O William Kamkwamba είναι ένα παιδί που έτυχε να γεννηθεί σε μία πρώην βρετανική αποικία της νοτιοανατολικής Αφρικής, το Μαλάουι. Έφηβος στα 15 του χρόνια, σε μία χώρα κατά βάση αγροτική, το 2002 βίωσε μια τεράστια επισιτιστική κρίση ως αποτέλεσμα μιας μακράς περιόδου ξηρασίας και των πολιτικών οικονομικής αφαίμαξης του διεθνούς νομισματικού ταμείου. Η οικογένειά του προσπαθεί να επιβιώσει, ο Kamkwamba είναι αποκλεισμένος από το τοπικό σχολείο καθώς η οικογένειά του δεν μπορεί να πληρώσει τα δίδακτρα, η φυσική ωστόσο τον εμπνέει και προσπαθώντας να βρει λύση στο πρόβλημα της λειψυδρίας της κοινότητας καταφεύγει κρυφά στη βιβλιοθήκη του σχολείου. Εκεί, χάρη στη μελέτη ενός βιβλίου με τον τίτλο «χρησιμοποιώντας ενέργεια» και την εφευρητικότητά του θα βρει τον τρόπο να κατασκευάσει μία ανεμογεννήτρια η οποία θα παράξει ενέργεια για να λειτουργήσει μία αντλία μέσω της οποίας το χωριό θα έχει πια νερό.
Η παραπάνω εξιστόρηση δεν είναι απλά το σενάριο της ταινίας με τον τίτλο «The boy who harnessed the wind». Είναι η βιωματική ιστορία του William Kamkwamba, ο οποίος την κατέγραψε σε βιβλίο το 2007 (χάρη σε έναν δημοσιογράφο που τον «ανακάλυψε» -στην ελληνική γλώσσα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος και τίτλο «Το αγόρι που δάμασε τον άνεμο») και γυρίστηκε σε ταινία το 2019. Προφανώς και αυτή η παρουσίαση εδώ είναι μία πρόταση να δείτε την ταινία. Όχι απλά, όμως, γιατί αξίζουν οι ερμηνείες και η σκηνοθεσία της (που και αυτό συμβαίνει). Αλλά γιατί είναι μία ιστορία βιωματική που συναντά την κοινωνική ιστορία του τόπου της. Γιατί μας δείχνει ότι όταν κάτι προέρχεται από την κοινότητα για να καλύψει της ανάγκες της κοινότητας, γίνεται δικό της σπλάχνο, αυτή η ίδια το προστατεύει και το χρησιμοποιεί.
Η ιστορία αυτού του αγοριού είναι μία ιστορία μακρινή στο χρόνο και στον τόπο. Μιλάει όμως και για ένα κομμάτι του αγώνα για την υπεράσπισης των βουνών και των νερών μας. Για εκείνο που βάζει μπροστά τις ανάγκες της κοινότητας. Τη δυνατότητά της να σκεφτεί και να συζητήσει του τρόπους να καλύψει αυτές τις ανάγκες της. Και αυτές απέχουν πολύ από τις επιδοτούμενες «αναπτυξιακές πολιτικές» που σχεδιάζονται στα υπουργικά και κατασκευαστικά γραφεία.