Όλα στο πράσινο;

Ενέργεια Έρευνες

Το πράσινο είναι το χρώμα του μέλλοντος. Όλα ποντάρονται εκεί. Ο παγκόσμιος κύκλος αγοραπωλησιών πράσινων ομολόγων από τις αρχές του 2020 έχει φτάσει τα 740 δισεκατομμύρια δολάρια. Στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης 20 δισεκατομμύρια δολάρια ποντάρονται σε πράσινα έργα. Στην Fungurume, μία σκονισμένη πόλη στα νότια του Κονγκό, ο Pierre, ένας εργάτης στα ορυχεία εξόρυξης κοβάλτιου, πληρώνεται 3,50 δολάρια την ημέρα, που μπορεί να φτάσουν τα 3,70 εάν δεν σταματήσει για το μεσημεριανό γεύμα και κάνει και κάποια υπερωρία. Πράσινα είναι και αυτά. Το κοβάλτιο είναι βασική πρώτη ύλη για την κατασκευή των μπαταριών των μηχανών της πράσινης μετάβασης. Είτε πρόκειται για ένα ηλεκτροκίνητο αμάξι, είτε για τη δυνατότητα αποθήκευσης της στοχαστικής ενέργειας των ανεμογεννητριών και των φωτοβολταϊκών. Μαζί και το λίθιο, η τιμή του οποίοι αυξήθηκε σε έναν χρόνο 280%. Τα εξορυκτικά πεδία έχουν πάρει φωτιά.


Φωτό / Mark Thiessen, National Geographic, @thiessenphoto. Χάλκινοι δακτύλιοι στο εσωτερικό μίας μπαταρίας λιθίου.

Όσο επεκτείνονται οι εξορύξεις τα νερά στερεύουν. Πληθυσμοί εκδιώχνονται. Χωριά ερημώνουν. Μοναδικά οικοσυστήματα για τη ζωή του πλανήτη καταρρέουν. Τεράστιοι κρατήρες μαρτυρούν το άρμεγμα της γης μέχρι εξαντλήσεως… των αποθεμάτων και των ζωών των ανθρώπων που βρέθηκαν να ζουν στο «λάθος μέρος» του πλανήτη. Αυτό το «λάθος μέρος» δεν έχει μόνο ελληνικές συντεταγμένες, στα λιγνιτικά ορυχεία της δυτικής Μακεδονίας και της Πελοποννήσου. Έχει και στην Ατακάμα της Χιλής, στην Νεβάδα των ΗΠΑ, στο Κολγουέζι του Κονγκό, στο Γκρόνινγκεν της Ολλανδίας, στο Μούρο της Πορτογαλίας, στο Γιολοτάν Οσμάν του Τουρκμενιστάν, στο Χάμπαχ της Γερμανίας. Όλα αυτά τα περίεργα ονόματα συνιστούν κομμάτια της ίδιας αλυσίδας, της λεηλασίας της φύσης για τις ενεργειακές ανάγκες του σήμερα. Βρισκόμαστε στην εποχή της μετάβασης από έναν κύκλο κερδοφορίας από την παραγωγή ενέργειας, σε έναν άλλον καινούργιο. Όσο αυξάνονται οι ανάγκες και οι υλικές μας επιθυμίες θα αυξάνεται και η ζήτηση για φυσικούς πόρους. Και αναπόφευκτα θα αυξάνονται και οι περιβαλλοντικές και κοινωνικές συνέπειες της εκμετάλλευσής τους. Εάν θέλουμε, λοιπόν, να συζητήσουμε για «περιβαλλοντικές ευαισθησίες» πρώτα πρέπει να συζητήσουμε για τις ανάγκες και τις επιθυμίες μας. Όλα τα άλλα είναι χρήμα.

Η έρημος Ατακάμα βρίσκεται στα βόρεια της Χιλής. Εκτεινόμενη σε 3.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, από τις Άνδεις μέχρι τον Ειρηνικό Ωκεανό, αποτελεί την παλαιότερη και πιο ξηρή έρημο του κόσμου. Στο υπέδαφός της βρίσκονται κάποια από τα μεγαλύτερα κοιτάσματα λιθίου παγκόσμια. Τεράστιες αλυκές με αντλημένη άλμη καταλαμβάνουν συνεχώς όλο και μεγαλύτερο μέρος της επιφάνειάς της. Η εξάτμιση του νερού αφήνει πίσω της τον επονομαζόμενο «λευκό χρυσό», το λίθιο, βασική πρώτη ύλη των μπαταριών, απαραίτητων στα ηλεκτροκίνητα οχήματα και για την αποθήκευση της ενέργειας των ΒΑΠΕ. Οι δύο εταιρείες εξόρυξης που δραστηριοποιούνται στην περιοχή αντλούν κάθε χρόνο 63 δισεκατομμύρια λίτρα αλμυρού νερού (σχεδόν 2.000 λίτρα ανά δευτερόλεπτο). Ο υπόγειος υδροφόρος ορίζοντας της περιοχής έχει εξαντληθεί, τα ποτάμια και τα λιβάδια έχουν μείνει χωρίς νερό και οι 18 κοινότητες αυτόχθονων λαών που ζουν στις οάσεις της ερήμου αλλά και στις γύρω επαρχίες κινδυνεύουν με εξαφάνιση.

Το Γκρόνινγκεν είναι μία επαρχία της Ολλανδίας όπου το 1959 ανακαλύφθηκε από την Ολλανδική Εταιρεία Πετρελαίου το μεγαλύτερο κοίτασμα φυσικού αερίου στην Ευρώπη και το δέκατο μεγαλύτερο στον κόσμο. Το 1963 ξεκίνησε η εξόρυξή του και μέχρι το 2019 είχε αντληθεί σχεδόν το 75% των 2.800 δισεκατομμυρίων κυβικών φυσικού αερίου που υπήρχε στο υπέδαφος της επαρχίας. Αναπόφευκτα, τόσες δεκαετίες εξόρυξης είχαν σαν αποτέλεσμα την καθίζηση του εδάφους και την πρόκληση ζημιών στα σπίτια των περίπου 500 χιλιάδων κατοίκων της περιοχής. Οι πρώτες αναφορές καταγράφονται τη δεκαετία του 1970 και αγνοούνται ή αποσιωπούνται από την κοινοπραξία των εταιρειών Shell και Exxon που εκμεταλλεύονται το κοίτασμα. Δεν μπορεί να γίνει όμως το ίδιο όταν αρχίζει να αυξάνεται η συχνότητα και η ένταση των σεισμικών δονήσεων στην περιοχή. Η ισχυρότερη δόνηση καταγράφεται το 2012, φτάνει τους 3,6 βαθμούς της κλίμακας ρίχτερ και προκαλεί ζημιές σε 80.000 σπίτια στο χωριό Huizinge. Μέχρι σήμερα έχουν αναφερθεί περισσότεροι από 1.100 σεισμοί μετατρέποντας την επαρχία σε μία ζώνη όπου οι αγροικίες στηρίζονται σε προσωρινούς τοίχους και οι κάτοικοι αφενός προσπαθούν να συνηθίσουν τον φόβο των απρόσμενων δονήσεων και αφετέρου να διεκδικήσουν κρατικές αποζημιώσεις για τις καταστροφές.

Άποψη των κακοπαθημένων σπιτιών στο Γκρόνινγκεν της βόρειας Ολλανδίας, από την καθίζηση του εδάφους που προκαλεί η, εδώ και δεκαετίες, εξόρυξη αερίου από το υπέδαφος της περιοχής (φωτό Ολλανδικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ANP, 2018).

Το Κάσπερ είναι μία πόλη της πολιτείας Ουαϊόμινγκ των Η.Π.Α. Δίπλα στο ποτάμι της πόλης έχει δημιουργηθεί ένα «νεκροταφείο ανεμογεννητριών» στο οποίο έχουν θαφτεί μέχρι στιγμής 1.200 πτερύγια. Εάν το μεγαλύτερο μέρος των εξαρτημάτων των ανεμογεννητριών είναι ανακυκλώσιμο, αυτό δεν συμβαίνει και με τα πτερύγιά τους τα οποία είναι κατασκευασμένα από ένα μείγμα ρητίνης και υαλοβάμβακα για να μπορούν να αντέχουν στις μεγάλες ριπές των ανέμων. Το τεράστιο ύψος αυτών των πτερυγίων δεν αφήνει πολλά περιθώρια «αόρατης» εναπόθεσης μετά τον παροπλισμό τους. Αυτά τα ιδιότυπα νεκροταφεία δημιουργούνται σε όλο και περισσότερα μέρη, καθώς κλείνει ο χρόνος λειτουργίας της πρώτης γενιάς αιολικών που είχαν εγκατασταθεί πρίν 10-15 χρόνια. Μία αναφορά του αμερικάνικου Ινστιτούτου Έρευνας για την Ηλεκτρική Ενέργεια εκτιμά ότι τέσσερα εκατομμύρια τόνοι πτερυγίων θα χρειαστούν χώρους υγειονομικής ταφής στις Η.Π.Α. μεταξύ του 2020 και του 2050. Στην Ελλάδα, η Καρυστία της νότιας Εύβοιας έχει μετατραπεί σε ένα νεκροταφείο ανεμογεννητριών παλιάς τεχνολογίας, οι οποίες σαπίζουν παροπλισμένες μέχρι να πέσουν από κάποιο δυνατό βοριά.

Το Κονγκό είναι μία χώρα της κεντρικής Αφρικής. Στο υπέδαφός της βρίσκεται μία ποικιλία από ορυκτά και σπάνια μέταλλα, ανάμεσά τους και το 70% των παγκόσμιων αποθεμάτων σε κοβάλτιο. Το κοβάλτιο (μαζί με το λίθιο) είναι και αυτό βασικό συστατικό των μπαταριών που τροφοδοτούν τα περισσότερα ηλεκτρικά οχήματα. Τα 15 από τα 19 ορυχεία βιομηχανικής κλίμακας που βρίσκονται στην χώρα ανήκουν ή χρηματοδοτούνται από κινέζικες εξορυκτικές εταιρείες. Το σύστημα προσλήψεων μέσω υπεργολαβιών κάνει την εργασία στα ορυχεία φθηνή και υποτιμημένη, πολλές φορές και με την άσκηση φυσικής βίας στους εργάτες, ενώ σε πολλά από αυτά χρησιμοποιείται μία τεχνική που επιτρέπει την εξαγωγή του κοβάλτιου από το έδαφος με το χέρι, ευνοώντας έτσι την παιδική εργασία. Εάν στα ανατολικά της χώρας συναντάς ακόμη τα απομεινάρια ενός εμφυλίου πολέμου που θεωρητικά έληξε το 2003, στα κεντρικά και στα βόρεια τεράστια εξορυκτικά πεδία εκτοπίζουν τους τοπικούς πληθυσμούς (όπως το μεγαλύτερο της χώρας, το Tenke Fungurume) και υπόσχονται μία αόριστη οικονομική ανάπτυξη.

Μεταξύ Κοζάνης και Πτολεμαΐδας, εδώ και πέντε δεκαετίες τα ορυχεία εξόρυξης λιγνίτη, μεταξύ αυτών και το μεγαλύτερο των βαλκανίων, εξασφάλιζαν την ενεργειακή αυτονομία της χώρας. Χωριά έχουν μετεγκατασταθεί για την αξιοποίηση του ελληνικού «μαύρου χρυσού» που βρίσκεται κάτω από αυτά. Και άλλα που σχεδιάζεται να μετεγκατασταθούν ή ζουν κυκλωμένα από τις τεράστιες λιγνιτικές μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Ντόπιοι που δούλευαν για δεκάδες χρόνια στα εργοστάσια και τα ορυχεία της ΔΕΗ, δύο πόλεις που εξασφάλιζαν φθηνή (τηλε)θέρμανση τον χειμώνα και η συνακόλουθη ανεργία απ’ όταν μπήκαμε στην περίοδο της «απολιγνιτοποίησης» και μειώθηκε η παραγωγή. Τσακισμένα κορμιά, μπουκωμένα πνευμόνια, μολυσμένος αέρας. Τα λιγινιτικά ορυχεία έχουν μετατρέψει την δυτική Μακεδονία σε ένα σεληνιακό τοπίο βγαλμένο από κινηματογραφικά στούντιο, όχι απ’ αυτα που έχει υποσχεθεί το ελληνικό κράτος στο πλαίσιο της «αποκατάστασης του τοπίου», αλλά το βίαια πραγματικό.

Το Χάμπαχ αποτελεί το μεγαλύτερο λινγιτικό ορυχείο της Ευρώπης και βρίσκεται στην Γερμανία. Ιδιοκτήτριά του είναι η πολυεθνική γερμανική εταιρεία ενέργειας RWE η οποία αγόρασε την έκταση το 1978 καταστρέφοντας ένα αρχέγονο δάσος 12.000 χρόνων που βρίσκονταν στο σημείο, αφήνοντας όρθιο μόνο ένα 10% απ’ αυτό. Η RWE σκοπεύει να επεκτείνει τις δραστηριότητές της εκδιώχνοντας άλλους 7.500 κατοίκους της γύρω περιοχής αποφασίζοντας την μετεγκατάσταση των χωριών τους. Παράλληλα, ένα ακόμη κομμάτι του εναπομείναντος δάσους θα αποψιλωθεί. Τα τελευταία χρόνια ένας διαρκής αγώνας κατοίκων, περιβαλλοντικών οργανώσεων και συλλογικοτήτων βρίσκεται σε εξέλιξη ενάντια στην επέκταση του ορυχείου.

Η μισή αλήθεια ενός οικολογικού αποτυπώματος

Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν αυτό το άρθρο δεν κοιτάνε σύνορα. Κοιτάνε το πώς η απαξίωση παλαιότερων μορφών παραγωγής ενέργειας και η εισαγωγή κάποιων καινούργιων, η περίφημη «πράσινη» μετάβαση, μόνο πράσινη δεν είναι. Μεταθέτει την καταστροφή κάποιες εκατοντάδες ή χιλιάδες χιλιόμετρα μακρυά μας για να μπορούμε να λέμε ότι οι ανεμογεννήτριες στα βουνά ή η ηλεκτροκίνηση των οχημάτων είναι αυτά που θα σώσουν τον πλανήτη. Το «περιβαλλοντικό αποτύπωμα», ένας όρος που έχουν εισάγει τα αφεντικά και συνοδεύει χρόνο με το χρόνο οποιαδήποτε κίνησή μας, από την αγορά μίας ηλεκτρικής συσκευής μέχρι το χάρτινο καλαμάκι με το οποίο θα πιούμε καφέ, έχει τις αντανακλάσεις του και στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Το κατασκευαστικό λόμπι στην Ελλάδα έχει βρει ένα καινούργιο πεδίο κερδοφορίας. Και θέλει να μας πείσει ότι ένα έργο ΒΑΠΕ έχει μηδενικό οικολογικό αποτύπωμα γιατί παράγει ενέργεια χρησιμοποιώντας τον ήλιο και τον αέρα. Αυτή, όμως, είναι η μισή αλήθεια. Γιατί μιλάνε μόνο για το τελευταίο στάδιο της παραγωγής και όχι για όλα τα προηγούμενα στάδια: την παραγωγή των πρώτων υλών, την κατασκευή των μηχανών για την παραγωγή αυτής της ενέργειας, την καταστροφή πυκνών δασών για να εξασφαλιστεί η πρόσβαση στις βουνοκορφές. Και αυτό δεν είναι τυχαίο. Το γιατί, στις παρακάτω γραμμές.

Λίθιο, ο «λευκός χρυσός»

Το Euro Green Deal είναι το ολοκληρωμένο σχέδιο «πράσινης» μετάβασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προβλέπει μέχρι το 2055 μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα κατά 55% σε σχέση με το 1990 και συμμετοχή των ΒΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα κατά 40%. Ένα τεράστιο κεφάλαιο χρημάτων επενδύεται γύρω από έργα ΒΑΠΕ, ενώ η ηλεκτροκίνηση των οχημάτων είναι το επόμενο πράσινο πρότζεκτ το οποίο δεν στοχεύει μόνο στην επιβίωση των ευρωπαϊκών αυτοκινητοβιομηχανιών, αλλά και να αυξήσει σε τέτοιο βαθμό τον κύκλο κερδοφορίας τους ώστε να βρεθούν στις πρώτες θέσεις του παγκόσμιου ανταγωνισμού. Μετάβαση στην ηλεκτροκίνηση σημαίνει αντικατάσταση των παλαιών οχημάτων μέσα από μία σειρά φορολογικών αντικινήτρων που ήδη έχει στα σκαριά η Ε.Ε. και τα οποία θα ενσωματωθούν στις εθνικές πολιτικές των κρατών-μελών.

Η τεχνολογία της αποθήκευσης της ενέργειας, η μπαταρία, είναι απαραίτητη τόσο για μία ανεμογεννήτρια και μία φωτοβολταϊκή εγκατάσταση, όσο και για ένα ηλεκτροκίνητο όχημα. Το λίθιο και το κοβάλτιο είναι βασικές πρώτες ύλες για την κατασκευή αυτών των μπαταριών. Το λίθιο είναι ελαφρύ, μπορεί να αποθηκεύσει πολύ ενέργεια και να επαναφορτιστεί επανειλημμένα. Το κοβάλτιο χρειάζεται για να διατηρεί την τεχνική σταθερότητα της μπαταρίας. Ένα ηλεκτροκίνητο όχημα της Tesla σήμερα απαιτεί 400 φορές περισσότερη ποσότητα λιθίου για την κατασκευή της μπαταρίας του απ’ όσο ένα κινητό τηλέφωνο. Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας προβλέπει έως το 2040 η ζήτηση για λίθιο να έχει αυξηθεί 42 φορές σε σχέση με τα επίπεδα του 2020.

Εξόρυξη νερού

Στην Χιλή βρίσκονται τα μισά από τα παγκόσμια αποθέματα. Ο χαρακτηρισμός της ως «Σαουδικής Αραβίας του λιθίου» δεν αποτελεί ένα χαριτωμένο ευφυολόγημα αλλά μία δυσοίωνη εικόνα του παρόντος και του μέλλοντος. Στις μέρες μας, η παλαιά ανάγκη για επάρκεια σε πετρέλαιο έχει αντικατασταθεί από την ανάγκη για επάρκεια σε λίθιο. Η περίπτωση της ερήμου Ατακάμα, που έχει μετατραπεί σε ένα απέραντο εξορυκτικό πεδίο, πέρα από δυσοίωνη την κάνει και τρομακτική. Τα φανταχτερά χρώματα των αλυκών εξόρυξης που δημιουργούνται στην επιφάνειά της δεν μπορούν να αποκρύψουν την εξάντληση των υδάτων που συντελείται στο υπέδαφος. Στην πραγματικότητα, δεν μιλάμε για μια μορφή εξόρυξης από έναν βράχο ή ένα βουνό, αλλά για μια εξόρυξη νερού. Οι εργάτες αντλούν την άλμη από το υπέδαφος στην επιφάνειά. Εκεί την αφήνουν σε τεράστιες λίμνες να εξατμιστεί, κάτι που γίνεται σχετικά γρήγορα λόγω της έντονης ηλιακής ακτινοβολίας, και κάπως έτσι συλλέγουν το λίθιο. Μαζί με το αλμυρό νερό αντλούνται και σημαντικές ποσότητες γλυκού νερού, απαραίτητες για τη ζωή των ανθρώπων και των οικοσυστημάτων της περιοχής. Τα ποτάμια στεγνώνουν και όσο ανεβαίνει η στάθμη του νερού στις αλυκές εξόρυξης τόσο πέφτει στις λιμνοθάλασσες της περιοχής. Τα δισεκατομμύρια λίτρα νερού που αντλούν οι εταιρείες εξόρυξης κάθε χρόνο αφυδατώνουν το υπέδαφος και προκαλούν λειψυδρία.

Έρημος Ατακάμα, Χιλή, αλυκές εξόρυξης λιθίου, του «λευκού χρυσού» του σήμερα, (φωτό Ivan Alvarado, Reuters, 2013)

«Αφού μολύνεις το νερό μου, τι θα πίνω για 300 χρόνια;»

Οι κρατικές πολιτικές κοιτάνε στην εξασφάλιση μιας αυτονομίας σε αυτές τις πρώτες ύλες έναντι των ανταγωνιστών κρατών. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θέσει ως στόχο από το φθινόπωρο του 2020 να μειώσει κατά 18% την εξάρτησή της από εισαγόμενο λίθιο. Τα τεράστια κοιτάσματα που έχουν εντοπιστεί τα τελευταία χρόνια στην Πορτογαλία αναμένεται να έχουν κεντρικό ρόλο σε αυτόν τον σχεδιασμό. Στις ΗΠΑ, ένα ορυχείο στην βόρεια Νεβάδα, θα μπορούσε να λύσει το ζήτημα της, σχεδόν απόλυτης, εξάρτησης της χώρας σε ξένες πηγές λιθίου. Ωστόσο, ένας δυναμικός αγώνας κτηνοτρόφων και ιθαγενών της περιοχής βρίσκεται σε εξέλιξη καθώς, όπως αναφέρουν ακόμα και οι περιβαλλοντικές μελέτες της εταιρείας, τα 3.224 γαλόνια ανά λεπτό που θα καταναλώνονται για την εξόρυξη αναμένεται να προκαλέσουν πτώση του υδροφόρου ορίζοντα κατά 12 πόδια. Οι 66 χιλιάδες ετήσιοι τόνοι παραγωγής λιθίου μπορούν να προκαλέσουν μόλυνση των υπόγειων υδάτων, ενώ τα 354 εκατομμύρια κυβικά μέτρα απορριμάτων της εξόρυξης ενδέχεται να εμπεριέχουν ραδιενεργά υλικά, όπως το ουράνιο. Το ερώτημα, λοιπόν, που απηύθυνε το μέλος μίας φυλής ιθαγενών στους αξιωματούχους που τους ενημέρωσαν για το έργο και τους υποσχέθηκαν θέσεις εργασίας, θέτει την ουσία του αγώνα: «Πες μου, τί νερό θα πίνω εγώ για 300 χρόνια;».

Κοβάλτιο, ένα μέταλλο ευχής και κατάρας

Το κοβάλτιο είναι ένα μέταλλο ευχής και κατάρας. Έχει μία μοναδική δυνατότητα για τα αφεντικά, να βρίσκεται σε μία μόνο χώρα, τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, όπου σε όποια πέτρα από κάτω και αν σκάψεις θα το βρεις. Αυτό σημαίνει σχεδόν μονοπώλιο για όποιον ελέγχει τα εξορυκτικά πεδία, σημαίνει και ένταση της εργασίας για όσους δουλεύουν σε αυτά καθώς πρέπει να καλυφθούν οι ολοένα και περισσότερες ανάγκες της πράσινης βιομηχανίας. Η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμά ότι η ζήτηση για παραγωγή κοβαλτίου θα αυξηθεί κατά 585% έως το 2050. Οι παγκόσμιες πωλήσεις επιβατικών ηλεκτροκίνητων αυτοκινήτων αναμένεται να εκτιναχθούν στα 66 εκατομμύρια το 2040. Τα χαμηλά μεροκάματα, η απουσία συλλογικών συμβάσεων, οι στοές που καταρρέουν, η παιδική εργασία, οι ξυλοδαρμοί και οι εκβιασμοί περιγράφουν τις συνθήκες εργασίας στα ορυχεία. Το Tenke Fungurume, το μεγαλύτερο ορυχείο της χώρας εκτόπισε 1.500 ανθρώπους που ζούσαν στην περιοχή για να εκμεταλλευτεί τα κοιτάσματα στο υπέδαφος. Η Freeport-McMoRan, η εταιρεία που το κατασκεύασε, πριν κάποια χρόνια, σε ένα άλλο ορυχείο χαλκού και χρυσού που λειτουργούσε στην Ινδονησία, έριχνε ραδιενεργά απορρίματα σε ένα ποτάμι μέσα στο τροπικό δάσος.

Το εξορυκτικό πεδίο στο Kisanfu του Κονγκό (φωτό Ashley Gilbertson, New York Times, 2021).

Το αμερικάνικο περιοδικό The New Yorker φιλοξένησε την ιστορία ενός κατοίκου της Κολγουέζι, μίας πόλης στα νότια της χώρας, ο οποίος σκάβοντας με το φτυάρι έναν λάκκο για μία νέα τουαλέτα στην αυλή του σπιτιού του χτύπησε έναν γκρίζο βράχο με τιρκουάζ αποχρώσεις. Στο Κονγκό το κοβάλτιο μπορείς να το συναντήσεις όχι μόνο σε τεράστιες ποσότητες αλλά και πολύ κοντά στην επιφάνεια του εδάφους. Γι’ αυτό και τα παιδιά από τριών χρονών μαθαίνουν να ξεδιαλέγουν από την πέτρα το πιο καθαρό μετάλλευμα. Γι’ αυτό και πολλοί άνθρωποι έχουν σκοτωθεί από στοές που κατέρρευσαν, καθώς ακολουθούσαν τη διαδρομή του μεταλλεύματος στο υπέδαφος χωρίς να καταλαβαίνουν το βάθος στο οποίο έχουν φτάσει και χωρίς να έχουν φτιάξει κατασκευές αντιστήριξής τους. Η εύκολη προσβασιμότητα έφερε πολλά λεφτά σε κάθε οικογένεια. Μαζί και τον θάνατο. Το ακατέργαστο υλικό εξόρυξης συχνά είναι γεμάτο τοξικά μέταλλα, κάποιες φορές και ήπια ραδιενεργό. Μία μελέτη του επιστημονικού περιοδικού The Lancet αναφέρει ότι στις έγκυες γυναίκες στο νότιο Κονγκό έχουν καταγραφεί από τις υψηλότερες συγκεντρώσεις μετάλλων στον κόσμο, αυξάνοντας τις πιθανότητες να γεννήσουν τα παιδιά τους νεκρά ή με γενετικές ανωμαλίες. Η μελέτη κατέγραψε και μία ισχυρή σχέση ανάμεσα στους πατεράδες που εργάζονταν στα ορυχεία και στις εμβρυϊκές ανωμαλίες που εμφανίζονταν στη συνέχεια στα παιδιά τους.

Το ορυκτό αέριο

Δεν φυσάει όλες τις ημέρες και όλες τις εποχές του χρόνου για να παράγουν ρεύμα οι ανεμογεννήτριες. Και την νύχτα δεν έχει σίγουρα ήλιο για να παράγουν ρεύμα τα φωτοβολταϊκά. Κοινότυπες διατυπώσεις μπορεί να σκεφτεί ο αναγνώστης ή η αναγνώστρια. Η τεχνολογία αποθήκευσης της ενέργειας θέλει αρκετά χρόνια ακόμα για να έχει να παρουσιάσει κάποιες ρεαλιστικές προτάσεις. Ρεαλιστικές με την έννοια να μην πρόκειται για τεράστιες μπαταρίες στο μέγεθος ενός κτιρίου και με ένα κόστος που θα επέτρεπε το λεγόμενο «επιχειρηματικό ρίσκο» επένδυσης σε αυτές. Είμαστε σίγουροι, ωστόσο, ότι ο καπιταλισμός θα δώσει τις απαντήσεις του και σε αυτό το θέμα. Μέχρι τότε πώς το δίκτυο μπορεί να εξασφαλίσει τη σταθερότητά του 24 ώρες το 24ωρο; Η απάντηση εδώ λέγεται φυσικό αέριο. Το «μεταβατικό καύσιμο» το οποίο σήμερα εξισορροπεί την στοχαστική παραγωγή ρεύματος από ΒΑΠΕ, ιδίως σε ακραίες καιρικές συνθήκες, όπως αυτές ενός καύσωνα το καλοκαίρι ή ενός παγετού τον χειμώνα. Είναι όμως μεταβατικό; Και είναι καθαρό όπως παρουσιάζεται; Ή, έστω, πιο καθαρό από τον λιγνίτη;

Το φυσικό αέριο δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα ορυκτό καύσιμο, όπως και ο λιγνίτης. Οι υποστηρικτές του επισημαίνουν ότι παράγει πολύ λιγότερους ατμοσφαιρικούς ρύπους (που μένουν στην ατμόσφαιρα για μικρότερο χρονικό διάστημα, κοντά στα 9 χρόνια) από τον άνθρακα ή το πετρέλαιο στο σημείο της καύσης. Αυτό ισχύει. Αλλά σκόπιμα εμπεριέχει την αγνόηση του υπολοίπου κύκλου ζωής του φυσικού αερίου, προτού φτάσουμε στο τελευταίο στάδιο της καύσης του. Και αυτό συμβαίνει γιατί στα προηγούμενα στάδια εντοπίζονται και τα μεγαλύτερα περιβαλλοντικά προβλήματα. Η μεταφορά και η επεξεργασία του έχει σαν αποτέλεσμα την διαρροή μεθανίου, ένα από τα πιο ισχυρά αέρια του θερμοκηπίου (τα πρώτα 20 χρόνια τουλάχιστον 80% πιο ισχυρό σε σχέση με το διοξείδιο του άνθρακα). Η απελευθέρωση μεθανίου στην ατμόσφαιρα μπορεί είτε να αφορά διαρροές που συμβαίνουν από τις υποδομές διανομής του φυσικού αερίου, όπως στα σημεία των γεωτρήσεων, στους σταθμούς συμπίεσης και στους αγωγούς μεταφοράς, είτε την σκόπιμη απελευθέρωσή του στα σημεία εξόρυξης ή αποθήκευσης.

Πεδίο εξόρυξης φυσικού αερίου στην πολιτεία Ουαϊόμινγκ των Η.Π.Α. (φωτό Bruce Gordon, Ecoflight, 2009)

Ενώ μέχρι πρόσφατα υπήρχε μία επιστημονική εκτίμηση ότι ένα σοβαρό ποσοστό του μεθανίου στην ατμόσφαιρα προέρχεται από φυσικές γεωλογικές πηγές (π.χ. τα ηφαίστεια), μία έρευνα επιστημόνων που παρουσίασε το National Geographic τον Φεβρουάριο του 2020 κατέληγε ότι το ποσοστό αυτό είναι πολύ χαμηλό, ακόμα χαμηλότερο απ’ ότι πίστευαν μέχρι τότε. Από τα 570 teragrams μεθανίου που συλλέγονται στην ατμόσφαιρα κάθε χρόνο ίσως λιγότερα από 50 οφείλονται σε φυσικές πηγές. Η έρευνα της επιστημονικής ομάδας κατέληγε στο, ενθαρρυντικό γι’ αυτήν, συμπέρασμα ότι εφόσον οι εκπομπές μεθανίου μπορούν να εντοπιστούν στην ανθρώπινη δραστηριότητα, όπως στην εξόρυξη πετρελαίου ή φυσικού αερίου, μπορούμε να κάνουμε πράγματα για να την περιορίσουμε. Την αντιστοιχία εκείνων των επιστημονικών συμπερασμάτων με τον κυνικό ρεαλισμό των νέων κύκλων κερδοφορίας που αναζητά ο καπιταλισμός γύρω από το ζήτημα της ενέργειας, την έκανε μία έρευνα που παρουσίασε το περιοδικό Science τον Φεβρουάριο του 2022. Χρησιμοποιώντας δορυφόρους, η ερευνητική ομάδα κατέγραψε τις μεγαλύτερες διαρροές μεθανίου στον κόσμο, κατά σειρά στο Τουρκμενιστάν (1 εκατομμύριο τόνους μεταξύ 2019 και 2020), στην Ρωσία, στις ΗΠΑ, στο Ιράν, στην Αλγερία και στο Καζακστάν. Όλως τυχαίως δηλαδή στις βασικές χώρες εξόρυξης φυσικού αερίου. Από τις 1.800 πηγές εκπομπών μεθανίου (άνω των 25 τόνων την ώρα) οι 1.200 αφορούν τον τομέα του πετρελαίου και του φυσικού αερίου.

Η αύξηση των αναγκών σε αέριο αλλάζει και τους τρόπους εξόρυξής του, κάνοντας τους πιο βίαιους για το περιβάλλον. Σήμερα, το 67% του φυσικού αερίου στις ΗΠΑ εξορύσσεται μέσω μίας διαδικασίας που ονομάζεται fracking. Αυτή η μέθοδος στοχεύει γεωλογικούς σχηματισμούς που εμπεριέχουν ορυκτά καύσιμα τα οποία δεν μπορούν να εξορυχθούν με τους παλιούς συμβατικούς τρόπους. Μεγάλες ποσότητες νερού, άμμου και χημικών ουσιών εκχέονται σε ένα πηγάδι ορυκτών καυσίμων με μεγάλη πίεση. Με αυτόν τον τρόπο απελευθερώνονται ποσότητες αερίου ή πετρελαίου. Μεταξύ του 2005 και του 2013 δύο δισεκατομμύρια γαλόνια χημικών ουσιών χρησιμοποιήθηκαν γι’ αυτόν τον σκοπό. Αναπόφευκτα, αυτή η μέθοδος προκαλεί διαρροή μεθάνιου στην ατμόσφαιρα και εξαντλεί το γλυκό νερό από το υπέδαφος. Για το αμερικάνικο ενεργειακό λόμπι οι όποιες αντιδράσεις απέναντι σε αυτόν τον τρόπο εξόρυξης (ο οποίος επεκτείνεται στα περισσότερα κοιτάσματα της χώρας) προέρχεται από περιβαλλοντικές οργανώσεις που χρηματοδοτούνται από την Ρωσία, προκειμένου να παραμείνει αυτή η βασική προμηθεύτρια της Ευρώπης μέσω των αγωγών μεταφοράς. Η πολεμική συγκυρία δημιούργησε ένα νέο περιβάλλον, όπου η μεταφορά υγροποιημένου αερίου από τις ΗΠΑ προτείνεται ως βασική εναλλακτική απεξάρτησης από το ρωσικό αέριο. Και σε αυτήν την περίπτωση η κλιματική κρίση, το φαινόμενο του θερμοκηπίου, μπορούν να περιμένουν. Προηγούνται οι γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί.


Περιβαλλοντική καταστροφή ας είναι, στην αυλή μου μόνο να μην είναι

Αριστερά, μια ορατή περιβαλλοντική καταστροφή, τα λιγνιτικά ορυχεία στην δυτική Μακεδονία (φωτό Κατερίνα Κοντίνη, LIFO, 2020). Δεξιά μια αόρατη περιβαλλοντική καταστροφή, αφού απέχει κάμποσες χιλιάδες χιλιόμετρα από τα μέρη μας, ορυχείο εξόρυξης χαλκού στο Κονγκό (φωτό Simon Dawson, Bloomberg, 2012).

Η φράση «Not in my backyard» («όχι στην αυλή μου») εμφανίστηκε τη δεκαετία του ‘70 και αποτέλεσε ένα ιδεολογικό εργαλείο επίθεσης των αφεντικών στο περιβαλλοντικό κίνημα που αντιδρούσε στην κατασκευή πυρηνικών σταθμών παραγωγής ενέργειας στην πολιτεία του Μίσιγκαν, στις Η.Π.Α.. Εκ τότε χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται ποικιλοτρόπως απέναντι σε διάφορους περιβαλλοντικούς αγώνες που ξεσπούν, κυρίως σε τοπικό επίπεδο. Το επιχειρηματικό λόμπι των βιομηχανικών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΒΑΠΕ) φυσικά δεν εξαιρείται από αυτήν τη στρατηγική, κατηγορώντας για μια τέτοια νοοτροπία τους τοπικούς αγώνες υπεράσπισης των βουνών και των νερών. Ωστόσο, λόγω της μεγάλης διασποράς αυτών των αγώνων και της συνολικής κριτικής που γίνεται για τους όρους χωροθέτησής των έργων, το επιχείρημα ότι «δεν θέλετε να μπουν ανεμογεννήτριες στα βουνά της περιοχής σας αλλά ας μπουν σε κάποια άλλα παραπέρα», δεν μπόρεσε ποτέ να σταθεί στο δημόσιο λόγο. Έτσι χρησιμοποιείται εργαλειακά η καταστροφή που έχουν προκαλέσει τα λιγνιτικά ορυχεία της Κοζάνης, της Πτολεμαΐδας και της Μεγαλόπολης, με όρους υγειονομικούς, περιβαλλοντικούς και αισθητικούς. Αλλά τελικά, μήπως οι θιασωτές της «πράσινης» ανάπτυξης στον ελλαδικό χώρο κάνουν οι ίδιοι χρήση του «not in my backyard» για να εξυπηρετήσουν τα επικοινωνιακά και, συνακόλουθα, τα οικονομικά συμφέροντά τους;

Είναι ορατή η περιβαλλοντική καταστροφή που προκαλεί ο λιγνίτης εδώ και δεκαετίες δίπλα μας, αλλά είναι αόρατη αυτή η καταστροφή όταν συμβαίνει έξω από τα σύνορα, σε ένα μακρινό ορυχείο του Κονγκό, της Χιλής, της Πορτογαλίας ή της Κίνας; Εκεί όπου εξορύσσονται οι πρώτες ύλες για την κατασκευή εξαρτημάτων και μπαταριών των ΒΑΠΕ; Ή μήπως τότε η περιβαλλοντική καταστροφή δεν είναι τόσο κακή, αλλά αναγκαίο κακό για την παραγωγή της ενέργειας; Όταν η εναλλακτική της απεξάρτησης από τον λιγνίτη στηρίζεται πάνω σε νέες μορφές παραγωγής ενέργειας οι οποίες απαιτούν συγκεκριμένες πρώτες ύλες για την κατασκευή των μηχανών τους και αναπόφευκτα προκαλούν την περιβαλλοντική ισοπέδωση άλλων περιοχών του πλανήτη, τότε δεν μπορούμε να μιλάμε για μια στρατηγική της πράσινης μετάβασης που μπορεί να γίνεται αντιληπτή στο πλαίσιο εθνικών πολιτικών. Αλλά για την εργαλειακή χρήση μιας ορατής περιβαλλοντικής καταστροφής (της λιγνιτικής) με όρους ιδεολογικούς, με όρους συναισθηματικής πειθούς για να καμφθούν οι αντιστάσεις.