και διαθεσιμότητας να προκύπτει ένα έλλειμμα 511 εκ. κ.μ.. Ο Παπαγρηγορίου αναφέρεται στην ανάγκη να μειωθούν οι απώλειες κατά την μεταφορά και να εξορθολογιστούν περαιτέρω οι μέθοδοι άρδευσης. «Στο τυπικό στρέμμα να φτάσουμε στα 450 κ.μ. τον χρόνο από τα 503 κ.μ. που είναι σήμερα», προσθέτει.
Ο ΤΟΕΒ Ταυρωπού
Φωτό / Εραστές των Αγράφων. Απεικόνιση του αρδευτικού δικτύου του ΤΟΕΒ Ταυρωπού σε πίνακα στα γραφεία του οργανισμού.
Οι ΤΟΕΒ είναι τοπικοί οργανισμοί έγγειων βελτιώσεων. Είναι αναγκαστικοί συνεταιρισμοί στους οποίους υποχρεούνται οι καλλιεργητές προκειμένου να διαχειριστούν μία αρδευτική δομή. Στον νομό της Καρδίτσας υπάρχουν δύο μεγάλοι ΤΟΕΒ, της Θεσσαλιώτιδος και του Ταυρωπού και πολύ άλλοι μικρότεροι. Εμείς εδώ θα μιλήσουμε για τον ΤΟΕΒ Ταυρωπού, όχι μόνο γιατί είναι ο μεγαλύτερος σε μέλη (7 χιλιάδες) και σε έκταση αρδευόμενων εκτάσεων αλλά και γιατί διαχειρίζεται ένα κρίσιμο δίκτυο από το οποίο καθορίζεται και το νερό το οποίο θα φτάσει στο νομό της Λάρισας. Ο ρόλος του ΤΟΕΒ Ταυρωπού ξεπερνά μία απλή αρδευτική διαχείριση και αποκτά ευρύτερα πολιτικά χαρακτηριστικά.
Το ανοιχτό δίκτυο του Ταυρωπού
Το 70% του νερού που κυλά στον νομό Καρδίτσας αφορά την άρδευση. Οι δύο βασικοί ταμιευτήρες είναι η λίμνη Πλαστήρα και η λίμνη Σμοκόβου. Το νερό από την λίμνη Πλαστήρα κατεβαίνει στην μικρή αναριθμιστική λίμνη, αφού περάσει από το υδροηλεκτρικό εργοστάσιο της ΔΕΗ, και από εκεί διοχετεύεται στο δίκτυο άρδευσης που διαχειρίζεται ο ΤΟΕΒ Ταυρωπού, μήκους 900 περίπου χιλιομέτρων. Γαβριάς, Καλέντζης, Καράμπαλη και μέσω μίας σειράς ανοιχτών τσιμεντένιων ή χωμάτινων καναλιών και διαφόρων ενδιάμεσων μικρών φραγμάτων εκτροπής, η έκταση που ποτίζεται με αυτόν τον τρόπο εκτείνεται από τα Κανάλια στα δυτικά, μέχρι το Αρτεσιανό στα βόρεια, τον Παλαμά και το Καρποχώρι στα ανατολικά. Το ανοιχτό δίκτυο του Ταυρωπού μέσα στις δεκαετίες του 1990 και του 2000 επεκτείνεται όλο και περισσότερο ανταποκρινόμενο στις απαιτήσεις των παραγωγών. «Όσο το νερό έφτανε σε πιο μακρινά σημεία τόσο εγκαθίστατο βαμβάκι. Γιατί αν δεν είχες νερό δεν θα μπορούσες να έχεις τόσο υδροβόρες καλλιέργειες, βαμβάκι, καλαμπόκι», σχολιάζει ο Παναγιώτης Καμινιώτης, γεωπόνος της Διεύθυνσης Αγροτικής Οικονομίας της Καρδίτσας και παραγωγός.
Ο τρόπος που δημιουργήθηκε αρχικά αυτό το ανοιχτό δίκτυο κοιτούσε στην κατεύθυνση ποτίσματος με κατάκλυση. Με αυτόν τον αναχρονιστικό τρόπο ποτίσματος ελάχιστο νερό φθάνει στην καλλιέργεια. Εάν συνυπολογίσουμε και τις απώλειες που έχει ένα ανοιχτό δίκτυο από τσιμενταύλακα μπορούμε να έχουμε μια εικόνα του νερού που χάνεται σε μια περιοχή που οι υδρολογικές συνθήκες είναι οριακές. Υπάρχουν τεχνικά συγγράμματα που αναφέρουν ότι σε δίκτυα με ανοιχτό πότισμα και κατάκλιση οι απώλειες νερού μπορεί να φτάνουν και στο 75%, ενώ στο πότισμα με σταγόνα η αποτελεσματικότητα φθάνει μέχρι και το 90%. Για να γίνουν όμως τέτοιες βαθιές τομές στον αγροτικό τομέα χρειάζεται αφενός ενημέρωση, να αλλάξουν δηλαδή τα μυαλά που λένε ότι αφού το νερό περνάει μέσα από το χωράφι μου είναι δικό μου και μπορώ να το κάνω ότι θέλω. Και αφετέρου χρήμα για αλλαγή του εξοπλισμού, να αντικατασταθούν τα καρούλια και τα μπεκ με λάστιχα. Ένα κόστος που μπορεί να φτάσει και 100 ευρώ το στρέμμα, διόλου ευκαταφρόνητο για τον κατακερματισμένο γεωργικό κλήρο που επιβιώνει ακόμα στον νομό Καρδίτσας, πολύ πιο εύκολο για τους μεγαλοαγρότες της Λάρισας.
Το κλειστό δίκτυο στα ανατολικά
Η λίμνη Σμοκόβου, στα νοτιοανατολικά του νομού, δημιουργήθηκε το 2010 με ένα φράγμα στον Σοφαδίτη ποταμό και τροφοδοτείται με νερό από το οροπέδιο της Ξυνιάδας και τα βουνά της Ρεντίνας. Βρίσκεται υπό τη διαχείριση του ΤΟΕΒ Θεσσαλιώτιδος και μέχρι στιγμής εξυπηρετεί αρδευτικές ανάγκες, αν και την ώρα που γραφόταν αυτές οι γραμμές ξεκινούσε και η δοκιμαστική λειτουργία του υδρευτικού δικτύου με σκοπό καμιά 40αριά καμποχώρια, μέχρι τον Παλαμά και την Μεταμόρφωση, να σταματήσουν να πίνουν νερό από γεωτρήσεις.
Το κλειστό δίκτυο του Σμοκόβου έχει τέσσερις κλάδους, με προοπτική να ποτίζονται από αυτό γύρω στα 120 χιλιάδες στρέμματα γης. Ο ένας από αυτούς έχει σχεδιαστεί να πάει προς την Εκάρα της Φθιώτιδας και οι υπόλοιποι τρεις στον νομό Καρδίτσας. Από αυτούς σε λειτουργία είναι ο ένας που ξεκινάει από το Λεοντάρι και μέσω του οποίου σήμερα ποτίζονται περίπου 30 χιλιάδες στρέμματα. Πρόκειται για έναν χαλύβδινο κλειστό αγωγό από τον οποίο βγαίνουν βάνες όπου ο παραγωγός πηγαίνει και κουμπώνει το μηχάνημα άρδευσης και ποτίζει με την πίεση. Σήμερα είναι γνωστό πόσοι παίρνουν από εκεί νερό αλλά είναι άγνωστο πόσες είναι οι παράνομες βάνες. «Σε αυτές τις βάνες έπρεπε ο κάθε παραγωγός να πηγαίνει να κουμπώνει σωλήνες, να πηγαίνει το νερό μέχρι το χωράφι του και να ποτίζει», μας λέει ο Π. Καμινιώτης ο οποίος για ένα διάστημα είχε δουλέψει και σαν γεωπόνος στον Δήμο Σοφάδων, ως προϊστάμενος του Τμήματος Αγροτικής Ανάπτυξης, και είχε καταγράψει με GPS μέρος των υδροληψιών πάνω στον αγωγό (νόμιμες και παράνομες βάνες). «Πήρε ο πρώτος ένα τσαπάκι, έσκαψε, βρήκε τον αγωγό τον χειμώνα που δεν έχει νερό, τον τρύπησε μόνος του, έβαλε βάνα μόνος του και έβαλε αναμονή για να ποτίζει μόνο αυτός. Μόνο τις βάνες του συστήματος γνωρίζουμε. Οι βάνες εξτρά που έχουν φτιαχτεί στον αγωγό και ποιος παίρνει από εκεί είναι άγνωστο».
Παρόλο που έχουμε φτάσει στο καλοκαίρι του 2023 και ήδη εδώ και χρόνια θα έπρεπε να μιλάμε για κλειστά δίκτυα απ’ όπου δεν θα έπρεπε να χάνεται σταγόνα νερού, μέχρι το τέλος του χρόνου αναμένεται να προκύψει ο ανάδοχος για το νέο κλειστό δίκτυο του ΤΟΕΒ Ταυρωπού και από το 2024, αν δεν υπάρξουν απρόβλεπτα γεγονότα, να ξεκινήσει η κατασκευή του με ΣΔΙΤ, σύμπραξη του δημοσίου με ιδιώτη. Το κράτος θα βάλει τα λεφτά και η ΤΕΡΝΑ θα κατασκευάσει και θα διαχειρίζεται το δίκτυο.
Οι άδειες χρήσης και το περιβαλλοντικό κόστος του νερού
Οι άδειες χρήσης του νερού ξεκίνησαν με την κοινοτική οδηγία 60 το μακρινό 2000 και έχουν στόχο να καταγράψουν οποιαδήποτε πηγή υδροληψίας υπάρχει και χρησιμοποιείται, είτε υπόγεια είτε επιφανειακή. Διακηρυγμένος στόχος είναι να υπάρχει ένας ολοκληρωμένος έλεγχος των εκροώνμ και μία καλύτερη υδατική διαχείριση. Τί συμβαίνει όμως όταν κάποιος ιδιώτης, παραγωγός ή κάτοικος ενός χωριού περιμένει με τα χρόνια να εξεταστεί η αίτησή του και να πάρει άδεια; Τί συμβαίνει όταν αυτές οι άδειες δίνονται γρήγορα και κατά προτεραιότητα σε ιδιώτες επιχειρηματίες οι οποίοι κατασκευάζουν μικρά υδροηλεκτρικά εργοστάσια σε ποταμούς και ρέματα, αποκτώντας έτσι τα «νόμιμα» δικαιώματα χρήσης του νερού κατά προτεραιότητα οποιουδήποτε άλλου χρησιμοποιούσε το νερό του ποταμού για να ποτίζει το μποστάνι του; Έχουμε την έμμεση ιδιωτικοποίηση του νερού, δηλαδή την επιλεγμένη πρόσβαση σε αυτό κάποιων συγκεκριμένων και τον αποκλεισμό κάποιων άλλων.
Στην περίπτωση των δικτύων άρδευσης οι άδειες χρήσης νερού συνεπάγονται την τοποθέτηση υδρόμετρου και την ποσοτικοποίηση του νερού που τραβάει κάποιος. Η ποσοτικοποίηση φέρνει και την χρέωση. Το 2017 μία εγκύκλιος επιχειρεί να ορίσει ένα περιβαλλοντικό κόστος για τη χρήση του νερού, χρησιμοποιώντας τις λεκάνες απορροής. Όσοι ποτίζουν από το δίκτυο του ΤΟΕΒ Ταυρωπού παίρνουν νερό από την λίμνη Πλαστήρα η οποία έχει σαν λεκάνη απορροής στον Αχελώο (έχει δημιουργηθεί με φράγμα στον ποταμό Ταυρωπό, παραπόταμο του Αχελώου). Εφόσον ο Αχελώος ανήκει στο υδατικό διαμέρισμα της δυτικής Ελλάδας όπου υπάρχει αφθονία νερών το περιβαλλοντικό κόστος ορίζεται αρκετά χαμηλά, στα 0,50 ευρώ το στρέμμα. Αντίθετα, η λίμνη Σμοκόβου που έχει λεκάνη απορροής τον Πηνείο, δηλαδή υδατικό διαμέρισμα όπου υπάρχει θέμα με το νερό, το περιβαλλοντικό κόστος ανέρχεται στα 11 ευρώ το χρόνο. «Το κόστος μπαίνει διαφορετικά, αναλόγως την λεκάνη απορροής και αναλόγως τις ανάγκες της καλλιέργειας. Δεν έχουν τις ίδιες ανάγκες το καλαμπόκι, το τριφύλλι, το μπαμπάκι. Η πολιτική μου είναι η τιμολόγηση, κάνω λίγο πιο ακριβό το νερό για να μειώσω την κατανάλωση. Που πάνε τα έσοδα του περιβαλλοντικού τέλους; Στο πράσινο ταμείο. Επιδοτήσεις για ανεμογεννήτριες, φωτοβολταϊκά και υδροηλεκτρικά. Το περιβαλλοντικό κόστος προσπάθησαν να το εφαρμόσουν καταρχήν μόνο στα επιφανειακά νερά. Σταδιακά θα εφαρμοστεί σε όλες τις υδροληψίες: γεωτρήσεις, ιδιώτες κ.τ.λ.» λέει ο Π. Καμινιώτης.
Πολιτική του νερού
Σίγουρα όλοι και όλες έχουμε ακούσει το κλισέ ότι οι πόλεμοι του μέλλοντος θα γίνουν για το νερό. Στον θεσσαλικό κάμπο το νερό είναι εργαλείο πολιτικής τουλάχιστον από την δεκαετία του ’90 και εκατοντάδες πρωτοσέλιδα εφημερίδων έχουν γεμίσει με πολεμοκάπηλους τίτλους περιγράφοντας τις καλοκαιρινές διενέξεις για το νερό μεταξύ Καρδίτσας και Λάρισας. Άγριοι καβγάδες στα τοπικά δελτία ειδήσεων, ανακοινώσεις από τις τοπικές νομαρχίες που ξεπερνούσαν τις κόκκινες γραμμές έκφρασης ενός αυτοδιοικητικού οργανισμού, απειλές και προειδοποιήσεις από βουλευτές και διάφορους τοπικούς προσοδικούς μηχανισμούς.
Σήμερα ο ΤΟΕΒ Ταυρωπού μέσω του εκτεταμένου δικτύου του διαχειρίζεται τα νερά της λίμνης Πλαστήρα. Και κατ’ επέκταση το νερό που θα φτάσει στην Λάρισα, εκεί όπου διακυβεύονται κρίσιμες πολιτικές ισορροπίες λόγω της συγκεντρωτικής γεωργίας που υπάρχει στον νομό και των δικτύων συμφερόντων (πολιτικών και μη) που έχουν αναπτυχθεί γύρω από αυτήν. Μπορεί τυπικά τη διαχείριση του νερού της Πλαστήρα να την έχει το υπουργείο μέσω της Διεύθυνσης Υδάτων της Αποκεντρωμένης Διοίκησης (και φυσικά με τη σύμφωνη γνώμη της ΔΕΗ που λειτουργεί και το υδροηλεκτρικό εργοστάσιο), ωστόσο όλα εξαρτώνται από ένα χειροκίνητο φράγμα με ξύλινες τάβλες στον Γαβριά, το οποίο διαχειρίζεται ο ΤΟΕΒ Ταυρωπού, σε ένα σημείο πίσω από τον οικισμό της Μαύρικας, στις παρυφές της Καρδίτσας. Για να φτάσεις στο σημείο θα περάσεις από ανοιξιάτικους αγρούς, έναν πρόχειρο μετακινούμενο σκουπιδότοπο και τα διερευνητικά μάτια των ρομά του γειτονικού καταυλισμού. Που να ήξερα και αυτοί ότι στο πίσω μέρος από τις αυλές τους, εκεί όπου κάνουν και καμιά βουτιά το καλοκαίρι όσο έχει νερό, παίζεται ολόκληρο το υδροδοτικό παιχνίδι δύο θεσσαλικών νομών.
Φωτό / Εραστές των Αγράφων. Το σημείο του δικτύου του ΤΟΕΒ Ταυρωπού όπου καθορίζεται με ξύλινες τάβλες το νερό που θα κυλήσει προς την Λάρισα.
Στις αρχές Μαΐου μάλιστα με απόφαση της Αποκεντρωμένη Διοίκησης η διαχείριση της άρδευσης εκχωρήθηκε και επίσημα στη διοίκηση του ΤΟΕΒ Ταυρωπού, με τα ρεπορτάζ να καταγράφουν τις ανησυχίες των καλλιεργητών της Λάρισας (του ΤΟΕΒ Πηνειού) που το ζήτημα πλέον θα διαχειρίζεται ένας φορέας με έδρα την Καρδίτσα και όχι η Αποκεντρωμένη με έδρα την Λάρισα και πρόεδρο τον καλά δικτυωμένο, πρώην δήμαρχο Λάρισας Κ. Τζανακούλη. Όσο υπάρχει νερό οι έντονες πολιτικές αντιπαραθέσεις αποφεύγονται χάρη στις διαμεσολαβήσεις διαφόρων παραγόντων. Και οι συνεχείς ποτιστικές βροχοπτώσεις που κράτησαν σχεδόν μέχρι τα μέσα Ιουνίου πηγαίνοντας πίσω ωστόσο τον ευρύτερο καλλιεργητικό κύκλο, είναι ένα καλό σημάδι πολιτικών ισορροπιών. Οι οποίες παραμένουν πάντα εύθραυστες από τη στιγμή που το νερό χρησιμοποιείται σαν εργαλείο πολιτικής και όχι σαν κάτι που πρέπει να διαφυλάξουμε σαν τα μάτια μας με διαχειριστικά μοντέλα που θα έπρεπε να είχαν τεθεί σε εφαρμογή εδώ και πολλά, πολλά χρόνια.
Και ο Αχελώος;
Και ενώ η ανάγκη δημιουργίας κλειστών δικτύων άρδευσης, η ριζική αλλαγή του τρόπου ποτίσματος των αγροτών, οι επιστημονικές προτάσεις γεωπόνων για λιγότερο υδρόφιλες καλλιέργειες και η δημιουργία λιμνοδεξαμενών και φυσικών ταμιευτήρων για τον εμπλουτισμό του υδροφόρου ορίζοντα έχει αρχίσει τα τελευταία χρόνια να τίθεται με έντονους όρους διεκδίκησης στον δημόσιο διάλογο, η εκτροπή του Αχελώου προς την Θεσσαλία ήταν μία καραμέλα που δεκαετίες τώρα έχει λιώσει ξανά και ξανά από την πολλαπλή χρήση της.
Ο ποταμός Αχελώος πηγάζει από τα 2.000 μέτρα στις νότιες πλαγιές του όρου Λάκμος (Περιστέρι) και είναι ένα φυσικό σύνορο μεταξύ της Θεσσαλίας και της Ηπείρου. Το μήκος του ξεπερνά τα 220 χλμ. και η λεκάνη απορροής του έχει συνολική έκταση 5.000 τ.χλμ. και αποτελεί ένα σημαντικό ποτάμιο οικοσύστημα. Οι εκβολές του Αχελώου στο Ιόνιο σχηματίζουν ένα εκτεταμένο δέλτα, έναν από τους πιο σημαντικούς υγροβιότοπους της Μεσογείου. Στην βόρεια περιοχή του δέλτα του Αχελώου διασώζονται μικρά παραποτάμια δάση, υπολείμματα των απέραντων δασών που υπήρχαν παλαιότερα σε αυτά τα μέρη, με σπουδαιότερο το δάσος του Φράξου, κοντά στο Λεσίνι, το οποίο είναι ότι απέμεινε από την μεταπολεμική αποξήρανση της λίμνης Μελίτη και την απόδοση χιλιάδων στρεμμάτων για καλλιέργειες καλαμποκιού.
Μεταξύ των δεκαετιών του 1950 και του 1990 έχει υποστεί τρεις γιγάντιες παρεμβάσεις που ανέκοψαν τον φυσικό του ρου για τη δημιουργία ισάριθμων φραγμάτων και υδροηλεκτρικών εργοστασίων. Του Καστρακίου, του Στράτου και των Κρεμαστών το οποίο αποτελεί το μεγαλύτερο γαιοφράγμα της Ευρώπης και το μεγαλύτερο υδροηλεκτρικό εργοστάσιο της χώρας με 4 μονάδες. Η λίμνη Πλαστήρα δημιουργήθηκε επίσης από φράγμα σε έναν από τους βασικούς παραποτάμους του Αχελώου, του Ταυρωπού (Μέγδοβα) με χαρακτήρα αρδευτικό, για να ποτιστεί ο κάμπος της Καρδίτσας, αλλά αργότερα δημιουργήθηκε και το υδροηλεκτρικό εργοστάσιο της ΔΕΗ.
Ο Αχελώος, λοιπόν, είναι ένα μυθικό ποτάμι που έχει υποστεί ήδη τέσσερις έντονες ανθρώπινες παρεμβάσεις, οπότε και η εκτροπή του άνω ρου του, που είναι ίσως από τα τελευταία κομμάτια του που παραμένουν άγρια, δεν μπορεί να προτείνεται ελαφρά τη καρδία. Εάν από την εποχή που έγινε η πρώτη εξαγγελία του έργου (το 1964 από τον Γεώργιο Παπανδρέου) και όλα τα μετέπειτα χρόνια που αποτελούσε κομμάτι των προεκλογικών υποσχέσεων πρωθυπουργών διαφορετικών πολιτικών φραξιών, υπήρχε η ίδια ζέση για μία σωστή διαχείριση των υδάτινων αποθεμάτων και των καλλιεργούμενων ειδών του θεσσαλικού κάμπου, δεν θα είχαμε φτάσει στη σημερινή συνθήκη. Αλλά μιλάμε για τις δεκαετίες που την αγροτική πολιτική την χάρασσαν οι επιδοτήσεις της Ε.Ε. για το βαμβάκι και ο εύκολος πλουτισμός μαζί με την περήφανη ελληνική παγαποντιά είχε γίνει ένα μικροαστικό όνειρο που είχε φτάσει σε κάθε χωριό, πολύ πριν εμφανιστούν οι ευκαιρίες να γίνουν όλοι επενδυτές στα ελληνικό χρηματιστήριο.
«Όταν βλέπεις ότι έχω ένα τέτοιο δίκτυο τρομερά υδροβόρο και δεν έχεις κάνει τίποτα για να του αλλάξεις μορφή, δεν έχω φτιάξει κλειστά δίκτυα, έχω μόνο του Σμοκόβου για να λύσει το θέμα του ανατολικού νομού, θα έπρεπε να καλύπτει 120 χιλιάδες στρέμματα και καλύπτει μόνο 30 χιλιάδες, όλο το υπόλοιπο γίνεται με επιφανειακά νερά που πέφτουν ξανά στο ποτάμι, να στηρίξω τους παραγωγούς να αλλάξουν λάστιχα, πώς λέμε ότι θα μας λύσει το πρόβλημα ο Αχελώος;», αναρωτιέται ο Π. Καμινιώτης.
Ο δημόσιος λόγος στα μέρη μας έχει καταστεί ασφυκτικός απέναντι σε οποιαδήποτε διαφορετική έκφραση γνώμης σχετικά με το ζήτημα. Όπως αυτή του Παναγιώτη Σαμπατακάκη, διευθυντή Υδατικών Πόρων και Γεωθερμίας της ΕΑΓΜΕ η οποία το 2020 ξεκίνησε να καταγράφει τις γεωτρήσεις στην Θεσσαλία. Ο μαγικός αριθμός 21.894. Από αυτές οι 8.411 βρίσκονται στην Λάρισα και οι 6.312 στην Καρδίτσα, αριθμός κατά πολύ μικρότερος από τις περίπου 40.000 που εκτιμούσε η Αποκεντρωμένη Διοίκηση. «Τα νέα στοιχεία μας δείχνουν ότι αθροίζοντας τις ανάγκες, η Θεσσαλία μπορεί να αντεπεξέλθει με μια σειρά από μικρούς και μεσαίους ταμιευτήρες. Πρόκειται για φθηνά έργα, εύκολα διαχειρίσιμα, τα οποία μπορούν να παραλαμβάνουν και τα πλημμυρικά νερά, επομένως να λειτουργούν ως αντιπλημμυρικά. Δεν χρειάζονται μεγάλα έργα με σημαντικό αποτύπωμα στο περιβάλλον, όπως η εκτροπή του Αχελώου», θα αναφέρει στην Καθημερινή σε άρθρο που παρουσίαζε τη σχετική έρευνα.
Το υδατικό πρόβλημα της Θεσσαλίας έχει μετονομαστεί σε πρόβλημα εκτροπής του Αχελώου και έτσι έχει αποτυπωθεί στην καθημερινή εμπειρία στην πόλη και στα χωριά, μετατοπίζοντας τη συζήτηση από λύσεις και σχέδια που έχουν προταθεί εδώ και δεκαετίες αλλά γίνονται πράξη με αργά βήματα στα χρόνια μας. Στην εποχή που τα βουνά και τα ποτάμια μετατρέπονται σε εργοστάσια παραγωγής ενέργειας, οι ευαισθησίες και οι επιστημονικές επεξεργασίες ολοένα και περισσότερων ανθρώπων σε θέματα που άπτονται της σχέσης σεβασμού και συνύπαρξης που πρέπει να έχουμε με τη φύση, δεν μπορούν παρά να συναντήσουν και την πρόταση ένας ήδη επιβαρυμένος ποταμός, να συνεχίσει να ρέει απρόσκοπτα και ελεύθερα στα κομμάτια του που δεν έχουν υποστεί ανθρώπινες τεχνικές παρεμβάσεις μέσα στα χρόνια. Η φύση μας προσφέρει αλλά δεν συγχωράει την απληστία. Το καταλάβαμε με τον πιο βίαιο τρόπο στον νομό Καρδίτσας με τον Ιανό, τα ποτάμια που αυλακώθηκαν για να συμβαδίσουν με τον αναδασμό της γης και τους «ξεριάδες» που υπήρχε λόγος να είναι εκεί έστω για να κατεβάζουν νερό μια φορά την 20ετία. Το υδατικό ζήτημα της Θεσσαλίας είναι ένα πολύπλοκο θέμα το οποίο θα συνεχίσουμε να προσεγγίζουμε στα επόμενα τεύχη.