Το τοπίο ως μέσο εξουσίας και η απεικόνιση των βουνών.

Τα δάση

Κεντρική φωτό / Frédéric Boissonnas. 1911, βοσκοί και κτηνοτρόφοι του Ολύμπου.

Στην σύγχρονη ιστορία δεν είναι λίγοι αυτοί που έχουν προσπαθήσει να δώσουν έναν ορισμό του τοπίου. O W. J. T. Mitchell, στο βιβλίο του Landscape and Power, αναλύει τον τρόπο με τον οποίο το τοπίο λειτουργεί ως μέσο εξουσίας και πολιτικής. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το τοπίο διαμορφώνει και επηρεάζει τις ανθρώπινες αντιλήψεις, τη μνήμη και την ιστορία. Γι’ αυτό έχει χρησιμοποιηθεί τόσο για την εδραίωση όσο και για την ανατροπή εξουσιών, καθώς και για τη διαμόρφωση πολιτικών ταυτοτήτων. Όπως αναφέρει στην εισαγωγή του, το τοπίο «δεν είναι ένα αντικείμενο που μπορεί να ειδωθεί ή ένα κείμενο που μπορεί να διαβαστεί, αλλά μια διαδικασία κατά την οποία διαμορφώνονται οι κοινωνικές και υποκειμενικές ταυτότητες». Αντίστοιχα, ο Γιάννης Σταθάτος στο κείμενο του Η επινόηση του τοπίου: Ελληνικό τοπίο και ελληνική φωτογραφία κάνει την διάκριση μεταξύ του φυσικού περιβάλλοντος και του τοπίου σχολιάζοντας ότι το τοπίο έχει μόνο «εννοιολογική οντότητα». Όντας αντικείμενο ανθρώπινης εφεύρεσης, το τοπίο φέρει όλα τα χαρακτηριστικά στοιχεία που μπορεί να παρατηρήσει κάποιος σε ένα κατασκεύασμα. Φέρει πάνω του τις ιδέες και απόψεις της κοινωνίας για την πολιτική, την οικονομία, το περιβάλλον και επηρεάζεται αντίστοιχα από τις εκάστοτε αλλαγές πάνω σε αυτούς τους τομείς, ουσιαστικά «πλάθεται»από την ιστορία.

Εν τέλει βλέπουμε ότι το τοπίο είναι πολλά περισσότερα από μια καλλιτεχνική δημιουργία ή ένα είδος τέχνης. Είναι στον πυρήνα του μια κοινωνική σχέση, είτε διαφορετικά ένα μέσο επαφής του ανθρώπου με την φύση, του ανθρώπου με τον εαυτό του, της επαφής των κοινωνιών. Ως τέτοιο μέσο αποκτά αξία μέσα στην κοινωνία, αφού είναι αναγκαία η διαμεσολάβηση του εκάστοτε πολιτισμού ώστε να βρεθεί η γλώσσα ανάγνωσης του. Σε αυτό το πλαίσιο το τοπίο ως τρόπος θέασης έχει παίξει σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση εθνικών ταυτοτήτων από διάφορους πολιτισμούς.

Αυτές οι ταυτότητες δημιουργούνται πάνω στο μακρύ παρελθόν, σε μύθους και παρελθοντικές μνήμες προηγουμένων πολιτισμών, σε μια προσπάθεια να δημιουργήσουν μια στιβαρή βάση διαταξικής συνύπαρξης. Από τους Γερμανούς εθνικιστές που στην προσπάθεια τους να εξυψώσουν τον Γερμανικό Εθνικοσοσιαλισμό χρησιμοποιούσαν την φήμη και τους μύθους των Γερμανικών Δασών1 για την ανάπτυξη της ιδεολογικής τους ταυτότητας. Στους Αμερικάνους καπιταλιστές που προσπαθούσαν να δημιουργήσουν την δική τους εθνική ταυτότητα πάνω στα αχανή αμερικανικά τοπία των «καουμπόι και της Ελευθερίας».

Σε ένα παρόμοιο πλαίσιο στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, ο ελληνικός εθνικισμός έψαχνε πατήματα στα τοπία και στην ιστορία των αρχαίων μνημείων που βρίσκονταν διάσπαρτα ανά την επικράτεια. Σε μια προσπάθεια διασύνδεσης της κλασσικής εποχής με την εποχή που ζούσαν διαγράφοντας τις ενδιάμεσες περιόδους. Σε αυτήν την προσπάθεια συντονίστηκαν και ξένες δυνάμεις που έβρισκαν κέρδος στον διαμελισμό της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έτσι η Ελλάδα έγινε προορισμός διαφόρων καλλιτεχνών όπως ζωγράφων, φωτογράφων αλλά και μετέπειτα μεγάλων εταιριών όπως η Underwood & Underwood2. Ο στόχος αυτών ήταν η αποτύπωση του ελληνικού τοπίου σύμφωνα όμως με τις προσδοκίες του κόσμου από το εξωτερικό, δηλαδή μιας εξιδανικευμένης εικόνας της Αρχαίας Ελλάδας, που σχηματίζονταν μέσω της αποτύπωσης μνημείων, όπως η Ακρόπολη, ο Ναός του Ολύμπιου Διός, το Σούνιο κ.α.

Έναντι όμως των μεγάλων ρομαντικών αναζητήσεων και των Μεγάλων Ιδεών, για ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας το τοπίο που υμνούνταν ήταν αυτό των βουνών. Δηλαδή ο τόπος στον οποίο συνυπήρχαν κατά κάποιο τρόπο ένα μείγμα αγροτών, εμπόρων, βοσκών, αλλά και ληστών, μιας και στα βουνά η ελευθερία ήταν αρκετά μεγαλύτερη από τον κάμπο, εκεί που οι αυτοκρατορίες είχαν τον πρώτο λόγο. Μάλιστα, η ληστεία στα βουνά τον 19ο αιώνα έφερνε στο προσκήνιο και μια σύγκρουση με κοινωνικά χαρακτηριστικά, ανάμεσα σε δύο κόσμους: αυτόν των εύπορων ανθρώπων των πόλεων με τον κόσμο των σκληροτράχηλων, αλλά και φτωχών πληθυσμών του βουνού. Κατά συνέπεια αυτής της σύγκρουσης, η πρόσβαση στα βουνά για τους εύπορους καλλιτέχνες από το εξωτερικό και τις μεγάλες πόλεις ήταν απαγορευτική. Ως εκ τούτου, αναφορές στα βουνά συναντούσε κανείς στις τέχνες των ντόπιων, κυρίως στην τέχνη του δημοτικού τραγουδιού, που εξιστορούσε τα βιώματά τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι στίχοι του κλέφτικου δημοτικού τραγουδιού «Όλυμπος και Κίσαβος».

Eγώ εiμ’ o γέρος ‘Oλυμπος ’ς τoν κόσµο ξακουσμένος,
έχω σαράντα δυο κορφαίς κ’ εξήντα δυο βρυσούλαις,
κάθε κορφή και φλάµπουρο κάθε κλαδί και κλέφτης.
Κι’ όταν το παίρν’ η άνοιξη κι’ ανοίγουν τα κλαδάκια,
γεµίζουν τα βουνά κλεφτιά και τα λαγκάδια σκλάβους.
Έχω και το χρυσόν αιτό, το χρυσοπλουμισμένο,
πάνω ’ς την πέτρα κάθεται και με τον ήλιο λέγει
«Ήλιε μ’, δεν κρους ταποταχύ, μόν’ κρους το µεσημέρι,
να ζεσταθούν τα νύχια µου, τα νυχοπόδαρά µου;»

Το τραγούδι αποτελεί ύμνο στην φυσική ομορφιά, ενώ παράλληλα η συνύπαρξη κλεφτών και αετών, δύο συμβόλων υπερηφάνειας και δύναμης, εδραιώνουν το κεντρικό μήνυμα της ελευθερίας.

Τον 20 αιώνα, μπορούμε να δούμε αντίστοιχες οπτικές αναφορές σε βουνά, στην τέχνη της φωτογραφίας και συγκεκριμένα σε εικόνες του φωτογράφου Κώστα Μπαλάφα που κατά την διάρκεια της καριέρας του αποτύπωσε τα βουνά της Ηπείρου, καταγράφοντας αρχικά τις δυσκολίες της ζωής σε αυτά και στην συνέχεια τον Δεύτερο Παγκόσμιο αλλά και τον εμφύλιο που ακολούθησε.

Στις εικόνες του φωτογραφίζει το λαό που όπως αναφέρει και ο ίδιος «πέρασε δια πυρός και σιδήρου», συνεχίζοντας την παράδοση της συμβολικής αλλά και πρακτικής αποτύπωσης των βουνών ως τόπων ελευθερίας και αγώνα.

Φυσικά αυτές οι αποτυπώσεις δεν ήταν κυρίαρχες στην ελληνική τέχνη, μιας και η κυρίαρχη αφήγηση από τις αρχές του 20ου αιώνα επικεντρώνονταν στα τοπία που ήταν εύκολα προσβάσιμα και βοηθούσαν στις ιστορικές συνδέσεις. Έτσι πέρα από τα ιστορικά μνημεία, μια νέα εθνική τάση έστρεφε το βλέμμα στα φυσικά τοπία των νησιών και των θαλασσών, σε μια προσπάθεια ενσωμάτωσης και αυτών των τοπίων στην κυρίαρχη εθνική αφήγηση της σύγχρονης Ελλάδας. Μιας χώρας στην οποία σύμφωνα με εθνικιστικές αφηγήσεις μπορείς να βρεθείς κάτω από τον ίδιο ήλιο που βρίσκονταν κάποτε οι αρχαίοι φιλόσοφοι και να αγναντέψεις τα απέραντα λευκά και γαλάζια τοπία.

Συμπερασματικά, τα βουνά έχουν χαραχθεί στη σύγχρονη ελληνική ιστορία ως τόποι ελευθερίας, αντίστασης, αλλά και παραβατικότητας. Ένας εκρηκτικός συνδυασμός που, από τη μία, δημιούργησε έντονους μύθους και ρομαντικές απεικονίσεις, ενώ, από την άλλη, απέτρεψε σε μεγάλο βαθμό την έντονη τουριστική και βιομηχανική ανάπτυξη. Βεβαίως, στο σήμερα, αυτές οι σχέσεις διαρρηγνύονται και το κεφάλαιο προσπαθεί να μετατρέψει αυτούς τους τόπους σε άλλο ένα πεδίο κερδοφορίας. Οπότε, και εμείς, ως λάτρεις αυτών των περιοχών, καλούμαστε για άλλη μια φορά να τα υπερασπιστούμε.

  1. Τα δάση στην Γερμανία δοξάζονταν ιστορικά για τις θεότητες που κατοικούσαν σε αυτά, αλλά και για κάποιες αρχαίες μάχες στις οποίες οι Ρωμαίοι έχασαν από τις τότε γερμανικές φυλές. Π.χ. η Μάχη του Τευτοβούργιου Δρυμού το 9 μ.Χ. ↩︎
  2. Η Underwood & Underwood ήταν ο μεγαλύτερος εκδότης στερεοτυπιών στο κόσμο, με έδρα το Κάνσας. ↩︎