Το ζήτημα της ενέργειας συμπεριλαμβάνει μία πολυπλοκότητα παραγόντων, από τους διακηρυγμένους στόχους του ελληνικού κράτους για μετάβαση σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας με χρονικό ορίζοντα το 2030, μέχρι την ίδια τη διάρθρωση και τον τρόπο λειτουργίας του δικτύου. Οι νέοι κύκλοι κερδοφορίας του κεφαλαίου, η «κατασκευή» της ανταγωνιστικότητας κάποιων πρώτων υλών έναντι κάποιων άλλων μέσα από πολιτικές επιλογές, η πρόσβαση σε ρεύμα με βάση κοινωνικά κριτήρια, είναι κάποια από τα θέματα που απασχόλησαν τη συζήτηση που είχαμε με τον Θόδωρα Καρώνη ένα φθινοπωρινό απόγευμα στο Ορειβατικό Καταφύγιο των Αγράφων. Ο Θόδωρας, μηχανολόγος μηχανικός στο επάγγελμα, ένας άνθρωπος με συσσωρευμένη εμπειρία μέσα από τη διευθυντική θέση που είχε για χρόνια στον ΑΗΣ (Ατμοηλεκτρικό Σταθμό) Πτολεμαΐδας, θαρρούμε ότι θα προσφέρει στους αναγνώστες και στις αναγνώστριες τροφή για σκέψη και επεξεργασία γύρω από το ζήτημα της ενέργειας, εκεί όπου τέμνονται γεωπολιτικοί σχεδιασμοί και ασθμαίνουσες επενδυτικές διέξοδοι.
Εικονογράφηση, Νεκτάριος Παππάς.
Το ενεργειακό τοπίο της Ελλάδας
Για αρχή θέλεις να μας περιγράψεις το ενεργειακό τοπίο της Ελλάδας;
Στο κομμάτι το ηλεκτρενεργειακό νομίζω είμαστε σε ένα στάδιο μετάβασης που κατά τη γνώμη μου δεν έχουν αποκρυσταλλωθεί, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά παγκόσμια, οι τεχνικοοικονομικές λύσεις που θα επικρατήσουν στο επόμενο μοντέλο της απανθρακοποιημένης (ή της περίπου απανθρακοποιημένης) ηλεκτροπαραγωγής. Άρα δεν έχουν αποκρυσταλλωθεί οι νέες (πάντα προσωρινές, βέβαια) ισορροπίες που θα υπάρξουν παγκόσμια. Και αυτό εμποδίζει το κεφάλαιο να επενδύσει μαζικά σε ένα πεδίο που δεν είναι ξεκαθαρισμένο. Θέλει στήριξη και επιδοτήσεις συνεχώς στους τομείς που μπορεί και να μην αναπτυχθούν ή να μην είναι κερδοφόροι και ταυτόχρονα, αφού είναι μεταβατική η κατάσταση, δίνεται τη δυνατότητα να γίνουν και «αρπαχτές», κερδοσκοπικά παιχνίδια με πολύ στενό χρονικό ορίζοντα. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η αλλαγή ενεργειακού παραδείγματος γενικότερα προορίζεται να αποτελέσει βασικό πεδίο μαζικής και κερδοφόρας απορρόφησης τεράστιων κεφαλαίων που λιμνάζουν.
Επειδή οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ), λόγω της μεγάλης μεταβλητότητας αλλά και της τυχαιότητας που έχουν, δεν μπορούν να κρατήσουν το δίκτυο, έχουν ανάγκη από μονάδες παραγωγής που να μπορούν να τις καλύψουν. Και αυτές είναι τα εργοστάσια φυσικού αερίου. Γι’ αυτό και αυξάνονται αυτά τα εργοστάσια.1 Και θα αυξηθούν και άλλο. Το φυσικό αέριο το λένε μεταβατικό καύσιμο. Αυτό σημαίνει ότι θα κρατήσει μερικές δεκαετίες. Άρα δεν υπάρχει απανθρακοποίηση της παραγωγής. Εδώ έρχεται και το θέμα του υγροποιημένου φυσικού αερίου που ενδιαφέρει και τους αμερικάνους και τους δικούς μας εφοπλιστές. Τους ενδιαφέρει και σαν μεταφορείς και, πιθανότατα, σαν συμμέτοχους στα κεφάλαια που θα επενδύονται στην ηλεκτρο-παραγωγή.
Επίσης θα γίνει σίγουρα στην τωρινή δεκαετία η εκτεταμένη «διαχείριση της ζήτησης». «Έξυπνα» δίκτυα, «έξυπνοι» μετρητές, «εξυπνες» συσκευές, πολλά (ίσως και μερικές δεκάδες) διαφορετικά τιμολόγια λιανικής, με σκοπό να εξισορροπούν τα δίκτυα προσαρμόζοντας πλέον, όχι μόνο την παραγωγή στην ζήτηση, αλλά και το αντίστροφο, να είναι, δηλαδή, και η ζήτηση που θα προσαρμόζεται στις απαιτήσεις μιας όλο και δυσκολότερα διαχειρίσιμης (λόγω των ΑΠΕ) παραγωγής. Που σημαίνει ότι ίσως πολλοί άνθρωποι να αναγκαστούν, λόγω του ότι θα αυξηθεί η τιμή του ρεύματος, να αποδεχτούν πράγματα που δεν θα τα αποδέχονταν σε άλλες φάσεις. Να μην έχουν, δηλαδή, όση ισχύ χρειάζονται οποιαδήποτε ώρα της ημέρας, να αναγκάζονται να επιλέγουν τιμολόγια που θα μπορούν να τα πληρώσουν. Αν θέλουν να έχουν ρεύμα χωρίς περιορισμούς όλες τις ώρες, μπορεί σε κάποιες από αυτές να είναι πανάκριβο.
Η διαχείριση της ζήτησης είναι ένα πεδίο που σημαίνει ότι αντί να προσαρμόζεται μονόπλευρα η παραγωγή σε μία ανελαστική ζήτηση, να μπορεί να αλλάζει και η μορφή της ζήτησης. Ανά λεπτό, ανά πεντάλεπτο, ανά ώρα. Ώστε να προσαρμόζεται στις δυνατότητες του δικτύου εκείνη τη στιγμή. Και να αποφορτίζει το δίκτυο. Υπάρχουν πολλές ιδέες, μελέτες και εφαρμογές αλλά όχι σε μεγάλη κλίμακα. Αυτό προϋποθέτει τους «έξυπνους» μετρητές που θα δέχονται εντολές και θα επιτρέπουν την τιμολόγηση με βάση τη στιγμή που γίνεται η κατανάλωση, δεν θα καταγράφουν γενικώς και αορίστως την κατανάλωση. Προϋποθέτει επίσης οικιακές συσκευές που η λειτουργία τους θα ελέγχεται διαδικτυακά και ποιος ξέρει πόσα ακόμα applications που “θα κάνουν τη ζωή μας ευκολότερη στο νέο ρευστό ενεργειακό περιβάλλον”.
Παρόμοια διαχείριση γίνεται εδώ και αρκετά χρόνια με μεγάλους καταναλωτές υψηλής τάσης, που έχουν κατανάλωση δεκάδες μεγαβάτ. Αν υπάρξει ζόρι στο δίκτυο θα κόψουν απ’ αυτούς. Και γι’ αυτό αμείβονται βέβαια.
Ο ενεργειακός σχεδιασμός του ελληνικού κράτους
Πώς θα σχολίαζες τον ενεργειακό σχεδιασμό της Ελλάδας;
Βλέπουμε ότι στον εθνικό ενεργειακό σχεδιασμό που κατέθεσε πέρυσι τον Νοέμβρη η κυβέρνηση, προβλέπουν δραστική μείωση κατανάλωσης στερεών καυσίμων μέχρι το 2023, μηδενισμό του λιγνίτη μέχρι το 2028 και μία πολύ μεγάλη αύξηση της διείσδυσης των ΑΠΕ, κυρίως των αιολικών και των φωτοβολταϊκών, πολύ περισσότερο από τον στόχο που έχει θέσει η Ε.Ε. στην Ελλάδα, μέχρι το 2030.
Το μέγεθος των ΑΠΕ που έχει εξαγγελθεί και κυρίως αυτών που έχουν ανακοινώσει την αδειοδότησή τους είναι τρομακτικό.2 Αν κάποια στιγμή λειτουργήσουν όλα θα ξεπερνούν τη μέγιστη ζήτηση του δικτύου της χώρας. Τί θα γίνεται τότε; Αναγκαστικό σταμάτημα ανεμογεννητριών; Ξεφόρτωμα της περίσσειας ρεύματος στις γειτονικές χώρες; Τις απρογραμμάτιστες εξαγωγές δεν τις πληρώνει κανένας. Αυτό συμβαίνει στην Γερμανία. Για να εξισορροπήσει το δίκτυό της εξάγει ρεύμα στις διπλανές χώρες σχεδόν τζάμπα. Πως μπορεί να ισορροπήσει ένα δίκτυο που (ισχυρίζεται ότι θα) καλύπτει σε πολύ μεγάλο ποσοστό (ίσως και 90% κατά περιόδους) τη ζήτηση με ΑΠΕ όταν μέσα σε σύντομο διάστημα (π.χ. λίγες ώρες) η παραγωγή αυτή μπορεί να μηδενιστεί (π.χ. νυχτώνει και σταματά ο αέρας).
Ενδεχομένως να υπάρχουν σχεδιασμοί ή σκέψεις «αξιοποίησης» αυτού του αλλοπρόσαλλου και δυσανάλογα μεγάλου «στόλου» ηλεκτροπαραγωγής (εργοστάσια φυσικού αερίου και ΑΠΕ) σε επίπεδο βαλκανίων, μέσω ενός συνδυασμού ενοποίησης της διαχείρισης των αντίστοιχων ηλεκτρικών δικτύων (το προωθεί ενεργά η Ε.Ε.) και δαιμονοποίησης / απαξίωσης (ως «βρώμικου») ενός μεγάλου μέρους του ηλεκτροπαραγωγικού δυναμικού των χωρών αυτών (οπότε θα γίνουν ενεργειακά ελλειμματικές). Μία νέα (μικρο)ιμπεριαλιστική επέλαση στα βαλκάνια; Πιθανώς, όμως, να υπάρχουν και σκέψεις για παραγωγή υδρογόνου (με τους περιορισμούς που αναφέρω παρακάτω). Ή μήπως υπερεκτιμούμε την προθυμία του ελληνικού κεφαλαίου να σχεδιάζει στρατηγικά αντί να πραγματοποιεί κερδοφόρες αρπαχτές «εδώ και τώρα»;
Πρόκειται για τη βολική αλλά κοντόθωρη λογική του να απορροφά τις ανισορροπίες ενός δικτύου ο «περίγυρός» του που δεν πάσχει από τέτοιες, ελπίζοντας ότι (η φροντίζοντας ώστε) αυτή η κατάσταση δεν θα αλλάξει σύντομα. Αν και αυτός ο «περίγυρος» αποκτήσεις τέτοιες ανισορροπίες, τί θα γίνει;
Τεχνολογίες αποθήκευσης της ενέργειας
Σε ποιό σημείο βρισκόμαστε σχετικά με την τεχνολογία αποθήκευσης της ενέργειας;
Γενικά δεν ξέρουμε πότε θα υπάρξουν τεχνολογίες που θα στέκουν τεχνικοοικονομικά, δεν ξέρουμε τους περιορισμούς όταν θα πάνε να εξαπλωθούν αυτά τα σχέδια σε μεγάλη κλίμακα. Πού θα συγκρουστούν αυτές οι τεχνολογίες ή πού θα βρουν τα σημεία ισορροπίας τους. Ωστόσο οι τρόποι για να αποθηκευθεί η ενέργεια από τις ΑΠΕ είναι γνωστοί εδώ και πολλές δεκαετίες. Οι μπαταρίες και η αντλησιοταμίευση κατά κύριο λόγο. Υπάρχουν πολλοί τρόποι αποθήκευσης της ενέργειας, αλλά αυτοί οι δύο μπορούν να είναι μεγάλης κλίμακας. Μπαταρίες τεράστιου μεγέθους υπάρχουν πολύ λίγες στον κόσμο. Μπορούν να γίνουν και άλλες, δεν ξέρω αν υπάρχουν οι πρώτες ύλες που θα χρειαστούν. Για να γίνουν έργα αντλησιοταμίευσης χρειάζονται τοποθεσίες κατάλληλες, να υπάρχουν (ή να κατασκευαστούν) δύο λίμνες (πάνω και κάτω) που να έχουν μεγάλη χωρητικότητα, ώστε να αποθηκεύουν μεγάλα ποσά ενέργειας που θα τροφοδοτούν το δίκτυο όχι μόνο για λίγες ώρες (μέχρι να αδειάσουν) αλλά και για αρκετές συνεχόμενες ημέρες (π.χ. άπνοιας με συννεφιά). Απαιτούνται τεράστιες εκτάσεις που δεν υπάρχουν, ακόμα και στην Ελλάδα που έχει ένα συγκεκριμένο ανάγλυφο. Χρειάζεται αλλοίωση ενός τόπου σε μεγάλο μέγεθος για να γίνει ένα έργο αντλησιοταμίευσης.
Συν το υδρογόνο, στο βαθμό που θα μπορέσει να αναπτυχθεί και να αποκτήσει ένα κόστος και έναν βαθμό απόδοσης εύλογο. Αυτήν τη στιγμή ο κύκλος μετατροπής της ενέργειας σε υδρογόνο και του υδρογόνου σε ενέργεια είναι μικρού βαθμού αποδόσης, χάνεις την μισή ενέργεια στον δρόμο.
Γράφεται ότι μελλοντικά, εφόσον υπάρξει μία τέτοια διασύνδεση σαν αυτήν που περιγράφεις παραπάνω, είτε σε βαλκανικό είτε σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, θα μπορεί το δίκτυο να λειτουργεί σαν μία μεγάλη μπαταρία.
Καταρχήν το δίκτυο μεταφοράς (μεταλλικοί πυλώνες, υποβρύχια καλώδια) δεν μπορεί να αποθηκεύσει ενέργεια. Μπορεί να λειτουργεί αλλάζοντας ορισμένα ηλεκτρικά χαρακτηριστικά αλλά δεν είναι αποθήκη ενέργειας. Αυτό που κάνει το δίκτυο, αν έχει μία τεράστια ικανότητα μεταφοράς (μέγεθος και πλήθος καλωδίων), είναι να μετακινεί ισχύ / ενέργεια σε μεγάλες αποστάσεις, παίρνοντάς την από εκεί που υπάρχει περίσσευμα και στέλνοντάς την εκεί που υπάρχει έλλειμμα. Με αυτόν τον τρόπο (μπορεί να θεωρήσει κανείς ότι) λειτουργεί σαν μπαταρία. Υπάρχει ένα επιχείρημα ότι δεν μπορεί να μην φυσάει την ίδια στιγμή στην Ελλάδα, στην Γερμανία ή στην Γαλλία. Ή ότι δεν μπορεί να έχει συννεφιά ταυτόχρονα στην Ιταλία και στην Τσεχία. Νύχτα βέβαια υπάρχει παντού ταυτόχρονα. Γιατί το θέμα είναι το τί θα κάνεις σε καταστάσεις που οι ΑΠΕ θα υπολειτουργούν ή θα λειτουργούν στο μέγιστο σε πολύ μεγάλες διασυνδεδεμένες γεωγραφικές περιοχές. Αυτό μέχρι στιγμής μπορεί να απαντηθεί μόνο μισοθεωρητικά γιατί δεν έχουν γίνει τέτοιες μελέτες μεγάλης κλίμακας με στόχο να γίνουν και οι αντίστοιχες επενδύσεις.
Θες να μας πεις δύο παραπάνω λόγια για το υδρογόνο;
Το υδρογόνο δεν είναι καύσιμο με την έννοια που είναι ο άνθρακας, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, είναι μορφή αποθήκευσης της ενέργειας που θα μας δώσει στη συνέχεια, όταν χρειαστεί, είτε ηλεκτρική ενέργεια με διάφορους τρόπους, είτε, καίγοντάς το, θερμική ενέργεια. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί σε μηχανές αυτοκινήτων ή σε κάποιες άλλες στρεφόμενες μηχανές. Μπορεί να υποκαθιστά σε μικρά ποσοστά το φυσικό αέριο. Το υδρογόνο έχει πάρα πολλούς τεχνικούς περιορισμούς μέχρι στιγμής. Για να αναπτυχθεί προϋποθέτει ένα τεράστιο δίκτυο για την αποθήκευσή του και για να φτάσει στην τελική κατανάλωση. Θα χρησιμοποιηθεί για μαζική λιανική κατανάλωση; Σε μεγάλες βιομηχανικές εγκαταστάσεις ξανά για ηλεκτρική παραγωγή; Με λίγα λόγια, δεν έχει φανεί που θα καθίσει η μπίλια τεχνικοοικονομικά, τόσο στις μεθόδους παραγωγής του όσο και τους τρόπους μεταφοράς αποθήκευσης και χρήσης του.
Απολιγνιτοποίηση και μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας
Η μετάβαση από τον λιγνίτη στις ΑΠΕ είναι μία κεντρική επιλογή της Ε.Ε.;
Υπάρχει ένα ερώτημα που δεν είναι εύκολο να απαντηθεί. Αν η Ε.Ε. πιστεύει ότι θα σώσει τον πλανήτη περιορίζοντας τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (CO2). Έστω και μέσα απ’ όλα αυτά τα τερτίπια, όπως το δικαίωμα εμπορίας εκπομπών ρύπων. Αν, δηλαδή, το πιστεύει και γι’ αυτό κάνει την απανθρακοποίηση ή αν το βλέπει (και το προωθεί) σαν μία ευκαιρία για επενδύσεις τεράστιων κεφαλαίων που θα δώσει στα ευρωπαϊκά κεφάλαια μία διέξοδο πιθανόν παγκόσμια. Άρα μιλάμε για επενδυτική διέξοδο κάτω από τον μανδύα της σωτηρίας του πλανήτη. Καμία από αυτές τις τεχνολογίες δεν είναι πρωτόγνωρη, ούτε οι ανεμογεννήτριες, ούτε η αποθήκευση, ούτε τα φωτοβολταϊκά. Εξελίσσονται όμως και γίνονται πιο φθηνά, αποδοτικά, μεγαλύτερα σε μέγεθος, πάνε σε μία τεράστια κλίμακα δίνοντας μία επενδυτική διέξοδο την οποία πρέπει να δούμε παράλληλα με την επερχόμενη ηλεκτροκίνηση. Και αυτό είναι ένα τεράστιο κομμάτι αν σκεφτούμε τί σημαίνει να αλλάξει ο μεταφορικός στόλος στη γη τις επόμενες δεκαετίες. Τρομακτική μπίζνα. Η κλιματική αλλαγή (όσο υπάρχει, σε ό,τι και αν οφείλεται) μπορεί να είναι η ευκαιρία του αιώνα. Πιθανόν η Ε.Ε. να θέλει να λειτουργήσει σαν θερμοκοιτίδα για τα δικά της κεφάλαια που θα πάνε να επενδύσουν σε τομείς καινούριους όπου είναι άγνωστο (δύσκολα ελεγχόμενο) το τί θα συμβεί. Και βέβαια η Ε.Ε. και τα κεφάλαια που συνδέονται με αυτή δεν είναι κάτι με ενιαία συμφέροντα και απαλλαγμένο από μεγάλους εσωτερικούς ανταγωνισμούς.
Το γιατί η Ελλάδα επιδιώκει να γίνει «βασιλικότερη από τον βασιλιά» με την βίαιη και καταστροφική (όχι μόνο για τη Δυτική Μακεδονία) απολιγνιτοποίηση, πρέπει να αναζητηθεί στο πως τοποθετείται η όποια ιθύνουσα τάξη της στους ανταγωνισμούς των μεγάλων και σε τι προσόδους / ευκαιριακά υπερκέρδη αποσκοπεί.
Η διαμόρφωση της τιμής του ρεύματος
Πώς διαμορφώνεται η τιμή του ρεύματος;
Υπάρχει η ωριαία ενιαία τιμή χονδρικής, που λέγεται και «οριακή τιμή συστήματος» (με την οποία πληρώνονται όλοι οι παραγωγοί για την ενέργεια που δίνουν στο δίκτυο μεταφοράς υψηλής τάσης και με την οποία αγοράζουν όλοι οι προμηθευτές / χονδρέμποροι και μεγάλοι βιομηχανικοί καταναλωτές) και οι διάφορες τιμές λιανικής (που χρεώνουν οι χονδρέμποροι στους τελικούς πελάτες τους στο δίκτυο διανομής χαμηλής τάσης, και στις οποίες προστίθενται οι επιπλέον χρεώσεις – ίδιες για όλους – για τα έξοδα χρήσης των δικτύων και τις αποζημιώσεις των παραγωγών ΑΠΕ, στο βαθμό που οι συμφωνημένες τιμές που οι τελευταίοι πρέπει να παίρνουν είναι μεγαλύτερες από την εκάστοτε οριακή τιμή συστήματος). Ήδη βρίσκεται στα πρώτα βήματά του και το ελληνικό χρηματιστήριο ενέργειας για τις αγοραπωλησίες χονδρικής αλλά δεν είναι ακόμα ευκρινές το πως επηρεάζει τις τιμές χονδρικής για τις οποίες θα μιλήσουμε στη συνέχεια. Εννοείται ότι τα δίκτυα υψηλής και χαμηλής τάσης δεν είναι ανεξάρτητα αφού το πρώτο τροφοδοτεί το δεύτερο (στο οποίο ρίχνουν την παραγωγή τους από ΑΠΕ οι μικροί και οικιακοί παραγωγοί).
Η οριακή τιμή συστήματος διαμορφώνεται μέσα από έναν σύνθετο τεχνικοοικονομικό αλγόριθμο που «τρέχει» κάθε απόγευμα ο ΑΔΜΗΕ (Ανεξάρτητος Διαχειριστής Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας) προκειμένου να βγάλει το πρόγραμμα παραγωγής για κάθε ώρα της επόμενης ημέρας ώστε να καλύψει την προβλεπόμενη (με μεγάλη ακρίβεια) αντίστοιχη ζήτηση. Με το πρόγραμμα αυτό «εντάσσουν» τις κάθε φορά διαθέσιμες μονάδες παραγωγής (και οι εισαγωγές ενέργειας μπαίνουν στο πρόγραμμα), με βάση το «μεταβλητό κόστος παραγωγής» τους, πρώτα οι φθηνότερες και μετά οι ακριβότερες, ώσπου να καλυφθεί η ζήτηση κάθε ώρας, αφού έχουν «προβλέψει» (όσο είναι δυνατόν) και την παραγωγή από ΑΠΕ που θα μπει στο δίκτυο. Προφανώς, κάποιες «ακριβότερες» μονάδες θα μένουν εκτός προγράμματος ενώ οι αναπόφευκτες αποκλίσεις / αβεβαιότητες στην πραγματικότητα της επόμενης ημέρας επιβάλλουν αναπροσαρμογές του προγράμματος και αλλαγές στην οριακή τιμή (συνήθως προς τα πάνω).
Σε αυτό εντάσσονται και οι λιγνιτικές μονάδες;
Ναι. Ο αλγόριθμος που βγάζει το πρόγραμμα ημερήσιας κατανομής της ενέργειας έχει κάποιους τεχνικούς περιορισμούς. Δεν μπορείς σε μία λιγνιτική μονάδα να πεις σβήσε, και σε δύο ώρες άναψε ξανά. Ένα εργοστάσιο φυσικού αερίου μπορεί να το κάνει (αυξάνοντας όμως το μεταβλητό κόστος του και μειώνοντας την ενεργειακή απόδοσή του). Άρα η λιγνιτική μονάδα θα είναι συνεχώς αναμμένη, λειτουργώντας στο ελάχιστο δυνατό (ή «σε εφεδρεία», σβηστή για μέρες), και, όταν χρειάζεται, (βάσει προγράμματος ή λόγω απρόοπτων συμβάντων), θα αυξάνει την παραγωγή της. Το εργοστάσιο φυσικού αερίου έχει μεγαλύτερη ευελιξία. Επίσης, αυτό που συμβαίνει δύο χρόνια τώρα, λόγω των τιμών των δικαιωμάτων εκπομπών του CO2, η παραγωγή από λιγνίτη εμφανίζεται ότι είναι ακριβότερη από την παραγωγή από φυσικό αέριο, σαν μεταβλητό κόστος. Με αποτέλεσμα, εκτός από την πολιτική απόφαση της απολιγνιτοποίησης, υπάρχει και το θέμα της μη «ανταγωνιστικότητας» του λιγνίτη. Δεν επιλέγονται τα εργοστάσια λιγνίτη αλλά αυτά του φυσικού αερίου που εμφανίζονται φθηνότερα. Αν και είναι καθαρά εισαγόμενο καύσιμο με όλες τις εξαρτήσεις που αυτό συνεπάγεται και τις ανάγκες πληρωμών προς τις χώρες που εισάγουμε το φυσικό αέριο. Λογιστικά εμφανίζεται φθηνότερο από τον λιγνίτη. Με αποτέλεσμα και λόγω ευελιξίας και λόγω τιμής να προτιμούνται οι μονάδες φυσικού αερίου.
Ποιοί είναι αυτοί οι τεχνικοί περιορισμοί μίας λιγνιτικής μονάδας;
Αν πρέπει να παραμείνει μία λιγνιτική μονάδα σε λειτουργία γιατί η παραγωγή της θα χρειαστεί κάποιες ώρες της ημέρας, δεν μπορεί να σβήσει αλλά θα δουλεύει στο ελάχιστο.
Αν κάποιες λιγνιτικές μονάδες χρειάζονται για να δίνουν τηλεθέρμανση στην Πτολεμαίδα και στην Κοζάνη τον χειμώνα θα παραμένουν σε λειτουργία ακόμα και αν ο αλγόριθμος του ημερήσιου προγραμματισμού τις έβγαζε εκτός.
Ανάλογους περιορισμούς μπορούμε να δούμε όταν κάποιο υδροηλεκτρικό εντάσσεται να λειτουργήσει μερικές ώρες, ακόμα και αν δεν χρειάζεται στο δίκτυο, επειδή πρέπει να κατεβάσει νερά για άρδευση ή και ύδρευση, γιατί δεν μπορεί να στεγνώσει από κάτω ένας κάμπος ή μια πόλη.
Μπορεί να δουλέψει το σύστημα χωρίς λιγνιτικές μονάδες;
Μπορεί. Αυτήν την περίοδο (αρχές φθινοπώρου) το σύστημα δουλεύει με μία μέγιστη ζήτηση 8.000 MW το μεσημέρι. Μπορεί να δουλεύει μόνο με 150 MW, 200 MW από λιγνίτη (τον χειμώνα περισσότερο, λόγω τηλεθερμάνσεων). Ή και καθόλου πιθανώς. Τις λιγνιτικές μονάδες μπορείς να τις ανεβάσεις αργά και να τις κατεβάσεις μέχρι κάποιο όριο, δεν τις σβήνεις και τις ανάβεις εύκολα. Θέλει χρόνο. Είναι και επικίνδυνο για διάφορες βλάβες. Τον χειμώνα θα παραμένουν σε λειτουργία με το ελάχιστο φορτίο για να δίνουν την τηλεθέρμανση, όσο χρειάζεται. Το τί θα γίνει με την τηλεθέρμανση όταν αυτές θα κλείσουν οριστικά (απολιγνιτοποίηση) είναι ένα άλλο σοβαρό ερώτημα για τη Δυτική Μακεδονία.
Πώς ο δικός μας «μαύρος χρυσός» έγινε μή ανταγωνιστικός
Το φυσικό αέριο είναι πιο ανταγωνιστικό από τον λιγνίτη;
Το μεταβλητό κόστος συμπεριλαμβάνει τα δικαιώματα των εκπομπών CO2 και κάνει την κιλοβατώρα που παράγεται από τον λιγνίτη πιο ακριβή από την κιλοβατώρα που παράγεται από το φυσικό αέριο. Στο αέριο έχεις πολύ λιγότερες εκπομπές CO2/κιλοβατώρα.3 Περίπου το 1/3. Λόγω της φύσης του καυσίμου. Ανεξάρτητα προέλευσης, ακόμα και αν το φέρνεις από τον πλανήτη Άρη.
Λέμε ότι με κάθε κιλοβατώρα που παράγεται από φωτοβολταικά ή αιολικά εξοικονομούμε το CO2 που αντιστοιχεί στην κιλοβατώρα αν το είχαμε παράξει με φυσικό αέριο. Δεν είναι όλη η αλήθεια. Γιατί εδώ μπαίνει μία υπόθεση: ποιός είναι ο βαθμός απόδοσης της μετατροπής του φυσικού αερίου σε ηλεκτρική ενέργεια; Για μία σύγχρονη τέτοια μονάδα, όταν δουλεύει σταθερά κοντά στο μέγιστο φορτίο, ο βαθμός είναι πολύ μεγάλος, κοντά στο 55%. Είναι απλησίαστος για στερεά καύσιμα αυτός ο βαθμός απόδοσης. Όταν όμως δουλεύει μεταβλητά, σβήνοντάς την, ανάβοντάς την ή ανεβοκατεβάζοντάς την, μπορεί να είναι και κάτω από 40%. Αυτό που λέμε ότι κερδίσαμε, κάνοντας την αναγωγή, στην πραγματικότητα το κερδίσαμε με έναν μέσο όρο βαθμού απόδοσης 45%, 40%. Όταν, δηλαδή, λειτουργούν με μεγάλη μεταβλητότητα τα εργοστάσια φυσικού αερίου πέφτει πολύ ο βαθμός απόδοσής τους. Με αποτέλεσμα να είναι, σε σημαντικό βαθμό, εικονικό αυτό που (θεωρούμε ότι) κερδίσαμε σε εκπομπές CO2. Τα εργοστάσια φυσικού αερίου καλύπτουν τις μεταβλητότητες στο δίκτυο και τις «τρύπες» (απρόοπτα συμβάντα). Όλα αυτά σημαίνουν ότι έχουμε συνολικά μία πολύ μεγάλη εγκατεστημένη ισχύ, μπορεί και τρεις φορές πάνω απ΄ αυτή που χρειάζεται το δίκτυο, η οποία υποαπασχολείται. Αυτό που μπορεί σε άλλες περιπτώσεις για το κεφάλαιο να είναι κατάρα, η υποαπασχόληση, δηλαδή, παραγωγικού δυναμικού, εδώ δεν το ενοχλεί, εδώ πληρώνουμε θέλοντας και μη.
Απ’ την στιγμή που κάποιος πάρει άδεια παραγωγής δεν υπάρχει ανταγωνισμός. Είναι σίγουρο ότι θα πουλήσει. Θα βγάλει τα λεφτά του. Και αν δεν τα βγάλει μέσω της αγοράς, θα τα βγάλει μέσω άλλων μηχανισμών. Ειδικών λογαριασμών που είναι για τις ΑΠΕ,4 μέσω άλλων αφανών διαδρομών που έχουν να κάνουν με το πώς αξιοποιούνται τα δικαιώματα εκπομπών ρύπων ή μέσω όποιων άλλων επιδοτήσεων παίρνουν σαν επενδύσεις.5 Δεν έχουμε ένα σύστημα με μονάδες ηλεκτροπαραγωγής που τις εκμεταλλευόμαστε στο 70%, αλλά στο 30% ή στο 35%. «Δεν πειράζει» όμως αφού βγαίνουν τα χρήματα που πρέπει να βγούν για τους επενδυτές.
Ένα λιγνιτικό εργοστάσιο, στα χρόνια που υπήρχε μεγάλη πίεση παραγωγής, θεωρούνταν ότι έπρεπε να εκμεταλλεύεται πάνω από το 75% της ισχύος του. Για ένα πυρηνικό εργοστάσιο το ποσοστό αυτό είναι πάνω από 90%. Τώρα, στον στόλο των ΑΠΕ και των εργοστασίων φυσικού αερίου η εκμετάλλευσή μπορεί να πάει στο 35%. Έτσι και αλλιώς τα φωτοβολταϊκά έχουν μικρό σχετικά βαθμό εκμετάλλευσης λόγω των χαρακτηριστικών του ήλιου, κάτω από 20%. Τα αιολικά το ίδιο (γύρω στο 25%), λόγω των χαρακτηριστικών του αέρα. Εφόσον έχουμε και εργοστάσια αερίου που δουλεύουν τόσο πολύ μεταβαλλόμενα όλα αυτά σημαίνουν τελικά εκμετάλλευση κεφαλαίου (μέσων παραγωγής) σε μικρό βαθμό, με τρόπο όμως που διατηρείται η κερδοφορία.
Ποιός είναι ο βαθμός απόδοσης του λιγνίτη;
Η νέα (και τελευταία) μονάδα που κατασκευάζεται στην Πτολεμαΐδα έχει βαθμό απόδοσης ηλεκτρικής ενέργειας 41,5% ενώ οι παλιότερες (της δεκαετίας του ’80) έχουν γύρω στο 32%. Αυτή η βελτίωση στον βαθμό απόδοσης σημαίνει ανάλογη μείωση της κατανάλωσης λιγνίτη και, συνεπώς, των εκπομπών CO2 (που όμως εξακολουθούν να είναι σημαντικά αυξημένες σε σχέση με εκείνες από μονάδες φυσικού αερίου, λόγω των διαφορετικών τεχνικών χαρακτηριστικών των δύο καυσίμων). Όσον αφορά τους άλλους ρύπους όπως η σκόνη, τα παλιά εργοστάσια μπορούν να εκσυγχρονιστούν και να γίνουν σαν τα καινούργια. Είναι πολύ αποτελεσματικές οι τεχνολογίες κατακράτησης της σκόνης. Έχουν γίνει, επίσης, σε όλο τον κόσμο τροποποιήσεις για να μειώνουν σημαντικά το διοξείδιο του θείου και τα οξείδια του αζώτου. Άρα, ό,τι σύστημα αντιρρύπανσης τοποθετείται σε ένα καινούργιο εργοστάσιο μπορεί να γίνει και σε ένα παλιό, αν υπάρχει προοπτική να παραμείνει σε λειτουργία. Το ερώτημα είναι αν 1,5 δις ευρώ μπορείς να το αποπληρωθείς δουλεύοντας μία μονάδα 5 χρόνια.6 Δεν μπορείς. Και όχι μόνο δεν μπορείς, αλλά θα δουλεύει 5 χρόνια με τί φορτίο; Στο ελάχιστο;
Ποιό είναι το περιβαλλοντικό αποτύπωμα του λιγνίτη;
Φαντάζομαι ότι εννοείται η επίπτωση του CO2 που εκλύεται κατά την καύση. Είναι με μεγάλη ακρίβεια γνωστή η ποσότητα αυτή για κάθε kWh ή MWh (1.000 kWh) ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται. Με πόση ακρίβεια μπορεί όμως να αποτιμηθεί η επίπτωση συγκεκριμένων ποσοτήτων αυτού του αερίου (που είναι αέριο του θερμοκηπίου αλλά όχι «ρύπος») στο περιβάλλον; Οι επαναλαμβανόμενοι ισχυρισμοί των κατασκευαστών κλιματικών μοντέλων ότι μπορούν πλέον να ποσοτικοποιήσουν με ακρίβεια τέτοιες επιπτώσεις στη «μέση θερμοκρασία» της ατμόσφαιρας και, άρα στο γήινο κλίμα στην κλίμακα του χρόνου, ακολουθούνται από επαναλαμβανόμενες διαβεβαιώσεις τους ότι τα μοντέλα βελτιώνονται συνεχώς για να μειωθούν οι αποκλίσεις ανάμεσα στις (συνήθως δυσμενέστερες) προβλέψεις τους και στην υπερπολύπλοκη πολυπαραγοντική κλιματική πραγματικότητα που «αντιστέκεται» στη μοντελοποίησή της.
Αλλά ακόμη και για το CO2 η τεχνολογία διαχείρισης μέσω κατακράτησης υπάρχει και έχουν γίνει διάφορες πειραματικές μονάδες εδώ και πολλά χρόνια, ίσως και πριν το 2000. Υπάρχουν όμως και κάποια μειονεκτήματα. Πέφτει ο βαθμός απόδοσης, σχεδόν κατά 10 μονάδες. Αν η νέα μονάδα τη Πτολεμαϊδας έχει βαθμό απόδοσης 41%, αυτός μπορεί να γίνει 31% με ένα σύστημα κατακράτησης CO2. Όταν μειώσεις την ενέργεια που παράγεις από ένα εργοστάσιο κατά το 1/3 για να λειτουργήσεις ένα σύστημα κατακράτησης CO2, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να φτιάξεις και άλλα εργοστάσια για να παράξεις την ίδια ενέργεια που παρήγαγες προηγουμένως.
Και επιπλέον υπάρχει το ερώτημα, τί το κάνεις το CO2 που έχεις συγκεντρώσει; Αν δεν έχεις κοντά κοιλότητες, που κυρίως είναι από κοιτάσματα εξόρυξης φυσικού αερίου ή πετρελαίου, ή άλλες κοιλότητες που μπορεί να υπάρχουν μέσα στη γη, πού θα το πάς; Θα το ξαναρίξεις στο περιβάλλον; Έχει τέτοιους περιορισμούς. Χώρες που έχουν κοιλότητες κοντά σε εργοστάσια μπορούν να το αποθηκεύσουν εκεί. Στην Βόρεια Θάλασσα που γίνεται άντληση φυσικού αερίου, σε αυτές τις κοιλότητες μπορεί να αποθηκευτεί τεράστιος όγκος CO2. Αυτό, όμως, δεν είναι εφικτό να γίνει παντού.
Όσον αφορά τη σκόνη, τα ίχνη βαρέων μετάλλων και τα οξείδια του αζώτου και του θείου (που είναι πραγματικοί ρύποι και μπορούν να επηρεάζουν το μικροπεριβάλλον και τους ανθρώπους της περιοχής), οι αντιρρυπαντικές τεχνολογίες κατακράτησης που υπάρχουν σήμερα, είναι εντυπωσιακές. Και οι παλιότερες λιγνιτικές μονάδες μπορούν να αναβαθμιστούν περιβαλλοντικά και αυτό έχει ήδη γίνει σε αρκετά μεγάλο βαθμό, αν και κάποια από τα σχετικά έργα έχουν παγώσει μετά την εξαγγελία του κλεισίματος των μονάδων το 2023.
Αναφορικά με την τέφρα που παράγεται από την καύση του λιγνίτη και κατακρατείται από τα φίλτρα των μονάδων (περίπου το 1/6 ή 1/5 της ποσότητας λιγνίτη που καιγεται) η λύση που ακολουθείται σε όλες τις χώρες είναι το θάψιμό της στα ορυχεία. Ειδικά όμως για την περιοχή μας έχουν υπάρξει πολλά προβλήματα ρύπανσης σε οικισμούς δίπλα στα ορυχεία από σκόνη που ξεφεύγει κατά τις μεταφορές της τέφρας με ταινιόδρομους. Παρ’ ότι η τέφρα είναι εξαιρετικό υποκατάστατο του τσιμέντου (η ΔΕΗ κατασκεύασε ολόκληρο υδροηλεκτρικό φράγμα με αυτή) η χρήση της αυτή πολεμήθηκε με λύσσα, σε όλα τα επίπεδα (ευνόητο το από ποιούς).
Οι τεχνολογίες κατακράτησης οξειδίων του θείου – «αποθείωση καυσαερίων» – δημιουργούν γύψο (χρησιμοποιώντας ασβέστη), που είτε θάβεται μαζί με την τέφρα είτε πάει για προϊόντα γύψου.
Ο λιγνίτης είναι περιβαλλοντικά διαχειρίσιμος σε σχέση με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας;
Σε όλες τις επενδύσεις υπάρχει ο δείκτης return of investment, δηλαδή πόσο γρήγορα παίρνεις πίσω τα λεφτά της επένδυσης που κάνεις. Υπάρχει και ο δείκτης energy return of investment, πόσο γρήγορα παίρνεις πίσω την ενέργεια που ξόδεψες για να κατασκευάσεις τον εξοπλισμό. Αν μία ανεμογεννήτρια πρόκειται να «ζήσει» 20 χρόνια παίρνεις πίσω την ενέργεια; Προφανώς και την παίρνεις. Συμπεριλαμβανομένου όλων των σταδίων της, απ’ την κατασκευή της μέχρι την «εξαφάνισή» της (αποξήλωση και ανακύκλωση-θάψιμο των μη ανακυκλούμενων). Και πολλά ενδιάμεσα στάδια που δεν τα ξέρουμε ακόμα. Το energy return of investment όμως σε ένα συμβατικό θερμικό εργοστάσιο είναι πολλαπλάσια μεγαλύτερο. Ασύγκριτα μεγαλύτερο. Γιατί είναι πολύ μεγαλύτερη η ποσότητα της ισχύος / ενέργειας που μπορείς να πάρεις ανά τόνο εγκατεστημένου εξοπλισμού.
Στις ΑΠΕ δεν νομίζω ότι μπορούμε να ξέρουμε το πλήρες περιβαλλοντικό αποτύπωμα με όρους ενέργειας. Χρησιμοποιούν, επίσης, κάποια σπάνια μέταλλα που δεν χρησιμοποιούνται στα συμβατικά εργοστάσια, π.χ. στις γεννήτριές τους, για τα οποία φαίνεται ότι υπάρχουν αρκετά ένοχα μυστικά αναφορικά με περιβαλλοντικές καταστροφές στο στάδιο της εξόρυξής τους.
Προφανώς δεν συγκρίνεται ο λιγνίτης με τις ΑΠΕ από πλευράς εκπομπών ρυπανσης κατά τη λειτουργία τους.
Πέρα από το «αυστηρά» οριοθετημένο οικολογικό αποτύπωμα πρέπει να δούμε τί σημαίνει και κοινωνικά για μία περιοχή ότι εκεί εξορύσσονται ή παράγονται πρώτες ύλες. Για το πετρέλαιο, μετά από δεκαετίες πολεμικών συγκρούσεων, έχουμε μία εικόνα τί σήμαινε να έχεις την τύχη να ζεις σε μια πετρελαιοπαραγωγική χώρα. Φαντάζομαι και για τις σπάνιες γαίες έχουμε μία μικρότερη εικόνα, στον βαθμό που αυτές εξορύσσονται σε αφρικάνικες ή νοτιοαμερικάνικες χώρες. Ούτε αυτό προσμετράται. Και είναι εξίσου σημαντικό να μπαίνει στη συζήτηση.
Εξαρτάται πώς θέλεις να προσμετρήσεις το περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Και ο χάλυβας έχει ένα περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Και το τσιμέντο έχει. Και η ίδια η ζωή του ανθρώπου έχει ένα περιβαλλοντικό αποτύπωμα.
Λιγνιτικά εργοστάσια και τοπικές κοινωνίες
Ποιό είναι το περιβαλλοντικό αποτύπωμα του λιγνίτη στο επίπεδο των τοπικών κοινωνιών της δυτικής Μακεδονίας;
Πέρα από τη σχεδόν επαγγελματική μονοκαλλιέργεια και, μάλιστα, με καλές αμοιβές για ένα μεγάλο κομμάτι των ανθρώπων, όχι μόνο άμεσα αλλά και έμμεσα, που μπορεί να δημιουργεί μία αλλοιωμένη πρόσληψη του τί σημαίνει λιγνιτική παραγωγή, υπήρξε στα τέλη ‘80 αρχές ‘90 ένα έντονο οικολογικό κίνημα εδώ πέρα. Μπορεί λόγω της πίεσης αυτού του κινήματος, μπορεί και όχι (στο μεταξύ επιβλήθηκαν και πολλές περιβαλλοντικές ρυθμίσεις από την Ε.Ε.), έγιναν αρκετές επενδύσεις της ΔΕΗ για να μειώσει τις εκπομπές ρύπων. Και όντως μειώθηκαν πολύ, άλλαξε ριζικά η κατάσταση.
Υπάρχει όμως εκείνο το αποτύπωμα που δεν είναι γνωστό στις άλλες περιοχές, τί γίνεται με την περιβαλλοντική αποκατάσταση των εκτάσεων των ορυχείων (γύρω στα 200.000 στρέμματα συνολικά, από τα οποία έχουν αποκατασταθεί λιγότερο από το 15%). Οι οποίες, έτσι όπως κλείνει η λιγνιτική παραγωγή, σχεδόν απρογραμμάτιστα, μπορεί να μείνουν σεληνιακά τοπία (παρατημένοι λόφοι με άγονα χώματα που απομακρύνθηκαν για να βγεί ο λιγνίτης – πάνω από 5 τόννοι χώμα για κάθε τόνο λιγνίτη – και εκτεταμένοι κρατήρες, με βάθη που φτάνουν κλιμακωτά τα 300 μέτρα).
Κινδυνεύουμε να μείνουν σεληνιακά τοπία γιατί δεν τελείωσε κανονικά η διάνοιξη των ορυχείων όπως έλεγε η μελέτη αδειοδότησης και εκμετάλλευσής τους. Αλλά και γιατί δεν φαίνεται ποιός θα πληρώσει το υπέρογκο κόστος γι’ αυτό καθώς η ΔΕΗ είναι πρακτικά χρεοκοπημένη. Έχουν βρει λύση όμως και γι’ αυτό. Να μην φορτώσουμε την ΔΕΗ με το κόστος της αποκατάστασης, θα πέσει η μετοχή της και δεν θα είναι δελεαστική για τους επενδυτές. Να μεταφέρουμε τις υποχρεώσεις της σε μία άλλη εταιρεία και να μείνει η ΔΕΗ «άσπιλη» και «αμόλυντη» από υποχρεώσεις. Αλλά μην περιμένετε από την νέα εταιρεία να κάνει αποκατάσταση εδάφους όπως έλεγαν οι αρχικές μελέτες. Για λόγους οικονομικούς. Θα γίνουν κάποιες καλλιεργήσιμες εκτάσεις, κάποιες θα γίνουν λίμνες με ένα ανάγλυφο που δεν θα έχει μεγάλο βάθος.
Τα εδάφη αυτά ανήκουν στην ΔΕΗ, άρα στους μετόχους της. Πριν καμιά 15αρια χρόνια είχε περάσει ένας νόμος που έλεγε ότι τα εδάφη δεν επιστρέφονται στους προηγούμενους ιδιοκτήτες τους αφού αποκατασταθούν σαν καλλιεργήσιμη γη. Βέβαια ας παρέμεναν ιδιοκτησία της ΔΕΗ και ας τα έδιναν υποχρεωτικά (με νομοθετική δέσμευση) και με ένα συμβολικό τίμημα σε ανθρώπους να τα καλλιεργήσουν. Τώρα απ’ ότι καταλαβαίνω θα έχουμε ένα μείγμα δήθεν αποκαταστημένων εδαφών, σεληνιακού τοπίου, νεκρών λιμνών που θα έχουν βάθος 150 – 250 μέτρων (όταν και αν γεμίσουν με νερό), και εδαφών που τα πρανή τους θα είναι σαν ανοιχτός κρατήρας και τα οποία προφανώς για πολλά χρόνια θα εκλύουν αέρια από την σιγανή καύση του λιγνίτη που θα είναι εκτεθειμένος στο περιβάλλον. Ο λιγνίτης που είναι μέσα στο έδαφος αν τον κόψεις και τον αφήσεις εκτεθειμένο στον αέρα και στην υγρασία αρχίζει και δημιουργεί καύση πολύ αργή. Η οποία καύση εκπέμπει καυσαέρια και μονοξείδιο του άνθρακα που είναι δηλητηριώδες. Καίει μέχρι να προχωρήσει αρκετά μέσα και να μην έχει επαφή με τον αέρα.
Ένα άλλο θέμα είναι ότι κάποιες εκτάσεις θα προσπαθήσουν να τις αποκαταστήσουν γεωλογικά γιατί υπάρχουν κάτι φαραωνικά σχέδια για φωτοβολταϊκά.7 Της τάξης των 2GW. Δεκάδες χιλιάδες στρέμματα. Η πρόκληση ότι έχουν εκεί δίπλα τις γραμμές μεταφοράς μεγάλης ισχύος, της τάξης των 4.000 GW, είναι μεγάλη. Τον κόσμο τον ενδιαφέρει και το τί θα γίνει με τα εδάφη αλλά και το τί θα γίνει με την δουλειά. Η περιοχή θα γίνει τόπος συνταξιούχων.
Πόσος κόσμος δούλευε εκεί σε ένα «πικ» και με τί μισθολογικούς όρους;
Την περίοδο της ακμής, την δεκαετία του ‘80 και του ‘90, οι άμεσοι (μόνιμοι) εργαζόμενοι πρέπει να ήταν παραπάνω από δέκα χιλιάδες (στις πρώτες δεκαετίες της, μάλιστα, η ΔΕΗ προσλάμανε και όλους εκείνους από τους οποίους είχε απαλλοτριώσει τα χωράφια ή και ολόκληρα τα χωριά τους, κάνοντάς τα ορυχεία). Το μόνιμο προσωπικό σιγά – σιγά μειωνόταν από τις αρχές του ‘90 (καθώς «άλλαζαν οι εποχές» και η μόνιμη-σταθερή δουλειά εξοβελίζονταν) αλλά αυξάνονταν οι προσωρινοί εργαζόμενοι μέσω των εργολάβων και των έκτακτων που απασχολούσε πια η ΔΕΗ με μικρότερους μισθούς. Είχε γίνει μία μελέτη8 πριν δύο χρόνια από κάποιους συναδέλφους, που την είχε στηρίξει και το Τεχνικό Επιμελητήριο, για να δει ποιες είναι οι έμμεσες επιπτώσεις στην απασχόληση. Κάθε άμεση θέση εργασίας μέσα στην ΔΕΗ, ασχέτως αν ήταν μόνιμοι ή εργολαβικοί ή έκτακτοι, δημιουργεί περίπου τρεις και κάτι θέσεις έμμεσης εργασίας. Αντίστοιχα, το κάθε ευρώ που δίνονταν εκεί πέρα δημιουργούσε άλλα 3,5 ευρώ εισοδήματα. Μιλάμε για τριάντα χιλιάδες χαμένες θέσεις εργασίας σε ένα βάθος χρόνου, ένα νούμερο που για την Κοζάνη και την Πτολεμαΐδα είναι τρομερό. Στην Κοζάνη είναι μικρότερη η επίπτωση γιατί έχει πιο πολλές υπηρεσίες του δημοσίου.
Οι αμοιβές του μόνιμου προσωπικού ήταν γενικά πολύ καλές σε σχέση με βιομηχανικούς μισθωτούς σε άλλους κλάδους, ιδιαίτερα για τους λιγότερο ειδικευμένους-ανειδίκευτους (αποτέλεσμα και των αντιλήψεων για ισότητα στις ανάγκες, που επιβίωναν ακόμα στη ΓΕΝΟΠ). Ένα μέρος βέβαια των φαινομενικά μεγάλων αμοιβών οφείλονταν στις προσαυξήσεις από εργασία σε βάρδιες και στις, συνήθως, πολλές υπερωρίες, εργασία σε Κυριακές και γιορτές κ.τ.λ.. Και αυτή η κατάσταση διέβρωσε σιγά – σιγά την προθυμία αγωνιστικής διεκδίκησης αυξήσεων στους ονομαστικούς μισθούς αφού ο καθένας έβλεπε ότι μπορούσε ατομικά να ανεβάσει τον μισθό του με πρόσθετη εργασία που πάντα προσφέρονταν. Η κατάσταση αυτή γνώρισε αυξομειώσεις στις δεκαετίες ‘80, ‘90 & ‘00 (οπότε δόθηκαν και οι τελευταίες αυξήσεις στους «παλιούς» υπαλλήλους που έκλεισαν τα μάτια στην δραματική υποβάθμιση των όρων πρόσληψης νέου προσωπικού αλλά και στο χάσμα που υπήρχε ανάμεσα σ’ αυτούς και στους άλλους εργαζόμενους (έκτακτους, εργολαβικούς) που, πολλές, φορές έκαναν την ίδια δουλειά δίπλα τους. Έτσι φτάσαμε σε εργαζόμενους 3 ή 4 ταχυτήτων, μέχρι που οι μνημονιακές ρυθμίσεις έβαλαν τα πλαφόν και σχεδόν ισοπέδωσαν τη μισθολογική κλίμακα των μόνιμων.
Αιολικές επενδύσεις στα βουνά της δυτικής Μακεδονίας
Τα βουνά γύρω από την Κοζάνη γεμίζουν με αιολικά. Στο Σνιάτσικο σε λίγο δεν θα θέλεις να γυρνάς το μάτι σου. Το Βέρμιο είναι ήδη επιβαρυμένο. Τώρα ανοίξανε σχέδια και για το Βίτσι. Απασχολεί την τοπική κοινωνία;
Δεν βλέπω να υπάρχει κάποια έντονη αντίθεση προς τις ΑΠΕ, γιατί είναι αλλού στραμμένο το ενδιαφέρον και η αγωνία, στην κοινωνική και οικονομική ερήμωση που άρχισε να απλώνεται (στην πραγματική ζωή αλλά και στις συνειδήσεις των ανθρώπων για το μέλλον). Υπάρχουν πάντως και σημάδια αντίθεσης (πρόσφατη συλλογική απόφαση κατοίκων τοπικής κοινότητας της Κοζάνης να αντιταχθούν σε συγκατάθεση του δημοτικού συμβουλίου να εγκατασταθεί μεγάλο Φ/Β στην περιοχή τους).
Το ρεύμα ως κοινωνική ανάγκη
Μέσα στους δικού σου κύκλους είχε μπει το δικαίωμα της πρόσβασης στο ρεύμα ως μία κοινωνική ανάγκη;
Υπήρχε ένα σύνθημα παλαιότερα της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ, «ρεύμα φθηνό για όλον το λαό». Πέρα από το αν ήταν ένα προπαγανδιστικό αφήγημα για να πετάει από πάνω της τις όποιες λάσπες της έριχναν για «αντικοινωνική συμπεριφορά» λόγω των απεργιών, υποδήλωνε και μία ευρύτερη άποψη γιατί η ΓΕΝΟΠ είχε και τους ανθρώπους που δούλευαν στην διανομή, έρχονταν σε επαφή με τους πολίτες – καταναλωτές. Δεν είχε να κάνει μόνο με εμάς («της παραγωγής») που ήμασταν στα εργοστάσια και στα ορυχεία εξόρυξης του λιγνίτη, ξεκομμένοι. Εμείς ήμασταν σαν ρυάκια που ρίχναμε το νερό στη λίμνη αλλά δεν ξέραμε ποιοί και πως έβγαζαν μετά με το κουβαδάκι από αυτήν την λίμνη. Σ’ εμάς δεν έλεγε πολλά αυτό το σύνθημα. Συλλογικά δεν ξέραμε (ή δεν μας πολυενδιέφερε το) πώς μεταφράζεται. Ατομικά μπορεί κάποιος να το μετέφραζε αναλόγως με το πού ήταν ενταγμένος και συνειδητοποιημένος πολιτικά. Αλλά δεν απασχολούσε τους ανθρώπους στα λιγνιτωρυχεία το πώς θα έχει επαρκή πρόσβαση στο ρεύμα κάθε άνθρωπος. Εμείς λέγαμε είμαστε υποχρεωμένοι το ποτάμι να γεμίζει χωρίς διακοπή τη λίμνη και από εκεί ας τραβήξουν νερό με ό,τι θέλουν, με τους κουβάδες ή τα λάστιχα. Και, ας μην το ξεχνάμε, ήταν ακόμα η εποχή που τα μεγάλα συνδικάτα αναγνώριζαν ότι είχαν και ευρύτερες κοινωνικές υποχρεώσεις.
Θεωρείς ότι ο σχεδιασμός και η λειτουργία του συστήματος εμπεριείχε μέσα κοινωνικά κριτήρια;
Καταρχήν οι τιμές καθορίζονταν από το κράτος. Γινόταν ολόκληρη μάχη αν ήταν να αλλάξει η τιμή της κιλοβατώρας, θεωρούνταν ότι είχε και πολιτικό κόστος, πέρα από το ότι ήταν και στοιχείο κόστους της παραγωγής και γι’ αυτό πίεζαν και οι βιομηχανικοί μεγάλοι καταναλωτές. Τότε το σκεφτόταν δέκα φορές το κράτος πριν προτείνει αύξηση στην τιμή της κιλοβατώρας. Σε πολλές περιπτώσεις έκανε και επιδότηση της τιμής (π.χ. αγροτικά τιμολόγια αλλά και στην τότε γαλλικών συμφερόντων παραγωγό αλουμινίου Πεσινέ). Ήταν η ΔΕΗ και ένας μηχανισμός έμμεσης αναδιανομής εισοδημάτων προς κάποιους που δυσκολεύονταν αλλά και πλούτου, σε μεγάλο βαθμό (και όχι φανερά), προς εργολάβους και προμηθευτές της.
Σημειώσεις
1. [σ.τ.εφ.] Τον Νοέμβριο του 2019 δημοσιεύτηκε μέρος μίας μελέτης του ΑΔΜΗΕ για λογαριασμό του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας για την επάρκεια του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα έως το 2028. Σύμφωνα με αυτήν θα χρειαστούν ιδιωτικές μονάδες φυσικού αερίου ισχύος
2.800 MW για να καλύψουν τις ανάγκες σε ρεύμα. Ο Μυτιληναίος έχει ήδη ξεκινήσει την κατασκευή ενός εργοστασίου στην Βοιωτία, το 2021 η Elpedison θα ξεκινήσει την κατασκευή ενός δικού της εργοστασίου, ενώ έχουν εγκριθεί άλλες τρεις άδειες παραγωγής για μονάδες φυσικού αερίου (ΤΕΡΝΑ, Damco Energy, Καράτζης).
2. [σ.τ.εφ.] Τον Μάρτιο του 2020 το Εργαστήριο Διατήρησης της Βιοποικιλότητας του πανεπιστημίου Ιωαννίνων δημοσίευσε μία έρευνά του για την χωροθέτηση των αιολικών σταθμών και την επίτευξη των στόχων του ελληνικού κράτους για απολιγνιτοποίηση. Σύμφωνα με τα αποτελέσματά της τα αιολικά πάρκα που λειτουργούν σήμερα καλύπτουν ήδη το μισό (49,7%) του στόχου που έχει τεθεί για το 2030. Το 37,04% αυτών βρίσκονται σε περιοχές Natura. Οι ανεμογεννήτριες που βρίσκονται σε διάφορα στάδια αδειοδότησης (15.773 με ισχύ 43.756 MW) επαρκούν για να καλυφθούν έξι φορές οι στόχοι που έχει θέσει η ελληνική κυβέρνηση για το 2030, τα 7.050 MW.
3. [σ.τ.εφ.] Με το φυσικό αέριο μπορεί να έχεις πολύ λιγότερες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, αλλά έχεις και μεγάλες διαρροές μεθανίου (είτε τυχαία, είτε εσκεμμένα), το οποίο επίσης καταγράφεται σαν ένα από τα αέρια που προκαλεί το «φαινόμενο του θερμοκηπίου». Αυτό το υποστηρίζει καταρχήν ο Joseph Romm, ένας άνθρωπος ο οποίος έχοντας γράψει πολλά βιβλία για την υπερθέρμανση του πλανήτη, έχοντας διατελέσει αναπληρωτής γραμματέας του υπουργείου Ενέργειας των ΗΠΑ το 1990 και έχοντας χαρακτηριστεί «ήρωας του περιβάλλοντος» το 2009 από το περιοδικό Time, σίγουρα δεν τον λες και «κολλημένο οικολόγο». Το 2011 στις ΗΠΑ, οι εταιρείες διανομής φυσικού αερίου ανακοίνωσαν την διαρροή 69 δις κυβικών εκατοστών μεθανίου στην ατμόσφαιρα, ποσότητα ίση με τις ετήσιες εκπομπές CO2 6 εκατομμυρίων αυτοκινήτων. Πέρα από την «τυχαιότητα» υπάρχουν και οι σκόπιμες απελευθερώσεις μεθανίου στην ατμόσφαιρα κατά τη διαδικασία εξαγωγής και διαχείρισης του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Το 2011 η Αμερικάνικη Υπηρεσία Ενεργειακής Πληροφορίας ανακοίνωσε ότι 35% της παραγωγής φυσικού αερίου στην Βόρεια Ντακότα κάηκε σε εξαερώσεις. Τα σχετικά στοιχεία (και πολλά περισσότερα) μπορείτε να τα διαβάσετε στο άρθρο με τίτλο Τα βρώμικα μυστικά του φυσικού αερίου επιταχύνουν την κλιματική αλλαγή που δημοσιεύτηκε στο site energypress τον Νοέμβριο του 2019, από την Ευγενία Μπαλασή, διευθύντρια του κλάδου ηλεκτρομηχανολογικών ερευνών και έργων της ΔΕΗ παρακαλώ!
4. [σ.τ.εφ.] Βλέπε και σχετικό άρθρο στην σελίδα 2 της εφημερίδας.
5. [σ.τ.εφ.] Το ζήτημα των επιδοτήσεων των επενδύσεων σε ΑΠΕ αμφιβητείται κατά καιρούς από τους επενδυτές και αποδίδεται σε «ράδιο αρβύλα» των αντι-αιολικών πρωτοβουλιών. Ωστόσο ο πρόεδρος και CEO της ΔΕΗ Γ. Στάσσης σε συνέντευξή του τον Οκτώβριο στην εφημερίδα Καθημερινή, ζητάει να σταματήσει η επιδότηση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ (αιολικά και φωτοβολταϊκά) καθώς κατ’ αυτόν το μόνο που χρειάζεται είναι «στήριξη ώστε να συμμετάσχουν επενδυτές κανονικά στις ενεργειακές χρηματιστηριακές αγορές που ξεκινάμε πια και στην Ελλάδα από 1/11/2020, το λεγόμενο target model».
6. [σ.τ.εφ.] Η νέα λιγνιτική μονάδα της ΔΕΗ «Πτολεμαΐδα 5» ισχύος 615 MW αναμένεται να παραδοθεί στις αρχές του 2022. Η κατασκευή της κόστισε 1,4 δις και φαίνεται ότι «περισσεύει» στο πλαίσιο της πολιτικής στρατηγικής της Ε.Ε. για απολιγνιτοποίηση.
7. [σ.τ.εφ.] Ο Γ. Στάσσης, νέος πρόεδρος και CEO της ΔΕΗ σε συνέντευξή του τον Οκτώβριο του 2020 στην εφημερίδα Καθημερινή περιέγραψε την πρόθεση της εταιρείας να δημιουργήσει στην περιοχή φωτοβολταϊκά πάρκα 2,5 GW. Όσο για τους κατοίκους, αυτοί θα μπορούν να γίνουν… επενδυτές, καθώς το 5% των επενδύσεων αυτών θα μετοχοποιηθεί σε μερίδια των 1.000 ευρώ που θα μπορούν να τα αγοράσουν οι ντόπιοι.
8. [σ.τ.εφ.] Ολόκληρη την μελέτη μπορείτε να τη διαβάσετε στο tdm.tee.gr, Αποτίμηση της συνεισφοράς των οικονομικών κλάδων στο παραγωγικό μοντέλο της δυτικής Μακεδονίας με έμφαση στην επίδραση της λιγνιτικής βιομηχανίας, Μάρτιος 2018.
Παράρτημα 1ο
Το “δικαίωµα” να ρυπαίνεις
Τί είναι τα δικαιώματα των ρύπων;
Όταν λέμε δικαίωμα ρύπων σημαίνει ότι για κάθε τόνο CO2 που θα παραχθεί από την διαδικασία της καύσης οποιουδήποτε ορυκτού καυσίμου (είτε στερεού, είτε υγρού, είτε φυσικού αερίου) πρέπει να έχουμε αγοράσει από το «χρηματιστήριο ρύπων» το αντίστοιχο δικαίωμα. Και ανάλογα με το πόσα δικαιώματα είναι διαθέσιμα. Αυτό είναι καθαρά πολιτική απόφαση. της Ε.Ε.. Και αναλόγως πόσοι είναι ενδιαφερόμενοι να αγοράσουν, διαμορφώνεται και μία τιμή. Αν αποσυρθούν δικαιώματα θα ανέβει η τιμή. Κάποιοι που θα αλλάξουν καύσιμο δεν θα ζητούν δικαιώματα, οπότε θα περισσεύουν για να ζητήσουν κάποιοι άλλοι. Κάπως έτσι ισορροπούνται οι τιμές.
Για να παραχθεί ηλεκτρική ενέργεια από οποιοδήποτε καύσιμο παράγεται αντίστοιχα και μια ποσότητα CO2.. Μια τάδε ποσότητα για την λιγνιτική κιλοβατώρα, μια μικρότερη αν παράγεται από πετρέλαιο, στο 1/3 της λιγνιτικής αν παράγεται από φυσικό αέριο. Οπότε υπάρχει επιβάρυνση της τιμής της κιλοβατώρας λόγω των εκπομπών του CO2.
Η αρχική ιδέα ήταν ότι δεν μπορούμε να επιβάλλουμε διοικητικά μέτρα μείωσης των εκπομπών αλλά θα βρούμε έναν μηχανισμό που μέσω της αγοράς θα κάνει τα πράγματα να ισορροπήσουν. Θα ξεκινήσουμε να δούμε αν μπορεί να λειτουργήσει. Έχει καμια 20ετια το σύστημα που λειτουργεί. Άρα ξέρουν πόσα περίπου είναι τα δικαιώματα. Αν θέλουν να σπρώξουν και σε άλλη μείωση των εκπομπών αφαιρούν δικαιώματα. Αυτό οδηγεί σε αύξηση της τιμής, είναι πολιτική απόφαση. Εφόσον πέφτει η τιμή του διοξειδίου του άνθρακα και έτσι μειώνεται το κίνητρο για επενδύσεις σε ΑΠΕ ή σε εξοικονόμηση ενέργειας τότε αφαιρούν δικαιώματα. Ξανανεβαίνει η τιμή του διοξειδίου του άνθρακα με αποτέλεσμα να βλέπουμε να γίνεται ακριβότερη η λιγνιτική παραγωγή και κάποιες βιομηχανίες που κάινε πετρέλαιο να πρέπει να στραφούν στο φυσικό αέριο. Να βρουν πιο αποδοτικές μεθόδους, να καίνε λιγότερα για να πληρώνουν λιγότερα δικαιώματα. Και, παράλληλα, ευνοούνται οι επενδύσεις σε ΑΠΕ.
Βέβαια, το που και πως μοιράζονται τα μεγάλα ποσά που πληρώνονται για την αγορά δικαιωμάτων εκπομπών είναι αρκετά σκοτεινό. Προφανώς επιδοτούν επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ή σε ό,τι άλλο βαφτίζεται πράσινη ανάπτυξη (δηλαδή μεταμφιεσμένες ενισχύσεις σε ευρωπαϊκές επιχειρήσεις ώστε να παραμένουν ή να γίνουν ανταγωνιστικές παγκόσμια σε «τεχνολογίες αιχμής»).
Παράρτημα 2ο
Η τηλεθέρµανση
Στην Κοζάνη και στην Πτολεμαΐδα κομμάτι της κοινωνικής πολιτικής της ΔΕΗ μπορούμε να πούμε ότι ήταν η τηλεθέρμανση;
Η τηλεθέρμανση δεν ήταν κοινωνική πολιτική, με την έννοια ότι οι συμβάσεις που έκανε η ΔΕΗ με τους δήμους κάλυπταν το κόστος της για την παροχή θερμικής ενέργειας στις πόλεις. Ήταν μία λογική πολιτική, αφού βελτίωνε την αποδοχή της από τις τοπικές κοινωνίες (που ποτέ δεν ήταν χωρίς συγκρούσεις, πραγματικές ή προπέτασμα άλλων αιτημάτων προς αυτή, ανεξάρτητα από την οικονομική εξάρτηση τους).
Η τηλεθέρμανση είναι μια μορφή ορθολογικής αξιοποίησης ενέργειας (θερμότητας) που, σε ποσοστό πάνω από 80%, θα την πετούσες κυριολεκτικά στον αέρα. Ο κύκλος λειτουργίας για να παράξεις ηλεκτρική ενέργεια σε ένα θερμικό εργοστάσιο έχει υποχρεωτικά απόρριψη ενός πολύ μεγάλου ποσοστού από τη θερμική ενέργεια του καυσίμου. Από τους νόμους της φυσικής επιβάλλεται αυτό. Η τηλεθέρμανση ήταν ένας τρόπος εκμετάλλευσης ενός μέρους αυτής της θερμότητας. Σε κάποιες ευρωπαϊκές πόλεις η τηλεθέρμανση από εργοστάσια ηλεκτροπαραγωγής υπήρχε και προπολεμικά.