Αυτό το άρθρο κάνει μια διαδρομή αναζήτησης της σχέσης του τοπίου και της αντίληψης του. Είναι σημαντικό να δούμε αυτή τη σχέση όταν θέλουμε να μιλήσουμε για το τοπίο και για τις αλλαγές που αυτό υφίσταται. Πολλές φορές στη δημόσια συζήτηση και δη στο διάλογο που γίνεται για κάποιο έργο που θα επιφέρει αλλαγές στο τοπίο ανακύπτει το ζήτημα της αντίληψης του τοπίου αφοριστικά, συνδέοντας το με μια λογική Not In My Back Yard (NIMBY). Υπό αυτή την οπτική η υποκειμενική διάσταση στην κρίση που διατυπώνεται για τις επιπτώσεις στο τοπίο αποκτά μια αρνητική χροιά. Σε αυτό το κείμενο θα προσπαθήσω να δώσω κάποια παραδείγματα για αυτή τη σχέση μεταξύ αντίληψης του τοπίου και των αλλαγών σε αυτό για να υποστηρίξω ότι είναι ένα ζήτημα που οφείλουμε να φωτίσουμε και όχι να κρύβουμε πίσω από αφορισμούς.
Κεντρική φωτό, Θύμιος Δημόπουλος.
Ο ορισμός της έννοιας του τοπίου υπήρξε ανέκαθεν μια δύσκολη άσκηση της οποίας η δυσκολία ανέκυπτε από την εμπλοκή του βλέμματος του παρατηρητή σε αυτή τη διαδικασία. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για το Τοπίο στο ορισμό του τοπίου ως «μία περιοχή, όπως γίνεται αντιληπτή από ανθρώπους, της οποίας ο χαρακτήρας είναι το αποτέλεσμα της δράσης και αλληλεπίδρασης των φυσικών και/ή ανθρώπινων παραγόντων» δίνει ακριβώς την έμφαση στην αντίληψη του ως οντότητα. Ο Θ. Παπαγιάννης έγραφε το 2012 στο βιβλίο του «Reclaiming the Greek landscape» ότι το τοπίο δεν είναι η γη, και ότι σε ένα κομμάτι γης μπορεί να υπάρχουν πολλά τοπία. «Μια από τις πιο βασικές αλήθειες για τα τοπία» σημείωνε, «έγκειται στο ότι είναι προϊόντα αντίληψης και ως τέτοια γεμάτα νοημάτων: είναι νοητικές και συναισθηματικές κατασκευές».
Ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε το τοπίο τείνει να αλλάζει και μάλιστα με διαφορετικό τρόπο και ρυθμό από ότι αλλάζει το ίδιο το τοπίο. Εξετάζοντας αυτή τη σχέση μεταξύ φυσικών αλλαγών στο τοπίο και αλλαγών στην αντίληψη του ανακύπτουν διάφορα ζητήματα.
Μεσσηνία
Καθώς η αντίληψη του τοπίου εξαρτάται από το πως το αντιλαμβανόμαστε, ποιος το αντιλαμβάνεται, που και πότε, θα ξεκινήσω με την εικόνα του επισκέπτη-ερευνητή από το τοπίο της Δυτικής Μεσσηνίας, κατά τη διάρκεια δύο επισκέψεων γύρω από τη περίοδο της συγκομιδής της ελιάς. Το τοπίο της Δυτικής Μεσσηνίας από ψηλά, όπως στο χείλος του λόφου που βρίσκονται οι Γαργαλιάνοι, μοιάζει με ένα ασημί-πράσινο χαλί που διαμορφώνει ο ελαιώνας που εκτείνεται σχεδόν μέχρι την παραλία. Κινούμενος κανείς ανάμεσα στους λόφους που κατεβαίνουν από τα ορεινά βρίσκεται ανάμεσα στα λιόδεντρα που απλώνονται δεξιά και αριστερά του σε μια περίκλειστη διαδρομή που το βλέμμα φτάνει μέχρι την επόμενη στροφή του δρόμου και που κατά μέρη σκεπάζεται ο ουρανός. Λιόδεντρα με χοντρούς κορμούς που μαρτυρούν την αιωνόβια ηλικία τους σε προϊδεάζουν για ένα τοπίο με ελιές που ήταν έτσι από τον καιρό του Νέστορα που στις αποθήκες του ανακτόρου του, λίγο πιο έξω από τον οικισμό Χώρα, βρέθηκαν πιθάρια για λάδι. Όταν όμως θα μιλήσεις με τους ντόπιους θα σου μιλήσουν για το «μαύρο χρυσό» και την εποχή όπου η περιοχή αποτελούσε κομμάτι μιας παραγωγικής βάσης με τεράστιο αποτύπωμα στην οικονομία του νέου τότε ελληνικού κράτους.
Όπως θα διαβάσουμε στη μελέτη του Πέτρου Πιζάνια «Οικονομική Ιστορία της ελληνικής σταφίδας, 1851-1921» η κορινθιακή σταφίδα αποτέλεσε το βασικό εξαγωγικό προϊόν της Ελλάδας κατά το δεύτερο μισό του 19αιώνα ξεπερνώντας το 50% της αξίας της συνολικής αξίας των ελληνικών εξαγωγών μέχρι και την κρίση του 1893, ενώ σε χώρες όπως οι ΗΠΑ έφτανε το 90%. Αυτή η θέση της στο εξαγωγικό εμπόριο ένωσε τη μοίρα των περιοχών που καλλιεργήθηκε με ένα παγκόσμιο ιστό γεγονότων από τον αμερικάνικο εμφύλιο ως ασθένειες των αμπελιών στην Γαλλία και διατροφικές συνήθειες στην Αγγλία. Η βορειοδυτική Πελοπόννησος αποτέλεσε το κατεξοχήν μέρος παραγωγής του προϊόντος που ονομάστηκε «μαύρος χρυσός» μεταμορφώνοντας άρδην το τοπίο της τόσο στην ύπαιθρό όσο και στα αστικά της κέντρα όπου αναπτύσσονται υποδομές και διαμορφώνονται νέες αστικές αντιλήψεις.
Φωτό / Θύμιος Δημόπουλος. Το τοπίο της δυτικής Μεσσηνίας μοιάζει με ένα ασημί-πράσινο χαλί που διαμορφώνει ο ελαιώνας που εκτείνεται σχεδόν μέχρι την παραλία. Όταν όμως θα μιλήσεις με τους ντόπιους θα σου μιλήσουν για τον “μαύρο χρυσό”, την κορινθιακή σταφίδα.
Η παραγωγή της κορινθιακής σταφίδας στον 20ο αιώνα βαίνει διαρκώς μειούμενη αλλά η μνήμη του ρόλου της παραμένει ακόμα ζωντανή έναν αιώνα μετά την κρίση. Έχει όμως αυτή η ιστορία εκτός από τη μνήμη των ανθρώπων αφήσει ίχνη στο τοπίο της Δυτικής Μεσσηνίας; Αναζητώντας τέτοια στοιχεία μπορεί να βρει κανείς μικρές περιοχές όπου η καλλιέργεια παραμένει ακόμα ζωντανή όπως στην κοινότητα Βλαχοπούλου όπου από τα 2000 στρ. που υπήρχαν άλλοτε σύμφωνα με μαρτυρίες έχουν παραμείνει 120 στρ. που καλλιεργούν 50 παραγωγοί σταφίδας. Και το τοπίο της σταφίδας; Μικρά χωράφια με σειρές από αμπέλια με ανοιχτό πράσινο χρώμα που περικλείονται από μια σειρά μαυροελιές, ενώ σε κάποια άκρη βρίσκεται ένα σταφιδόσπιτο ή «ληνό» όπως αποκαλείται και το «αλώνι» που αποτελείται από μια σειρά δίχτυα που χρησιμοποιούνται για τη ξήρανση της σταφίδας. Κινούμενος μέσα στα σταφιδοχώραφα που βρίσκονται κατά βάση στις επίπεδες ράχες των λόφων έχει κανείς μια οπτική που άλλοτε ανοίγει άλλοτε κλείνει με χρώματα που εναλλάσσονται. Σε συγκεκριμένα σημεία μπορεί κανείς να γίνει μάρτυρας και της μεταμόρφωσης του τοπίου, όπου η σταφίδα συνυπάρχει με την ελιά, μια «συγκαλλιέργεια» που παίρνει κατά μέσο όρο 5 χρόνια σύμφωνα με τους καλλιεργητές, ώστε οι ελιές που θα αντικαταστήσουν το αμπέλι μεγαλώσουν αρκετά. Η αλλαγή αυτή συνέβη σε μεγάλη κλίμακα τη δεκαετία του 1980 μέσω προγραμμάτων αναδιάρθρωσης των αμπελώνων και εν μέσω επιδοτήσεων για την ελιά, όπως μαρτυρούν οι κάτοικοι της περιοχής. Επιστρέφοντας στον ελαιώνα μπορεί κανείς να διαπιστώσει τις διαφορές μεταξύ των παλιών, ενίοτε και αιωνόβιων λιόδενδρων ποικιλίας μαυροελιάς, στην περίμετρο άλλων κορωνέικης ποικιλίας και μικρότερης ηλικίας, και αν είναι στην περιοχή στα τέλη Νοεμβρίου που βρεθήκαμε εμείς θα μάθει από τους καλλιεργητές ότι πρώτα μαζεύεις τις μαυροελιές και αργότερα τις άλλες.
Ποιο είναι λοιπόν τον αγροτικό τοπίο της Δυτικής Μεσσηνίας; Ποιες είναι οι αντιλήψεις που το ορίζουν; Οι επισκέπτες που είναι όλο και αυξανόμενοι λόγω της τουριστικής ανάπτυξης των παραλίων της Πύλου θα δουν τον ελαιώνα με τις αιωνόβιες ελιές και συνδέσουν το τοπίο με τις αρχαίες αναφορές στο παλάτι του Νέστορα. Οι ντόπιοι καλλιεργητές αναπολούν στο μυαλό τους με κάποια υπερηφάνεια μια εποχή ευημερίας και ανάπτυξης, θυμούνται τον κόπο και τη φροντίδα της καλλιέργειας σταφίδας και τη διαβίωση δίπλα στο χωράφι, την σταφιδική κρίση και τους αγώνες που ακολούθησαν. Συλλογίζονται όμως παράλληλα για τη σχέση της παραγωγής λαδιού με τον αυξανόμενο τουρισμό και διαμορφώνουν τη ματιά τους σιγά σιγά μέσα από αυτή του επισκέπτη. Βλέπουν δηλαδή το τοπίο μέσα από τη σχέση τους με αυτό στο χρόνο και αντιλαμβάνονται την ευμετάβλητη φύση του τοπίου της περιοχής.
Λήμνος
Φωτό / Θύμιος Δημόπουλος. Στην Λήμνο, οι “μάντρες που χαλάσανε” δεν μεταφράζεται απαραίτητα και σε εγκατάλειψη αγροτικής γης.
Στη Λήμνο η ιστορία του αγροτικού τοπίου μετά τον πόλεμο παρουσιάζει φαινομενικά μικρή εξέλιξη. Πράγματι η Λήμνος είναι από τα λίγα νησιά του Αιγαίου που έχει διατηρήσει το αγροτικό της τοπίο. Περιδιαβαίνοντας κάποιος το νησί θα συναντήσει καλλιέργειες σιτηρών και ψυχανθών καθώς και κοπάδια προβάτων να βόσκουν, ενώ οι μάντρες, τα χαρακτηριστικά κτίρια-μονάδες των αγροτικών εκμεταλλεύσεων, είναι διάσπαρτες σε όλο το νησί. Τα ίδια στοιχεία θα βρεί κανείς σε παλιές καρτ ποστάλ του νησιού που απεικονίζουν μια αγροτική ζωή. Φαινομενικά το τοπίο έχει διατηρήσει τα βασικά στοιχεία του. Η αγροτική της ιστορία όμως της Λήμνου είναι πλούσια και γεμάτη αλλαγές. Μια ιστορία με εξάρσεις παραγωγικότητας και κρίσεις, που επηρεάζουν την κοινωνική ζωή του νησιού.
Η ανάπτυξη της καλλιέργειας βαμβακιού μεταπολεμικά κρατάει τα εργατικά χέρια στο νησί όταν τα υπόλοιπα νησιά έχουν ξεκινήσει να χάνουν πληθυσμό αλλά η κατάρρευση της καλλιέργειας λόγω ασθένειας το 1955 οδηγεί πολλούς νέους να μεταναστεύσουν στην Αυστραλία κυρίως. Από το εξωτερικό θα επιστρέψουν διάφοροι μετανάστες τη δεκαετία του 1970. Αυτή η μετανάστευση θα αλλάξει τη βασική κοινωνική δομή του αγροτικού συστήματος του νησιού και μαζί και τις αντιλήψεις των αγροτών. Η σχέση του κεχαγιά που καλλιεργούσε τη γη, και του αφεντικού, του ιδιοκτήτη δηλαδή των εκτάσεων, καθόριζε για πολλά χρόνια το πως βλέπανε οι αγρότες τη γή και τη σχέση τους με αυτή. Η συμφωνία που κάνανε κάθε 15 Αυγούστου για τη νέα χρονιά περιλάμβανε την παραμονή του κεχαγιά στην μάντρα όπου καλλιεργούσε τα σιτηρά και φρόντιζε τα πρόβατα και στη διάρκεια του χρόνου έδινε το μισακό, το μισό δηλαδή της παραγωγής, στο αφεντικό της μάντρας. Ο κεχαγιάς δηλαδή ήταν δεμένος με την μάντρα και το χώρο που αυτή όριζε. Με την μετανάστευση η σχέση μεταξύ κεχαγιά και αφεντικού παίρνει μορφή ενοικίου και σιγά σιγά πολλοί από αυτούς που επιστρέφουν αγοράζουν γη ενώ οι μάντρες σταδιακά εγκαταλείπονται ως χώροι διαβίωσης του αγρότη.
Ενώ λοιπόν λίγες φυσικές μεταβολές έγιναν στο τοπίο, το ζωντανό στοιχείο χάνεται. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε συνεντεύξεις με πολλούς αγρότες μεγάλης ηλικίας αναφερόντουσαν στην εγκατάλειψη που βλέπουν στο αγροτικό τοπίο, τις «μάντρες που χαλάσανε» ακόμα κι αν αυτό δεν μεταφράζεται σε εγκατάλειψη της αγροτικής γης. Η αντίληψη του τοπίου σε αυτή την περίπτωση περνάει μέσα από τις αλλαγές στις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους και με τη γη.
Βωβούσα
Αν στη δυτική Μεσσηνία τα ίχνη της ιστορίας του αγροτικού τοπίου είναι ακόμα ανιχνεύσιμα και η αντίληψη του είναι μεταβαλλόμενη, στην περίπτωση της Βωβούσας στο ανατολικό Ζαγόρι του νομού Ιωαννίνων το νήμα της ιστορίας χάνεται. Η απομακρυσμένη αυτή ορεινή περιοχή στη λεκάνη απορροής του Αώου φιλοξενούσε άλλοτε μεγάλους πληθυσμούς μετακινούμενων κτηνοτρόφων όπως έχει καταγραφεί και από πολλούς ερευνητές. Η πολύ μικρή παρουσία αυτής της αγροτικής πρακτικής σήμερα, η συρρίκνωση του πληθυσμού, η ερήμωση πολλών χωριών στα τέλη του προηγούμενου αιώνα και η αύξηση του τουρισμού έχουν δημιουργήσει ένα πολύ διαφορετικό τοπίο σήμερα. Μαζί με αυτή την αλλαγή έχει αλλάξει άρδην και η αντίληψη του.
Φωτό / Αθηνά Αβαγιάννου. Το τοπίο της Βωβούσας φαίνεται κατά βάση “φυσικό” στα μάτια του επισκέπτη, ο οποίος δδεν μπορεί να διαβάσει τα ίχνη των κτηνοτρόφων, πλην ενδεχομένως κάποιων τοπωνυμίων της περιοχής που φανερώνουν τις παλιότερες χρήσεις.
Το φωτογραφικό αρχείο της Margaret Mason Hasluck η οποία κατέγραψε τις συνήθειες, τις πρακτικές και τον πληθυσμό των αρχών του 20ου αιώνα στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου που τότε περιλάμβανε περιοχές της σημερινής Αλβανίας και Ελλάδας, αποδίδει το τοπίο της Βωβούσας ως ένα τοπίο βοσκοτόπων, που έχει διαμορφωθεί τόσο από τη μετακινούμενη κτηνοτροφία όσο και από την υλοτομία. Η μετακινούμενη κτηνοτροφία ήταν τότε μια πρακτική που εκτεινόταν σε όλη την Πίνδο με οικογένειες Βλάχων και Σαρακατσάνων να κάνουν χιλιόμετρα με κοπάδια χιλιάδων ζώων κάθε εξάμηνο, από τα χειμαδιά των κάμπων στα καλοκαιρινά βοσκοτόπια των βουνών, αλλάζοντας το τοπίο της περιοχής ανάλογα με την εποχή. Όταν κανείς στεκόταν στο γεφύρι της Βωβούσας τα τριγύρω υψώματα πρέπει να είχαν λίγα δέντρα εκτός ίσως από το δάσος της Αγίας Παρασκευής που λόγω ιερότητας είχε διαφορετική διαχείριση.1 Και όταν κινούταν κανείς κατά μήκος των δρόμων έβλεπε εικόνες κτηνοτροφικές, τίποτα δεν πρέπει να εμπόδιζε το μάτι όπως μπορεί να δει κανείς στις φωτογραφίες των αδελφών Μανάκια που απεικονίζουν διάφορες σκηνές της εποχής (την οικογένεια του γιατρού της Βωβούσας στο δρόμο για την Αβδέλλα ή στην εικόνα του οικισμού σε μια καρτ ποστάλ).
Σήμερα το καλοκαίρι σηματοδοτεί άλλες μετακινήσεις όπου τουρίστες από την Ελλάδα ανεβαίνουν στη Βωβούσα για να απολαύσουν τα βουνά και να έρθουν κοντά στη φύση. Μια φύση η οποία έχει ανακαταλάβει το τοπίο με δάση μαύρης πεύκης να πυκνώνουν και να καλύπτουν τις πλαγιές και τα λιβάδια να υποχωρούνε. Κινούμενος κανείς στους γύρω δασικούς δρόμους καλύπτεται από πυκνά δάση με δέντρα και φτέρες, όπου και αν κοιτάξεις. Ένα τοπίο κατά βάση «φυσικό» στα μάτια του επισκέπτη ο οποίος δεν μπορεί να διαβάσει τα ίχνη των κτηνοτρόφων στο τοπίο πλην ενδεχομένως κάποιων τοπωνύμιων της περιοχής που φανερώνουν τις παλιότερες χρήσεις ή στις φωτογραφίες της Hansluck και των αφ. Μανάκια. Μια τέτοια φωτογραφία υπάρχει και στο κέντρο περιβαλλοντικής ενημέρωσης στη Βωβούσα ανοίγοντας ένα παράθυρο στη μεταμόρφωση του τοπίου για τον επισκέπτη.
Όπως αναφέρουν οι Green, King και Νιτσιάκος2 σε άρθρο τους για την αντίληψη του τοπίου της Ηπείρου στα τέλη του 20ου αιώνα, οι αστικές αντιλήψεις του περιβάλλοντος σταδιακά επικράτησαν αυτών της υπαίθρου. Οι δυο αυτές αντιλήψεις έχουν και διαφορετική ανάγνωση των αλλαγών που συνέβησαν όπου η δάσωση των ορεινών αυτών περιοχών αναγνωρίζεται ως υποβάθμιση και απειλή από τους αγροτικούς πληθυσμούς ενώ ο αστικός πληθυσμός αναγνωρίζει σε αυτή αξίες αναψυχής, ηρεμίας και σύνδεσης με τη φύση. «Αυτό που φαίνεται στους επισκέπτες ως ’’φυσικό’’, πυκνά δασωμένο περιβάλλον είναι συνώνυμο για τους ντόπιους με την κατάρρευση του τοπίου τους» σημειώνουν στο άρθρο τους.
Πρέσπες
Αυτή η διάσταση αντιλήψεων καταγράφεται και σε μια άλλη περιοχή, αυτή των Πρεσπών. Για τη δημιουργία όμως της εικόνας του τοπίου των Πρεσπών ως ένα κατεξοχήν «φυσικό» τοπίο διαμεσολάβησε, όπως ισχυρίζεται και καταγράφει ο Δημήτρης Παπαδόπουλος3, η παρέμβαση του λόγου των ειδικών του περιβάλλοντος. Συνδέει τη μετάβαση από την εμπειρία του τοπίου ως καθημερινό βίωμα από τους ντόπιους κατοίκους που «δουλεύουν τη γη», στην εμπειρία του επισκέπτη ως αισθητική απόλαυση του φυσικού περιβάλλοντος, μέσα από την παρέμβαση των ανθρώπων που θέλανε να αναδείξουν τη αξία της διατήρησης των ευαίσθητων οικοσυστημάτων της περιοχής. Αναφέρει ο Παπαδόπουλος πως η φύση που έπρεπε να προστατευτεί «μεταφράστηκε» και συμπυκνώθηκε συμβολικά στην έννοια και την εικονογραφία του τοπίου. Ένα τοπίο που είναι ένας «παράδεισος» για τους ειδικούς του περιβάλλοντος και πρέπει να διατηρήσει αυτά τα χαρακτηριστικά, αποκρυσταλλώνεται σε διάφορες εικόνες που συνδυάζουν την περιβαλλοντική με την αισθητική αξία, χτίζοντας την εικόνα του τοπίου της Πρέσπας για τους επισκέπτες που αυξάνονται από τη δεκαετία του 1990 και μετά.
Σε εργαστήριο που πραγματοποιήθηκε με ντόπιους κατοίκους και φορείς στην περιοχή, ένα από τα σημεία που η αντίληψη των αλλαγών στο τοπίο διέφερε ήταν ακριβώς η εγκατάλειψη της κτηνοτροφίας και η πύκνωση – επέκταση της δασικής βλάστησης που επακολούθησε όπου ερμηνεύτηκε ως αγρίεμα του τόπου από κατοίκους της περιοχής ενώ για τους ειδικούς του περιβάλλοντος αποτελεί κομμάτι μιας φυσικής διεργασίας διαδοχής της βλάστησης. Παράλληλα η δημιουργία του αρδευτικού δικτύου τις δεκαετίες του 1960 και 1970 αναγνωρίστηκε από όλους ότι μεταμόρφωσε το τοπίο της περιοχής, το πρόσημο όμως αυτής της αλλαγής διαφέρει ανάλογα με το συνομιλητή. Ενώ οι αγρότες αξιολογούν θετικά την εντατικοποίηση της καλλιέργειας, ο λόγος των ειδικών του περιβάλλοντος αναφέρεται σε μια καταστροφή ενός παραδοσιακού τρόπου καλλιέργειας που περιείχε μια πιο συμβιωτική σχέση με το περιβάλλον.
Η νέα αυτή νοηματοδότηση του τοπίου όπως παρατηρεί ο Δ. Παπαδόπουλος συμβαίνει και σε μια «ειδική συνθήκη», αυτή της παραμεθόριου. Τα τοπία των συνόρων είναι σημαδεμένα από αυτή την άυλη πολιτική κατασκευή δημιουργώντας ιδιαίτερες συνθήκες που αφήνουν το αποτύπωμα τους. Μια περίπτωση είναι αυτή των υλικών κατασκευών όπως τα εγκαταλελειμμένα φυλάκια, τα πρώην σημεία ελέγχου κλπ μιας στρατιωτικοποιημένης παραμεθορίου που περιγράφει ο Παπαδόπουλος σε ένα άλλο άρθρο του4. Μια δεύτερη περίπτωση είναι η διαφορετική διαχείριση της αγροτικής γης εκατέρωθεν των συνόρων την οποία καταγράφει η Δέσποινα Γκίρτη5. Ο κάμπος στην ελληνική πλευρά της Πρέσπας με τις αρδευόμενες καλλιέργειες φασολιού και ο κάμπος στην πλευρά της Βόρειας Μακεδονίας με την καλλιέργεια μήλων, ακολούθησαν τη δική τους ιστορική διαδρομή παρότι μοιράζονται κοινά γεωφυσικά χαρακτηριστικά (εδάφη, πετρώματα, νερά, κλίμα).
Πρόκειται επίσης για μια συνθήκη που έχει διαμορφώσει τις αντιλήψεις τόσο των ντόπιων όσο και των επισκεπτών. Μου έρχεται στο μυαλό η μαρτυρία ενός κατοίκου στις Πρέσπες που αναφέρεται στα σύνορα. «Τα σύνορα σε διαμορφώνουν ως άνθρωπο. 20 χρονών κατάλαβα ότι είχα γεννηθεί στην άλλη πλευρά του βουνού. Μικρός νόμιζα ότι είχα γεννηθεί στην άλλη άκρη του κόσμου». Από τη οριστικοποίηση των συνόρων το 1926 μέχρι τον εμφύλιο και την ψυχροπολεμική περίοδο όπου η περιοχή χωριζόταν με μπάρα από τον υπόλοιπο ελληνικό χώρο, η περιοχή των Πρεσπών έχει πλαστεί στην αντίληψη του κόσμου ως ένα τοπίο οριακό. Τα τελευταία 25 χρόνια αυτή η αντίληψη έχει ανατραπεί μέσω ενός λόγου διασυνοριακής συνεργασίας σε θέματα πολιτιστική κληρονομιάς και περιβαλλοντικής προστασίας. Αυτή η αντίληψη του τοπίου των Πρεσπών ως ενός κοινού χώρου που μοιράζεται μεταξύ διαφορετικών κοινοτήτων μεταξύ των οποίων υπάρχει αλληλεπίδραση είναι κάτι νέο.
Όλες αυτές οι αφηγήσεις από διαφορετικά μέρη και καταστάσεις ανά την ελληνική επικράτεια αναδεικνύουν μια κοινή συνισταμένη ότι «το τοπίο αποτελεί ένα δυναμικό σύνολο που ορίζεται από διαλεκτικές σχέσεις» όπως το διατυπώνει και ο Δ. Παπαδόπουλος6. Είναι λοιπόν σημαντικό στο δημόσιο διάλογο που γίνεται για τα τοπία και τις αλλαγές που τα διαμορφώνουν να έρθουν στο προσκήνιο οι φωνές των ανθρώπων που τα βιώνουν, των πρακτικών που ασκούν και των αξιών που αποδίδουν στα τοπία. Σε αυτό το διάλογο σήμερα μπορούμε να διακρίνουμε ένα λόγο που αποδίδει τα τοπία των βουνών ως κενό χώρο, μη κατοικήσιμο, ερημωμένο ή άλλους λόγους που τα παρουσιάζουν κυρίως ως φυσικό περιβάλλον προς διατήρηση. Ταυτόχρονα υπάρχουν προσπάθειες να αναδειχθούν τα βουνά ως τόποι με βιώματα. Από τους κτηνοτρόφους που ανεβοκατεβάζουν τα κοπάδια τους και διαμορφώνουν εφήμερα ή και μόνιμα τοπία, ως τους ορειβάτες που διατρέχουν άλλες διαδρομές και φτιάχνουν τη δική τους ανάγνωση για τα βουνά. Η αναγνώριση των τοπίων και των αξιών που συνδέουμε μαζί τους αποτελεί λοιπόν μια ανοιχτή διαδικασία και η πρόκληση είναι πως θέλουμε να συμμετέχουμε σε αυτήν.
Σημειώσεις
1. Όπως έχει καταγράψει διεξοδικά η Καλλιόπη Στάρα σε έρευνες βλ. και Stara, Kalliopi & Tsiakiris, Rigas & Nitsiakos, Vassilis & Halley, John. (2016). Religion and the Management of the Commons. The Sacred Forests of Epirus. 10.1007/978-3-319-26315-1_15.
2. Green, S. F., van der Leeuw, S. Nitsiakos V.,(Ed.) (1998). Landscape perception in Epirus in the late 20th Century. In The Archaeomedes Project: Understanding the Natural and Anthropogenic Causes of Land Degradation and Desertification in the mediterranean Basin Office for Official Publications of the European Communities.
3. Στην σχέση μεταξύ αυτών των αντιλήψεων έχει επικεντρώσει ο Δημήτρης Παπαδόπουλος στη διατριβή του για τα τοπία των Πρεσπών με τίτλο ΣΧΗΜΑΤΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗ ΛΙΜΝΗ: εμπειρία και διαμεσολάβηση του τοπίου στις Πρέσπες.
4. Papadopoulos, Dimitris. (2016). Ecologies of Ruin: (Re)bordering, Ruination, and Internal Colonialism in Greek Macedonia, 1913-2013. International Journal of Historical Archaeology. 20. 10.1007/s10761-016-0364-3.
5. Γκιρτή Δέσποινα (2010), O υγροβιότοπος των Πρεσπών: ένα τοπίο σε μετάβαση, Ερευνητικό πρόγραμμα Greekscapes: Αεροφωτογραφικός άτλαντας ελληνικών τοπίων, Εργαστήριο Εφαρμοσμένης & Ανθρώπινης Γεωγραφίας, Τμήμα Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο.
6. Χρησιμοποιούμε εδώ μια προσέγγιση που ορίζει την αξία που δίνουν οι άνθρωποι στα τοπία ως μια αντανάκλαση των αναγκών, των επιθυμιών τους και του γενικότερου συστήματος αξιών που διέπει την κάθε κοινωνική ομάδα.